Ακόμη τη θυμούνται, την Πανωραία της ΕΠΟΝ και του ΔΣΕ…
Ναι, είναι η γενιά του Εμφυλίου…Όλοι τους έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα. Όλοι τους είναι περήφανοι για τον αγώνα τους. Δεν μετάνιωσαν…
Μα είναι πολλά τα χρόνια. Συζητώ με πολλούς. Στιγμές δύσκολες στα χρόνια του πολέμου έρχονται και ξαναέρχονται στο μυαλό μας. Άνθρωποι μεγάλοι, από κοντινά χωριά. Σήμερα 85 – 90 χρονών. Δεν γνωρίζει ο ένας τον άλλο. Κουβεντιάζω και μαθαίνω για κείνα τα χρόνια του πολέμου.
Όλοι φύγανε από τα χωριά τους κυνηγημένοι και κουρασμένοι.
Ο λόγος για τον Χρίστο Π. από την Ελιά Ορεστιάδας, για την Μαρίκα Δ. από την Πλάτη Ορεστιάδας και για τη Νίκη από το χωριό Καναδάς του Έβρου.
Όλοι αγροτόπαιδα του Έβρου. Κι εγώ παιδί της προσφυγιάς, γεννημένη στα χρόνια της Ειρήνης και του Σοσιαλισμού. Ακούω, διαβάζω, ρωτώ και μαθαίνω για κείνα τα χρόνια. Δεν είναι πρώτη φορά. Μεγάλωσα με την ιστορία των γονιών μας, των φίλων μας και συναγωνιστών των γονιών μας.
Λεβέντες οι πολλοί. Αγωνιστές, μαχητές, τραυματίες πολέμου οι περισσότεροι. Κοιτάνε μπροστά κι ονειρεύονται την επιστροφή στην Πατρίδα. Δεν έμαθα να τη γράφω με Πι μικρό. Όλοι θυμούνται την εποχή της ΕΠΟΝ στα δικά τους χωριά. Και ο καθένας έχει τη δική του διαδρομή.
Θυμούνται τα χρόνια της Κατοχής, του τραμπουκισμού, του βιασμού και της βαρβαρότητας. Μιλώ με όλους και πολύ συχνά. Και οι τρείς συνομιλητές μου θυμούνται τον «βάρβαρο» της περιοχής. Γι αυτόν γράφει και η μάνα μου στο βιβλίο «Μια Πεζοπορία της Ζωής και του Πολέμου». Είναι ο Καραγκένεογλου που έπαιρνε αράδα τα χωριά τους. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος…
Κάπως έτσι αρχίζει και δυναμώνει η δυσαρέσκεια των ανθρώπων. Οργανώνονται σε μικρές ομάδες στην αρχή και το κίνημα φουντώνει εκεί στον μακρινό Έβρο. Από κοντά και τα παιδιά τους. Ακολουθούν τους πατεράδες τους, τα αδέρφια τους. Ωριμάζουν γρήγορα και δεν αργούν να οργανωθούν.
Άλλοι είναι στην ΕΠΟΝ κι άλλοι οργώνουν και οργανώνουν τα χωριά τους εκεί γύρω… Άλλοι πάλι παίρνουν τον δρόμο του «Βουνού»…
Διαφορετικές διαδρομές. Τρεις που ξεκινάν για τον αγώνα. Τρεις από διπλανά χωριά. Όλοι στα άγνωστα μονοπάτια του αγώνα. Ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί για το δίκαιο όπως λένε.
Ο Χρήστος Π. ξεκινάει από το χωριό Ελιά και περπατάει τα βουνά του Έβρου, Ροδόπης, Ξάνθης, Δράμας, περνάει στη Βουλγαρία, επιστρέφει στα βουνά των Σερρών κι από εκεί με τη λήξη του πολέμου (του Εμφυλίου) πιάνεται, καταδικάζεται και για λίγα χρόνια μένει στις φυλακές Επταπυργίου. Είναι ο Χρήστος Παπαδόπουλος που σήμερα μένει στα Δίκαια του Έβρου.
Η Μαρίκα Δ. ξεκινάει από την Πλάτη Ορεστιάδας κι έχει τη δική της διαδρομή. Μακρύς, πολύ μακρύς ο δρόμος της. Κοιτάζω τον χάρτη και τρομάζω. Τ’ άκουγα κι από την μητέρα μου: Έβρος, Γράμμος, Βίτσι…
Κουβαλούσαν και τι δεν κουβαλούσαν. Αυτά τα όπλα, τις σφαίρες, την πείνα, τις ψείρες, τη δίψα, κρύο, χιόνια, βροχές και δρόμος ατελείωτος.
Παιδιά 17, 18, 19 χρονών ΤΟΤΕ. Με πολλές αναμνήσεις σήμερα που ρωτώ και ξαναρωτώ… Και δε σταματά η ιστορία της Μαρίκας Δερμεντζοπούλου-Παλατζίδου μαχήτρια του ΔΣΕ. Τελειωμό δεν έχει το ταξίδι που φτάνει στην μακρινή Τασκένδη. Τα 35 χρόνια γεμάτα, εκεί στα ξένα και η επιστροφή στην Πατρίδα είναι μια άλλη περιπέτεια ζωής.
Και πού να αντέξω; Πώς να κάνω; Ακούω και πάλι ακούω. Εγώ, κάνω το ταξίδι της Ιστορίας. Έτσι φτάνω και στη Νίκη από το χωριό Καναδάς του Έβρου. Άλλο πάλι τούτο. Άλλη διαδρομή. Άλλα τα μονοπάτια του αγώνα. Ξεκινάει από το χωριό της και περπατάει όπως τόσοι άλλοι αγωνιστές το δρόμο του αγώνα. Φτάνει στην περιοχή της Δράμας, Σερρών, Χαλκιδικής και πάλι πίσω. Ο τραυματισμός της βαρύς. Χάνει το φως των ματιών της. Κι όμως, λίγες μέρες μετά τον τραυματισμό της, στην εφημερίδα του 1949 με τίτλο «Νέα Γενιά» δήλωνε: «Δε λυπάμαι που έχασα το φως των ματιών μου, λυπάμαι που δεν μπορώ να συνεχίσω τον αγώνα δίπλα στους συναγωνιστές μου».
Κι εγώ, την κοιτάζω αμήχανα. Τι μου λέει; Άκουσα καλά; Ναι, λίγο ακόμα και επανέρχομαι. Ναι λέω βιαστικά στο μυαλό μου. Ναι, είναι η γενιά του Εμφυλίου… Μόλις διάβασα και τη συνέντευξη (1949) για τον τραυματισμό της. Και ο δρόμος της Νίκης συνεχίζει. Έφτασε Πολιτικός Πρόσφυγας στη Ρουμανία για 35 χρόνια και σήμερα είναι κάτοικος Βέροιας. Όλοι τους έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα. Όλοι τους είναι περήφανοι για τον αγώνα τους. Δεν μετάνιωσαν.
Κι εγώ για λίγο ξεφεύγω. Τους επιφυλάσσω μια έκπληξη. Παίρνω βαθιά ανάσα. Τους ενημερώνω για τις προαγωγές που είχαν στο «βουνό», στο ΔΣΕ.
Άλλοι το ήξεραν, όπως η Νίκη κι άλλοι, ούτε άκουσαν, ούτε διάβασαν ποτέ καμία αράδα. Τους αρκεί… είναι περήφανοι… Και συνεχίζω: Ανθυπολοχαγός ο Χρήστος Π., Ανθυπολοχαγός η Μαρίκα Δ., Ανθυπολοχαγός και Μετάλλιο Ανδρείας η Νίκη. Ένα δάκρυ κυλά όχι για τους τίτλους που έλαβαν γνώση τώρα μετά από 70 χρόνια, αλλά για κείνους που χάθηκαν στα βουνά. Σκαλίζοντας την ιστορία βρήκα τούτα τα χαρτιά. Είναι η ταυτότητα του αγώνα τους. Είναι η έκπληξη που θέλω να τους κάνω. Μικρή παύση σκέψεων και συλλογισμού… και μετά… σταματάει η κουβέντα. Λες και είναι συνεννοημένοι κι ας μιλάω με τον καθένα ξεχωριστά. Ο καθένας στην κουβέντα έχει τη δική του στιγμή και εικόνα που τους σημάδεψε. Και τότε παγώνω. Μιλάμε και το μυαλό μου τρέχει πότε στον ένα και πότε στον άλλο.
Τηλεφωνώ στο Χρήστο και μου αναφέρει το όνομα Πανωραία. Τηλεφωνώ στη Μαρίκα και παρακαλάει να μην γράψω γι’ αυτή… για την Πανωραία να γράψω. Και φτάνω στη Νίκη, αόμματη του εμφυλίου και λέει ρητά και κατηγορηματικά… όχι για μένα, για την Πανωραία κάντο… Γράψε, γράψε σε παρακαλώ. Κι εγώ τότε κοκαλώνω. Δεν είναι δυνατόν. Τρεις άνθρωποι έχουν βαθιά χαραγμένη στην ψυχή τους την Πανωραία, το νεαρό κορίτσι που περίμεναν στα χωριά τους να τους μιλήσει για την κατάσταση στην πατρίδα, για τον αγώνα που έχουν μπροστά τους, για μια δίκαιη ζωή.
Ήταν η ΠΑΝΩΡΑΙΑ της ΕΠΟΝ όπως έλεγαν. Ήταν το κορίτσι που λίγο πριν έχασε και τον πατέρα της. Αγωνιστής κι αυτός. Και η Πανωραία έγινε πιο δυνατή, πιο αποφασισμένη. Πήρε τη θέση του πατέρα της στον αγώνα. Και δεν μπορώ να μη ρωτήσω για τα στοιχεία της… Οι ερωτήσεις μου βροχή. Πέστε μου όνομα, επίθετο, χωριό… Το όνομα Πανωραία είναι το πραγματικό ή το ψευδώνυμο;
Εδώ αρχίζουν και τα δύσκολα. Δεν ξέρουν. Ο ένας λέει ίσως από το χωριό Θυρέα, ίσως είναι πραγματικό, ίσως είναι ψευδώνυμο, το όνομά της… Πάμε παρακάτω. Θέλω να μάθω γιατί ακόμη δακρύζουν για την Πανωραία…
Και τότε αρχίζει η Ιστορία. Σε μια μάχη, έξω από τα Δίκαια την πιάσανε. Τη βασανίσανε και στο τέλος την φέρανε στην πλατεία του χωριού, στα Δίκαια. Βγάλανε τον κόσμο στην πλατεία. Τη δέσανε πίσω από κάρο και την τρέχανε γύρω, γύρω και πάνω κάτω για να την φτύνουν ή για να τους φοβίσουν. Η Πανωραία ήταν ακόμη μισοπεθαμένη. Το κεφάλι της πήγαινε πέρα δώθε. Γέμισε το κορμί της μώλωπες και πληγές παντού. Αίματα πολλά, μέχρι που ξεψύχησε. Και τότε, το κακό μαντάτο έφτασε στα «βουνά»… Κυκλοφόρησε από σπίτι σε σπίτι κι από στόμα σε στόμα. Κι έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη των ανθρώπων. Και σήμερα ακούω τρομαγμένη πως η ιστορία της Πανωραίας δε σταματά εδώ. Πρόβλημα μεγάλο… ο θάνατός της. Και πού να τη θάψουν; Όχι εδώ. Εκεί. Και πάλι από την αρχή. Κουβέντα ατελείωτη. Πρόβλημα μεγάλο για τους άρχοντες του χωριού και της εποχής. Καταλήξανε… Μεγάλη απόφαση… Το κορίτσι αυτό 20 χρονών τότε, μέλος της ΕΠΟΝ, θάφτηκε έξω από το Νεκροταφείο του χωριού. Εκεί δίπλα στον φράχτη. Σαν το σκυλί. Έτσι, για να μην ‘χαλάσει’ και τους άλλους νεκρούς. Εκεί απ’ έξω. Και ήταν και απόφαση του παπά του χωριού.
Αααα, τώρα κατάλαβα γιατί την Πανωραία δεν την ξέχασαν κι ας πέρασαν 70 χρόνια.
Κι εγώ τώρα τι να κάνω; Από πού να πιάσω την Ιστορία; Θέλω να διαβάσω έστω και μία αράδα. Θέλω να ανταποκριθώ σ’ αυτό που μου ζητάνε αυτοί οι αγωνιστές που μού χαρίζουν στα 86 – 90 τους χρόνια στιγμές και μαθήματα ιστορίας. Και ο νους μου πάει στους γονείς μας που ήταν κι αυτοί συναγωνιστές τους. Ήταν η μάνα μου μαζί τους. Από κείνα τα χωριά. Η Μαρίκα τη θυμήθηκε. Ήταν το κορίτσι με τα κοτσιδάκια όπως μου έλεγε κλαίγοντας σε μια τηλεφωνική επικοινωνία. Μόνο 17 χρονών η μάνα μου. Ο Χρήστος τη θυμάται ακόμη από το χωριό τους και η Νίκη τη γνώρισε στην ξενιτιά, στα χρόνια της προσφυγιάς. Κι εγώ, κρατώ σφιχτά το μολύβι να προλάβω να γράψω. Λίγες αράδες θέλω μόνο.
Και το μυαλό μου πάει γύρω, γύρω. Πρέπει να βρω την Πανωραία. Πώς να αρχίσω και από πού; Με βασανίζει. Το θέλω πολύ. Επιθυμώ να βρω την Πανωραία. Περπατώ σελίδα, σελίδα τα βιβλία ιστορίας. Ίσως την ανταμώσω… Διαβάζω το βιβλίο του Χρήστου Παπαδόπουλου από το χωριό της μητέρας μου, την Ελιά Ορεστιάδας με τίτλο «Ζω και Θυμάμαι». Σου κόβει την ανάσα όπως τόσα άλλα βιβλία. Μαρτυρίες πολλές, αληθινές ιστορίες.
Είμαι προσεκτική. Πού ξέρεις, μπορεί να βρω κάτι. Μπα… ο Χρήστος γράφει και για τη μάνα μου. Τη συνάντησε δύο φορές στο «βουνό», στα χρόνια της θύελλας του πολέμου. Αρχίζω και ελπίζω για την Πανωραία. Μικρή ελπίδα φτερουγίζει μέσα μου. Και δεν αργώ. Η σελίδα 112 του βιβλίου, μού δίνει κάποια στοιχεία. Λίγες αράδες που τόσο λαχταρώ: «Για την Πανωραία και την Νίτσα έμαθα πως ήταν από τη Θυρέα Διδυμοτείχου. Για την Πανωραία έμαθα ότι σκοτώθηκε στην Πάλη, σε επιχείρηση και την πήγαν σκοτωμένη στα Δίκαια. Και την έβγαλαν στην πλατεία. Περνούσε ο κόσμος και την έβλεπαν. Άλλος λυπόταν που σκοτώθηκε, διότι ήταν νέα και πολύ όμορφη, κι άλλοι τη βλαστημούσαν και την έβριζαν. Άλλοι πάλι, πιο φανατικοί, την κλοτσούσαν. Έτσι έμαθα αργότερα, όταν ήρθα στα Δίκαια».
Σε τηλεφωνική μας κουβέντα όμως δεν το σιγουρέψαμε. Για την τύχη της Πανωραίας, ο Χρήστος έμαθε πολύ αργότερα. Μεσολάβησαν τα χρόνια της παρανομίας και των φυλακών. Για μένα όμως είναι μια καλή αρχή. Δε σταματώ και όπου με πάει… Μονολογώ. Σκέφτομαι. Δε μπορεί, η ιστορία της Πανωραίας που συγκλόνισε τόσο κόσμο, κάπου πρέπει να την έγραψαν. Οι συναγωνιστές της ακόμη και σήμερα για τον ηρωισμό της Πανωραίας μιλούν. Όχι. Εγώ δε σταματώ. Συνεχίζω την αναζήτηση.
Θα πάω τώρα στα βιβλία «Έπεσαν για τη ζωή» της Σύγχρονης Εποχής. Είναι μεγάλα και ασήκωτα. Και πώς να μην είναι. Κουβαλάνε την ματωμένη ιστορία του τόπου, ονόματα ηρώων, αγωνιστών που δώσανε την ψυχή τους για το μέλλον. Σελίδες πολλές. Κάθε όνομα κουβαλάει και μια ιστορία. Τελειωμό δεν έχουν. Κάθε βιογραφικό και μια ιστορία. Όλα βαθιά χαραγμένα στην ιστορία αυτού του τόπου. Κι εγώ, πώς να περπατήσω σελίδα, σελίδα; Πώς να πάρω το βλέμμα μου; Κρατώ σημειώσεις. Τα χωριά του Έβρου τα ξέρω λόγω επαγγέλματος και καταγωγής της μητέρας μου.
Το μολύβι άστραψε. Πολλά χωριά και πολλοί οι νεκροί και στον Έβρο. Πού να βρω την Πανωραία; Έχω μόνο δύο τόμους και η ελπίδα μου έγινε μικρή χαραμάδα. Δεν εγκαταλείπω το διάβασμα και όπου με πάει. Κι όμως… ανέλπιστα σταματώ στη σελίδα 231, τόμος 7γ. Κοντοστέκομαι. Δεν το πιστεύω. Δεν είναι δυνατόν. Σε παρένθεση διαβάζω ψευδ. Πανωραία. Πάγωσα για λίγο.
Τώρα πια απλά διαβάζω μία, μία τις σελίδες και δεν τολμώ να δω για Πανωραία. Πώς, έτσι; Χωρίς στοιχεία; Να τολμήσω τι; Δεν έχω ούτε όνομα και χωριό… Σταματώ για λίγο και είμαι έτοιμη να περπατήσω όλες τις σελίδες. Τα μάτια μου πλημμυρίζουν. Εδώ βλέπω έχει και χωριό. Είναι αυτό που γράφει ο Χρήστος στο βιβλίο του. Θυρέα. Κι εκεί σταματώ. Πρέπει να πάρω βαθιές ανάσες. Σελίδα 231 και τα μάτια μου παίζουν. Πότε θολά και πότε δακρυσμένα.
Διαβάζω φωναχτά: «ΚΑΠΕΤΑΝΙΔΟΥ-ΔΗ ΚΕΡΑΝΑ Του Δημήτρη και της Λαμπρινής (ψευδ. Πανωραία). Γεννήθηκε στο χωριό Θυρέα. ΕΠΟΝίτισσα. Μέλος του ΚΚΕ. Στις 9-04-1947 κατατάχτηκε στο ΔΣΕ. Σκοτώθηκε στις 21 Γενάρη του 1948 στο χωριό Δίκαια Έβρου. Ενώ ήταν με άλλους συναγωνιστές της στο χωριό, κυκλώθηκαν από τον εχθρό. Στην προσπάθειά τους να σπάσουν τον κλοιό και να φύγουν, τραυματίστηκε από τα εχθρικά πυρά και σχεδόν ξεψύχησε αμέσως αγκαλιάζοντας το όπλο της. Ο εχθρός πήρε το πτώμα της και το εξέθεσε σε κοινή θέα στο χωριό Δίκαια».
Αυτό ήταν. Τώρα, θέλω χρόνο. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω. Πότε σιγά και πότε φωναχτά. ΝΑΙ. ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΝΩΡΑΙΑ που ψάχνω έστω και μια αράδα. Η ΕΠΟΝίτισσα, η μαχήτρια του ΔΣΕ, από τη Θυρέα Διδυμοτείχου και την εξέθεσαν στην πλατεία του χωριού. Τώρα είμαι σίγουρη. Είμαι σίγουρη όσο ποτέ. Καμία αμφιβολία. Δεν με άφησε ούτε να κουραστώ. Σελίδα 231 από τις 715 του τόμου 7γ. του βιβλίου «Έπεσαν για τη ζωή». Οι διαφορές αφήγησης μικρές. Ο ηρωισμός και η λεβεντιά της είναι σε κάθε κουβέντα. Μάλιστα. Γι’ αυτό η αντάρτισσα Μαρίκα σήμερα στα 86 της χρόνια ακόμη κλαίει για την Πανωραία. Γι’ αυτό δεν την ξεχνάει και ο Χρήστος στο βιβλίο του. Γι’ αυτό η Νίκη ζητά να γράψω κάτι για την Πανωραία. Και όλοι μαζί δε θέλουν να πουν για τον αγώνα τους και για το ΕΓΩ τους.
Σήμερα, 70 χρόνια από τότε ζητούν να γράψουμε, να μάθουμε εμείς οι νεότεροι για την ΕΠΟΝίτισσα, Κομμουνίστρια, Μαχήτρια ΠΑΝΩΡΑΙΑ που ακολούθησε τον αγώνα του αγωνιστή πατέρα της που μόλις έχασε λίγες μέρες πριν… Εδώ σταματώ. Ενημερώνω έναν, έναν τους συναγωνιστές της Πανωραίας για τα νέα που έχω. Δε γλιτώνουμε ούτε τα δάκρυα. Θέλουμε χρόνο γιατί οι νεκροί είναι πολλοί.
Εδώ αισθάνομαι την ανακούφιση της ψυχής μου. Εδώ αισθάνομαι πως έκανα το καθήκον μου απέναντι σ’ αυτούς τους αγωνιστές που σήμερα στα 86- 90 τους χρόνια ακόμη φωνάζουν Αγώνα, Αγώνα και πάλι Αγώνα. Γράψτε αγώνα και πάλι αγώνα. Μη σταματάτε παιδιά. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ. Μας δίνουν ακόμη μαθήματα ιστορίας. Αυτό το μικρό λιθαράκι βάζω κι εγώ με την ευκαιρία της γιορτής της γυναίκας, της ηρωίδας αγωνίστριας, που μέσα από την ΕΠΟΝ και ΔΣΕ έδωσε όλες τις δυνάμεις της στον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο. Υποκλίνομαι στον αγώνα τους. (10-03-2015, Θεσσαλονίκη)