Το διήγημα της Πέμπτης: «Όσο το φως μιας αστραπής» του Γιάννη Ατζακά
Από ένα μαθητικό τετράδιο μού διάβαζε τα βράδια φλογερούς στίχους για τη σπίθα που μια μέρα θα βάλει φωτιά στον παλιό κόσμο, για το αστροπελέκι της δικαιοσύνης που θα κατακεραυνώσει το άδικο. Το μεγάλο πάθος του ήταν οι «καταραμένοι ποιητές» Μποντλαίρ και Ρεμπώ, και οι δύο ιδανικοί αυτόχειρες Καρυωτάκης και Μαγιακόφσκι…
Ο Γιάννης Ατζακάς γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου.
Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετά το 1975 εργάστηκε στην ιδιωτική και τη δημόσια μέση εκπαίδευση. Τα «Διπλωμένα φτερά» ήταν το πρώτο πεζογράφημα που δημοσίευσε το 2007 (εκδόσεις Άγρα). Μαζί με τα έργα του «Θολός βυθός» (Άγρα, 2008 – Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2009) και «Φως της Φονιάς» (Άγρα, 2013) αποτελούν τριλογία.
Ακολουθεί απόσπασμα από το διήγημά του «Όσο το φως μιας αστραπής», που εμπεριέχεται στη συλλογή του Γιάννη Ατζακά «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη» (Άγρα, 2015).
Όσο το φως μιας αστραπής
(απόσπασμα)
του Γιάννη Ατζακά(…) Οι εφημερίδες την άλλη μέρα, πρωινές και απογευματινές, είχαν την είδηση για την αυτοκτονία τού καθηγητή. «Η χούντα ξέκανε ένα ακόμη από τα θύματά της», «Ένας ακόμη αγωνιστής θύμα τής χούντας», «Αγωνιστές που φεύγουν» ήταν μερικοί από τους τίτλους. Όλες έκαναν λόγο για την αγωνιστική δράση του πριν από τη δικτατορία και τη συμμετοχή του αργότερα στο ΠΑΜ, για τα φοβερά βασανιστήρια, τη γενναία στάση στο έκτακτο στρατοδικείο και την καταδίκη του σέ έξι χρόνια φυλάκιση, για τον εγκλεισμό του στις φυλακές της Αίγινας και της Κέρκυρας, τον κλονισμό της υγείας του στο φοβερό κάτεργο του Επταπυργίου. Τα ήξερα αυτά όλα, πίστευα όμως πως είχαν περάσει, πως ο Ζήσης, περισσότερο απ’ όλους, είχε δικαίωμα σ’ ένα δίκαιο μερίδιο ευτυχίας. Ένα βάρος ασήκωτο πλάκωνε την καρδιά μου, και πήρα από νωρίς τους δρόμους. Τα βήματά μου, στα τυφλά, μ’ έφεραν στην παλιά φοιτητική γειτονιά μας.
Απομεσήμερο πάλι. Χρόνια πριν, όταν σερνόμασταν στα παγωμένα δωμάτια της Ευαγγελίστριας, το μεγάλο νεκροταφείο μέσα στα πόδια μας, μέρα και νύχτα, ούτε που γυρίζαμε να το κοιτάξουμε, ο θάνατος ήταν των άλλων, εμάς δεν θα μας άγγιζε. Προσπέρασα γρήγορα μερικά μεγαλοπρεπή μνημεία και στάθηκα μπροστά στον τραχύ βράχο. Στην κορυφή του, με κόκκινα γράμματα, είχαν χαράξει ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ 1912-1968, τα όρια της κατατρεγμένης ζωής του μόνο, τίποτε άλλο. Εχθές τέτοιαν ώρα στο ταπεινό κοιμητήριο του χωριού και στο σπίτι του Ζήση, κοντά στους γονιούς και τα αδέλφια του, αλλοπαρμένος, έπαιρνα μέρος σε μια τελετή μόνο· απωθούσα την αίσθηση του θανάτου, όπως έκαναν και οι δικοί του για να αντέξουν το πένθος τους· δεν ένιωθα την απώλεια ούτε και πόνο. Μόνον τώρα, σ’ αυτό το επιβλητικό νεκροταφείο, μπροστά σ’ έναν άλλον τάφο, μπορούσα να δω καθαρά το πρόσωπο τού Ζήση, να νιώσω την απουσία του. Ο μαρτυρικός βουλευτής, που γλίτωσε εκείνη τη φονική νύχτα του Μάη, είχε πέσει πάλι στα δίχτυα τους, και αυτή τη φορά τα μαύρα σκυλιά τον κατασπάραξαν λυσσασμένα. Τον άμοιρο φίλο μου όμως τον λιάνισαν αργά, το μυαλό και την ψυχή πρώτα· το σώμα, αδύναμο, άδειο, σαν σαρακοφαγωμένος κορμός, θα έπεφτε κι αυτό μια μέρα. Και «αν γένης σφάγιον τ ί μ ι ο ν ενός τυράννου δεν είναι φρικτός ο τάφος;» αναρωτιόμουν.
Πήρα την Αυξεντίου ως το τέρμα, εκεί που έτρεχε ακόμη η φημισμένη κρήνη της, το «Αθάνατο νερό», όπως την ήξεραν όλοι. Μπορείς όμως με λίγο νεράκι μόνο να ξορκίσεις τον θάνατο;
Εδώ, αρχές της δεκαετίας του ’60, σ’ αυτό το γούπατο και σε μερικές δρασκελιές δρόμο από το στοιχειωμένο δάσος, το Σέιχ-Σου, ως τη θάλασσα, τον «Πύργο του αίματος», φοιτητές της Φιλοσοφικής κι οι δυο μας τότε, σκορπίσαμε τα μεγάλα όνειρα της νιότης μας. Ακόμη μπορώ, κι ας έχουν περάσει κοντά είκοσι χρόνια, να ονομάσω οδούς και αριθμούς, Καραολή 9, Αυξεντίου 31, Κύπρου 6, Καλής Ελπίδος 45, και να ονοματίσω μερικές από τις φουκαριάρες τις σπιτονοικοκυρές μας, την κυρα-Μαριάνθη, την κυρα-Χρυσούλα, την κυρα-Δήμητρα, που αγανακτούσαν ως να πάρουμε κάποια δόση από την υποτροφία και να ξεπληρώσουμε τα μαζεμένα νοίκια μας. Καταλήγαμε ύστερα στο ταβερνάκι του Φώτη, το κουρνιασμένο πάνω στη μάντρα του νεκροταφείου, για να ξοφλήσουμε τα απανωτά κεράσματα στην παρέα. Μάζευε τότε ο Ζήσης τα πατριωτάκια του, τους «Σακαφλιάδες», όπως τους έλεγα, και με την κιθάρα τού Λούκα βαλαντώναμε στο τραγούδι. Αρχίζαμε με «Επιτάφιο», «Επιφάνια» και «Πολιτεία» και τελειώναμε με «Αρχόντισσα» και «Αχάριστη» -ολονών ένα κρυφό σαράκι μάς έτρωγε την καρδιά.
Πέρασα ύστερα από τους παλιούς δρόμους με τα ένδοξα ονόματα. Τώρα που εκείνος είχε χαθεί, αναδύονταν ζωντανές στη μνήμη μου όλες οι ολονύκτιες συζητήσεις μας για τον έρωτα, για την τέχνη και την πολιτική. Ο Ζήσης, βαρύς βουνίσιος, που μια φορά μόνο, σ’ ένα μεθύσι του, είχε μιλήσει για μια χαμένη αγάπη, απορούσε πάντα με τις ερωτικές μου εξάρσεις, όπως κι εγώ αμφισβητούσα πάντα τον επαναστατικό ενθουσιασμό του. Από ένα μαθητικό τετράδιο μού διάβαζε τα βράδια φλογερούς στίχους για τη σπίθα που μια μέρα θα βάλει φωτιά στον παλιό κόσμο, για το αστροπελέκι της δικαιοσύνης που θα κατακεραυνώσει το άδικο. Το μεγάλο πάθος του ήταν οι «καταραμένοι ποιητές» Μποντλαίρ και Ρεμπώ, και οι δύο ιδανικοί αυτόχειίρες Καρυωτάκης και Μαγιακόφσκι, ενώ εμένα, από μαθητή ακόμη, με είχε συνεπάρει η μεγάλη πεζογραφία. Εμάς δεν θα μας έτρωγε το δασκαλίκι, λέγαμε, εμείς ήμασταν προορισμένοι να κατακτήσουμε κάποια μέρα τις απόκρημνες κορφές της Τέχνης. Πώς μπορούσαμε τότε να δούμε τα σκοτεινά βάραθρα που σε λίγο θα ανοίγονταν μπροστά μας;
Στην έξοδο από την περίκλειστη προσφυγική συνοικία, παλιό νταμάρι ήταν, το ταβερνάκι έρημο και ρημαγμένο από χρόνια. Ο κυρ Φώτης, αφού ήταν της μοίρας του να νεκροφιλήσει τον μοναχογιό του πρώτα, πέρασε ύστερα κι αυτός στη μέσα μεριά της μάντρας να αναπαυτεί. Έβλεπα τώρα στο βάθος μια λωρίδα θάλασσας, σαν μια πλατιά στράτα, σπαρμένη με άπειρα μικρά κρύσταλλα, να στραφταλίζει στον ήλιο.
Έγινε ένα γλυκό απόγευμα. Η πίκρα, εκείνη η στυφή γεύση που μόνον ο θάνατος και τα πολλά καπνισμένα τσιγάρα αφήνουν στο στόμα, έγινε ξαφνικά πιο αψιά. Περνούσα σκυφτός μπροστά από την Πλατεία Χημείου. Ξέφτια από τα γιορτινά μας φορέματα ένιωσα να ανεμίζουν στη μνήμη και ριπές από σβησμένες ιαχές να αντηχούν. Είχαμε πάρει μέρος με τον Ζήση σε όλες τις συγκεντρώσεις της Πλατείας, σε όλες τις μεγάλες πορείες, κραυγάζοντας για παιδεία, δημοκρατία, ελευθερία. Είχαμε κάνει νυχτέρια έξω από το ΑΧΕΠΑ, όπου χαροπάλευε ο Λαμπράκης και ήταν άγρια χτυπημένος ο Τσαρουχάς. Η βασανισμένη γενιά μας, γεννημένη στην Κατοχή, θρεμμένη στην Αντίσταση, φαρμακωμένη στον Εμφύλιο, είχε σηκώσει κεφάλι, είχε ανοίξει το βήμα της, και μόνο μια ξενοκίνητη σιδερόφρακτη δικτατορία θα μπορούσε να της κλείσει το δρόμο.
Τελευταία φορά τότε ανταμώσαμε Ιούλιο του ’66 στο σταθμό της Λάρισας. Έφευγα στρατιώτης, και ο Ζήσης είχε κατεβεί από το χωριό για να με αποχαιρετήσει. Μετά χαθήκαμε για χρόνια, ο ένας στα πειθαρχικά τάγματα, ο άλλος στα κάτεργα της χούντας. Ύστερα, εγώ πήρα τους πατημένους, τους δοκιμασμένους δρόμους της ζωής, δουλειά, οικογένεια, παιδιά· εκείνον τον είχαν σπρώξει κιόλας στο μονοπάτι του χαμού, που γυρισμό δεν έχει.
Το φυλάκιο μπροστά στη Φιλοσοφική Σχολή, με τους βλοσυρούς ασφαλίτες πάντα πίσω από την τζαμαρία του, είχε από καιρό σαρωθεί. Το εμβληματικό κτήριο, με την κατηγορική προσταγή ΜΟΥΣΑΙΣ ΧΑΡΙΣΙ ΘΥΕ χαραγμένη ψηλά στο επιστύλιο, άστραφτε αυτάρεσκα στο εσπερινό φως. Εδώ, για πέντε ολόκληρα χρόνια, είχαμε θυσιάσει στις Μούσες και τις Χάριτες και κάποιοι, στους χαλεπούς καιρούς που ήρθαν, είχαν και οι ίδιοι θυσιαστεί -ο Ζήσης, θαμμένος τώρα σε μια ράχη της Πίνδου, δεν μπορούσε να χαρεί αυτό το ιλαρό φως του Νοέμβρη.
Άφησα πίσω το Σιντριβάνι. Η θέα της θάλασσας άνοιγε, όσο κατηφόριζα τη Βασιλίσσης Σοφίας. Έφτασα στον Λευκό Πύργο. Στις κόγχες και στους μικρούς φεγγίτες του, όπου είχαν τις φωλιές τους, άρχιζαν κιόλας να κουρνιάζουν τα περιστέρια. Έπιασα ένα παγκάκι απόμερο και άναψα πάλι τσιγάρο. Έβλεπα τον ήλιο να χαμηλώνει. Το τρομερό κάτεργο, πορφυρό στο αργόσυρτο λυκόφως, φάνταζε τώρα στα μάτια μου ως έξοχο, ως ιδεώδες έμβλημα της «πόλης του αίματος», της μοιραίας πόλης των πολιτικών δολοφονιών -ένας βασιλιάς, τέσσερις αγωνιστές της Αριστερός, αμέτρητοι μάρτυρές της, από όλους πλέον λησμονημένοι. Κι ο θάνατος του Ζήση τι ήταν; Ποια αόρατα χέρια τον είχαν σπρώξει στον τρομερό γκρεμό; αναρωτήθηκα και, γνωρίζοντας την απάντηση, δυο μέρες μετά το κακό μαντάτο, ξέσπασα σε ένα βουβό κλάμα. Ένα ρίγος πέρασε ξαφνικά στα ήσυχα νερά και αμέσως έκοψε. (…)
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.