Όταν το ΒΗΜΑ χρησιμοποίησε τον Παπαδιαμάντη για το άθλημα της “Κουκουεδολογίας”…
Τότε που το ΒΗΜΑ, ανακάλυπτε ότι “Ο Παπαδιαμάντης διχάζει (sic) το ΚΚΕ”, περιγράφοντας σε ένα γεμάτο σασπένς πόνημα την υποτιθέμενη “διένεξη” σχετικά με την αποτίμηση του συγγραφέα, στην οποία αποδίδονταν ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις, έξω από κάθε πάτημα στην πραγματικότητα, όπως η ίδια η ιστορία απέδειξε τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννηση του “κοσμοκαλόγερου” των ελληνικών γραμμάτων, θυμόμαστε τότε που, πριν μια δεκαετία, ο αστικός τύπος χρησιμοποιούσε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, για να ανακαλύψει κάτι σαν “συντροφικά μαχαιρώματα” στο ΚΚΕ, με αφορμή δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη, όπου εμφανίζονταν διαφορετικές προσεγγίσεις και αξιολογήσεις για το έργο του σπουδαίου δημιουργού από τη Σκιάθο.
Το ανήκον τότε στον πάλαι ποτέ ΔΟΛ ΒΗΜΑ, ανακάλυπτε ότι “Ο Παπαδιαμάντης διχάζει (sic) το ΚΚΕ”, περιγράφοντας σε ένα γεμάτο σασπένς πόνημα την υποτιθέμενη “διένεξη” σχετικά με την αποτίμηση του συγγραφέα, στην οποία αποδίδονταν ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις, έξω από κάθε πάτημα στην πραγματικότητα, όπως η ίδια η ιστορία απέδειξε τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η υπογραφή ανήκει στο Στάθη Σταυρόπουλο(;), αν και ο κλασικός Κουκουεδολόγος του, ιδίως εκείνη την εποχή, ήταν ο Λάμπρος Σταυρόπουλος, που, οι λίγο παλιότεροι θα τον θυμούνται για τις μεγάλες αποκαλύψεις του από τα “άδυτα του Περισσού”. Σε κάθε περίπτωση, είτε επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος είτε όχι, ο συντάκτης υποστήριζε τότε πως το θέμα, δηλαδή η αξιολόγηση του Παπαδιαμάντη, έχει πυροδοτήσει (sic)- μια διένεξη, που είναι περισσότερο ιδεολογική, παρά φιλολογική. To τι ακριβώς έβλεπε ως στοιχείο “ιδεολογικής διένεξης”, ο ίδιος μας το άφηνε σκόπιμα προφανώς, αιωρούμενο και για δυνατούς λύτες. Πάλι καλά δηλαδή που δεν αναφέρθηκε η ανάγνωστη της “Φόνισσας” και ως λόγος πιθανής κομματικής διάσπασης…
Ως “πειστήρια” της μεγάλης αυτής αποκάλυψης, παρατίθεντο με χρονική σειρά τρία σχετικά κείμενα που με διαφορά κάποιων μηνών δημοσιεύτηκαν στο Ριζοσπάστη εκείνη την περίοδο, με πρώτο το αφιέρωμα του Γρηγόρη Τραγγανίδα, που δεν εργάζεται πια στο Ριζοσπάστη. Σε αυτό γίνεται μια θετική προσέγγιση του παπαδιαμαντικού έργου, στην οποία ο Τραγγανίδας επιχειρεί να ανασκευάσει την κριτική που ασκείται κυρίως στη χρήση της καθαρεύουσας και τη βαθιά θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, αναδεικνύοντας αυτά που βλέπει ως κοινωνική και φιλολαϊκή διάσταση στα γραπτά και τη στάση ζωής του. Ακολούθως, γίνεται αναφορά στο κείμενο του Γιώργου Μαυρίκου “Ο αληθινός Παπαδιαμάντης”, το οποίο ο Σταυρόπουλος χαρακτηρίζει ειρωνικά ως “ταξική επέλαση”, όπου καταλογίζεται στο συγγραφέα αδιαφορία για τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του, συνειδητή αντιδραστική επιλογή στο γλωσσικό ζήτημα που ήδη μαινόταν στην εποχή του και βαθύς μυστικισμός που διαποτίζει το έργο του, ενώ παρατίθεται και η εκτίμηση του Νίκου Ζαχαριάδη, που αναγνώριζε τη μεγάλη φιλολογική αξία του Παπαδιαμάντη, αλλά εξέφραζε σοβαρές επιφυλάξεις για τον ιδεολογικό προσανατολισμό του έργου του.
Εκεί όμως που ο Σταυρόπουλος τα δίνει όλα, είναι στην παρουσίαση του τρίτου κειμένου, “Παπαδιαμάντης – Γέννημα της εποχής του”, από το ένθετο “7 μέρες”, το οποίο βαφτίζει “ρελάνς” στην “ταξική επέλαση” του Μαυρίκου, εντείνοντας το πολεμόχαρο κλίμα, με στελέχη του ΚΚΕ και δημοσιογράφους του Ριζοσπάστη σε υποτιθέμενα χαρακώματα υπέρ ή κατά του Παπαδιαμάντη, με υποτιθέμενες ιδεολογικές προεκτάσεις, βεβαίως – βεβαίως. Ως απόδειξη ότι το κείμενο όχι απλά απευθύνεται, αλλά προσπαθεί και να αποδομήσει το Γ. Μαυρίκο, ο Σταυρόπουλος παραθέτει το εξής: “Το κυριότερο όμως που τονίζεται ως έμμεση πλην σαφής «απάντηση» στον κ. Μαυρίκο είναι ότι «ο Τ. Αδάμος άσκησε κριτική όχι μόνο στην αστική διανόηση σε σχέση με την προσέγγισή της στον Παπαδιαμάντη αλλά και στο τμήμα της διανόησης που έκανε μηχανιστική χρήση του διαλεκτικού υλισμού, ακυρώνοντάς τον τελικά και σπέρνοντας ιδεολογικές συγχύσεις”!”. Τι χρεία έχομεν άλλων μαρτύρων; Είναι σαφές ότι υπάρχει πόλεμος στο ΚΚΕ και ο μπαρμπά – Αλέκος της Δεξαμενής δεν είναι παρά το πρόσχημα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών και βυζαντινές ίντριγκες.
Το λαγωνικό του Βήματος νόμιζε πως βρήκε θησαυρό, γιατί έτσι του σφύριξαν οι “πηγές” του, όπως έκανε κι άλλες φορές όταν ήταν στις “δόξες του”. Ας μη βιαστούμε όμως να του καταλογίσουμε κακόβουλες προθέσεις. Ίσως απλά να μην είχε δει ποτέ συντροφικό διάλογο. Ίσως να έκρινε, απλώς, εξ ιδίων τα αλλότρια και να θεωρούσε πως κάθε διαφορετική άποψη σημαίνει σφοδρό πόλεμο για θέσεις και αξιώματα, όπως συμβαίνει στον αστικό πολιτικό κόσμο. Ή ίσως απλά να ήταν ένας καλοπροαίρετος θαυμαστής της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με βαθύ ενδιαφέρον για τη μελέτη της και την προσέγγιση των κομμουνιστών γύρω από αυτή.
Σε κάθε περίπτωση, όπως είδαμε, η πραγματικότητα έδωσε σύντομα τις καλύτερες απαντήσεις στα ευφάνταστα σενάρια. Από εκεί και πέρα, τα κείμενα του Ριζοσπάστη αξίζουν όντως να διαβαστούν ξεχωριστά το καθένα, καθώς διατηρούν αναλλοίωτα τη σημασία των προβληματισμών τους και φωτίζουν με το δικό τους τρόπο την έρευνα γύρω από αυτή τη σπουδαία όσο και αντιφατική μορφή των ελληνικών γραμμάτων.