Τάκης Μουσαφίρης – «Λαϊκά τραγούδια θα λέω μια ζωή…»
Μια στάση σε σημαντικούς σταθμούς της συνεργασίας του Τάκη Μουσαφίρη με τον Στράτο Διονυσίου, τον Δημήτρη Μητροπάνο, την Πίτσα Παπαδοπούλου και την Κατερίνα Στανίση.
Σπουδαίος λαϊκός συνθέτης και στιχουργός πολλών όμορφων τραγουδιών που έγιναν μεγάλες επιτυχίες (τραγούδια «ευπώλητα» τα ονομάζουν κάποιοι – «σουξέ» τ’ αποκαλούν οι περισσότεροι), ο Τάκης Μουσαφίρης σημάδεψε με το έργο του μια εποχή του ελληνικού τραγουδιού πριν οι λαϊκοί συνθέτες και στιχουργοί, το λαϊκό τραγούδι και ο ήχος του μπουζουκιού παραμεριστούν σχεδόν ολοκληρωτικά από τη βιομηχανία, στη θέση των τραγουδιστών-τραγουδιστριών κατσικωθούν αστραφτερές οδοντοστοιχίες με μούσκουλα και καλλίπυγες ατάλαντες και οι βιτρίνες της αγοράς κατακλυστούν από «τραγούδια» μιας χρήσης. Ο ίδιος έχει παρομοιάσει το έργο του με μια μηλιά που απλώνει τα βαρυφορτωμένα κλωνάρια της προς τους ανθρώπους, προσφέροντάς τους απλόχερα τους καρπούς της.
«Γεννώντας» με απίστευτη ευκολία τραγούδια που «μύριζαν» επιτυχία πριν ακόμα ηχογραφηθούν, ο Τάκης Μουσαφίρης ανήκει στην ολιγομελή ομάδα των λαϊκών δημιουργών που έγραφαν οι ίδιοι και τη μουσική και τους στίχους των τραγουδιών τους, και στους ακόμα λιγότερους που επιπλέον τα ενορχήστρωναν. «Ακολουθεί έναν μεγάλο δρόμο λαϊκό τον οποίο ακολούθησαν ο Γιώργος Μητσάκης και ο Άκης Πάνου, που έγραψαν στο 90% των τραγουδιών τους στίχους μουσική και ενορχήστρωση. Ο Μουσαφίρης είχε το προνόμιο να γράφει και τις παρτιτούρες. Άρα λοιπόν έχει μια συνολικότερη άποψη του τραγουδιού, γι’ αυτό και τα τραγούδια του έχουν βρει τόσο μεγάλη απήχηση στο λαϊκό αίσθημα» έχει πει ο διακεκριμένος δημοσιογράφος και ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού Πάνος Γεραμάνης.
Ο Τάκης Μουσαφίρης μεσουράνησε στη δισκογραφία κυρίως τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ενώ πρωταγωνίστησε και την δεκαετία του 1990, είτε δίνοντας τραγούδια σε μεγάλους τραγουδιστές όπως ο Στράτος Διονυσίου, είτε συμβάλλοντας καθοριστικά με τα τραγούδια του τραγουδιστές και τραγουδίστριες να καθιερωθούν και να καταξιωθούν. Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας αποτελούν ο Δημήτρης Μητροπάνος, η Πίτσα Παπαδοπούλου και η Κατερίνα Στανίση.
Τραγουδώντας στο πλευρό του Γιώργου Ζαμπέτα και έχοντας ηχογραφήσει μέχρι τότε μόλις δυο μεγάλους (33 στροφών) δίσκους (ο ένας, το 1973, ο διαχρονικός «Ο δρόμος για τα Κύθηρα», σε μουσική Γιώργου Κατσαρού και στίχους Ηλία Λυμπερόπουλου, στον οποίο ερμηνεύει και η Χριστιάνα), ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Μουσαφίρη το 1974. Οι δυο άντρες συναντιούνται με τη μεσολάβηση ενός συγγενή του τραγουδιστή χωρίς ακόμα τότε να γνωρίζουν ότι «χτίζουν» τα θεμέλια μια πολύχρονης και πετυχημένης συνεργασίας αλλά και μιας στέρεης στο χρόνο σχέσης που θα βασιστεί στην αλληλοεκτίμηση και την άδολη αγάπη. Το «Πες μου πού πουλάν καρδιές» είναι το πρώτο τραγούδι που θα ηχογραφήσουν και εμπεριέχεται στον δίσκο του Μητροπάνου «Κυρά ζωή».
Για πολλά χρόνια η δισκογραφία του Δημήτρη Μητροπάνου μονοπωλείται από τα τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη και του Σπύρου Παπαβασιλείου, που τον καθιερώνουν ως έναν εξαιρετικό λαϊκό ερμηνευτή και του στρώνουν το δρόμο προς την καθολική αποδοχή. Επιλέγοντας κάποια από τα εμβληματικά τραγούδια της συνεργασίας του Μουσαφίρη με τον Μητροπάνο, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στο «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο» και στο απόλυτο ζεϊμπέκικο «Σε μια στοίβα καλαμιές» που κυκλοφόρησαν το 1977 στον δίσκο «Λαϊκά ’76».
Ο Τάκης Μουσαφίρης όποτε είχε έμπνευση (πράγμα πολύ συνηθισμένο κατά τη διάρκεια μιας τυπικής μέρας) συνήθιζε να σταματάει ό,τι κάνει εκείνη τη στιγμή και να γράφει στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων του. Επίσης συνήθιζε να μην πετάει τα άδεια πακέτα, αλλά να τα στοιβάζει στο γραφείο του δημιουργώντας ένα ιδιότυπο αρχείο. «Αυτό το τσιγάρο που καίει/ σε λίγο θα σβήσει/ μια στάλα κουράγιο που έχω/ κι αυτό θα μ’ αφήσει»…
Ο Δημήτρης Μητροπάνος χαρακτήριζε τον Μουσαφίρη «πολύ σπουδαίο και αθώο άνθρωπο» που δεν επηρεάστηκε από την επιτυχία. «Και τότε που γινόταν χαμός με τις επιτυχίες του, αυτός ήταν ο Τάκης που ήταν και πριν, που είναι και τώρα. Δεν αλλάζει. Δεν τον άγγιξαν οι επιτυχίες», έχει πει. Ένας ακόμα δίσκος του Μητροπάνου χαρακτηριστικός της πετυχημένης συνύπαρξης των Τάκη Μουσαφίρη και Σπύρου Παπαβασιλείου κυκλοφορεί το 1977 και τιτλοφορείται «Ερωτικά Λαϊκά».
Δυο από τα πιο όμορφα τραγούδια του δίσκου είναι το «Σ’ αγαπώ ακόμα» στο οποίο ο Μητροπάνος ξεδιπλώνει την ερμηνευτική του δεινότητα και το – όχι από τα πιο γνωστά του – εξαιρετικό ζεϊμπέκικο «Ο μοναχογιός του πόνου».
Το 1986 κυκλοφορεί ο δίσκος «Αγάπη μου αγέννητη» στον οποίο ο Μητροπάνος ερμηνεύει 12 τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη. Στο «Λαϊκά τραγούδια θα λέω μια ζωή» ο δημιουργός προσδιορίζει με στίχους την προσέγγισή του με το λαϊκό τραγούδι: «Σαν το σπιτίσιο το ψωμί/ Και σαν της μάνας την ευχή/ Σαν το νερό από την πηγή/ Και άγριο λουλούδι/ Είναι για μένα στη ζωή/ Το λαϊκό τραγούδι»…
«Συγκλονίζομαι ό,τι και να κάνει, ακόμα κι όταν βήχει» (!) έλεγε με περίσσιο θαυμασμό και εκτίμηση για τον Μητροπάνο, ο Μουσαφίρης, χρόνια μετά τη συγκλονιστική ερμηνεία του πρώτου στο σπαραξικάρδιο «Άκου».
Η δισκογραφική συνεργασία του Τάκη Μουσαφίρη με την Πίτσα Παπαδοπούλου εγκαινιάζεται το 1980 με την κυκλοφορία του δίσκου «Τι αγάπη Θεέ μου». Ένας στίχος του ζεϊμπέκικου «Θ’ αλλάξω ζωή, θ’ αλλάξω καρδιά» μοιάζει να περιγράφει τα συναισθήματα της σπουδαίας ερμηνεύτριας εκείνη την περίοδο: «Θ’ αλλάξω ζωή, θ’ αλλάξω καρδιά/ αναίσθητη θα γίνω/ Κι όταν μου λένε πως μ’ αγαπάν,/ δεκάρα δε θα δίνω»…
Η νεαρή τότε καλή τραγουδίστρια που με τις εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα αγωνιζόταν ν’ ανοίξει τον δρόμο που θα την οδηγούσε στην καταξίωση, αναζητά μια δισκογραφική παρουσία. Η απογοήτευση που εισπράττει από τα «τερτίπια» των δισκογραφικών εταιρειών την σπρώχνει κοντά στην απόφαση να εγκαταλείψει το όνειρο, ώσπου σαν από μηχανής Θεός ο Μουσαφίρης την παίρνει από το χέρι και περνάνε μαζί την πόρτα του στούντιο. Στον ίδιο δίσκο ξεχωρίζει επίσης η ερμηνεία της στο ομότιτλο, «Τι αγάπη Θεέ μου».
Ο Τάκης Μουσαφίρης αγαπούσε πολύ την Πίτσα. Την ένοιωθε «κομμάτι από τον εαυτό» του, και την ξεχώριζε ανάμεσα στις «τέσσερις καλύτερες λαϊκές τραγουδίστριες όλων των εποχών». Στο δεύτερο δίσκο τους με τίτλο «Χρώματα» (1981) της γράφει ανάμεσα σε άλλα το θαυμάσιο ζεϊμπέκικο «Για ποιον δικό μου μού μιλάς» που η Πίτσα Παπαδοπούλου ερμηνεύει με ττρόπο μοναδικό και αξεπέραστο.
Στον ίδιο δίσκο περιλαμβάνεται το «Θυμήσου», ένα τραγούδι «βγαλμένο» λες από τα χρόνια του ’70, που μεταφέρει στην αυγή της δεκαετίας του 1980 τα μουσικά αρώματα και το ύφος εκείνης της περιόδου και που θα μπορούσε να το έχει ερμηνεύσει η Τζένη Βάνου.
Η Πίτσα Παπαδοπούλου εκτός από σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια, από τις μεγαλύτερες φωνές του λαϊκού τραγουδιού πέρα από χρονολογίες και εποχές, δεν τσιγκουνεύεται τα λόγια από καρδιάς για τον άνθρωπο που της άνοιξε την πόρτα προς την αναγνώριση και τη μεγάλη επιτυχία. Με την αμεσότητα και τη ζεστασιά που τη διακρίνουν έχει πει για τον Μουσαφίρη: «Αν δεν είχα ανταμώσει τον Τάκη, ακόμη θα ήμουν μια καλή τραγουδίστρια που δεν θα με ήξερε κανείς. Του οφείλω πολλά. Με πίστεψε…».
Ο τρίτος στη σειρά δίσκος τους κυκλοφορεί το 1982 και έχει τίτλο «Εγώ θάμαι για σένα». Δυο βαριά ζεϊμπέκικα του Μουσαφίρη προκαλούν πάταγο εκείνη την εποχή και θα κερδίσουν τη μάχη με το χρόνο όπως έδειξε η ζωή. Η Πίτσα Παπαδοπούλου «δίνει καρδιά δίνει ψυχή» και μαζί μαθήματα ερμηνείας.
Η συνεργασία του Τάκη Μουσαφίρη με την Πίτσα Παπαδοπούλου απαριθμεί τέσσερις μεγάλους προσωπικούς δίσκους. Το 1983 κυκλοφορούν «Τα παράπονα». Το βαρύ ζειμπέκικο «Θα τα βροντήξω» συνεχίζει μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες να εκπέμπει τις ίδιες δονήσεις και την ίδια συγκίνηση, ερμηνευμένο αξεπέραστα από την μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού που «ανάγκασε» τον Στέλιο Καζαντζίδη να αναφωνήσει «Πίτσα Παπαδοπούλου. Τι φωνή, Θεέ μου!» όταν τον ρώτησαν ποια Ελληνίδα τραγουδίστρια θεωρεί σπουδαία φωνή.
Ένα από τα σπουδαιότερα και πιο δυνατά τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη, το «Μάνα μου» εμπεριέχεται στον ίδιο δίσκο. Προλογίζοντάε το ο ίδιος σε κάποιο τηλεοπτικό αφιέρωμα έλεγε: «Η Πίτσα δεν μπορεί να πάει πουθενά και δεν επιτρέπεται, χωρίς να πει το Μάνα μου». Και πρόσθεσε: «Όσο μεγάλος κι αν είσαι, ακόμα κι εγγόνια αν έχεις, όταν χάσεις τη μάνα σου νοιώθεις ορφανός». Από το ίδιο αφιέρωμα η συγκλονιστιή ερμηνεία της Πίτσας Παπαδοπούλου:
«Ο Τάκης Μουσαφίρης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με εμπιστεύτηκε, που με πίστεψε. Μου έδωσε το τραγούδι «Μυστικέ μου έρωτα», ένα τραγούδι που έκανε επιτυχία πριν από σαράντα χρόνια και τραγουδιέται ακόμα και σήμερα!» σημείωνε ανάμεσα σε άλλα η Κατερίνα Στανίση, αποχαιρετώντας για πάντα τον Τάκη Μουσαφίρη από τον «προφίλ» της σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Ο Μουσαφίρης υπέγραψε το 1982 τη μουσική και τους στίχους στον δίσκο «Μυστικέ μου έρωτα», τον πρώτο της τραγουδίστριας με την ατόφια λαϊκή φωνή, που πριν λίγα χρόνια δούλευε στις φάμπρικες και στις λάντζες της Γερμανίας, όπου είχε αναγκαστεί να μεταναστεύσει με την οικογένειά της σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Το ομότιτλο τραγούδι είναι αυτό που θα την κάνει γνωστή στον πολύ κόσμο, πριν, ένα χρόνο μετά, ο Γιώργος Νταλάρας της προσφέρει μια θέση δίπλα του στο «πάλκο» του δις κατάμεστου ΟΑΚΑ, στις αξέχαστες συναυλίες του.
«Ήταν άνθρωπος διαμάντι, ήταν άνδρας αρσενικός που κρατούσε τον λόγο του! Θυμάμαι πως το « Μυστικέ μου έρωτα» το τραγουδούσα χωρίς να το έχω ηχογραφήσει δύο χρόνια και ενώ του το ζητούσαν διαφοροι καλλιτέχνες – λογικό γιατί ήταν ένα πολύ ωραίο τραγούδι- δεν το έδωσε ποτέ! “Aυτό το τραγούδι το έγραψα για την Κατερίνα πώς να το δώσω” έλεγε . Αυτό πώς να μην το εκτιμήσεις… Ήταν εξαιρετικός σαν άνθρωπος και σαν συνθέτης έχει γράψει μεγάλες επιτυχίες σε πολλούς τραγουδιστές», θυμάται η δημοφιλής λαϊκή τραγουδίστρια αναφερόμενη και σε μια πτυχή του χαρακτήρα του συνθέτη, τη μπέσα, την οποία όλοι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του επιβεβαιώνουν. Σχεδόν μια δεκαετία μετά ο Τ. Μουσαφίρης υπογράφει ένα ακόμα προσωπικό δίσκο της Κατερίνας Στανίση, με τίτλο «Αγαπάω δύσκολα» (1991). Το τραγούδι «Τώρα τι ζητάς» το πρώτο είναι που ξεχωρίζει και γίνεται αμέσως μεγάλη επιτυχία.
Η συνεργασία του Τάκη Μουσαφίρη με τον μεγάλο Στράτο Διονυσίου σημαδεύτηκε από τραγούδια που γνώρισαν τεράστια αποδοχή στην εποχή τους και τραγουδιούνται μέχρι τις μέρες μας. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία τους σημειώνεται με τον «Ταξιτζή» που ανήκει στα λίγα που ο συνθέτης δεν γράφει ο ίδιος τους στίχους (είναι του Βασίλη Παπαδόπουλου) και εμπεριέχεται στον ομότιτλο δίσκο που κυκλοφορεί το 1986, και στον οποίο ο Στράτος συμμετέχει με πέντε τραγούδια (τραγουδούν ακόμη η Λίτσα Διαμάντη, η Αθηναϊκή Κομπανία και η Χαρούλα Ντάνου).
Στον ίδιο δίσκο ο Στράτος ερμηνεύει μοναδικά ένα ακόμα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο με τίτλο και στίχο που προκαλούν αίσθηση: «Το παιδί με τα γυαλιά πάνω στην παραγγελιά/ αντάμωσε το χάρο/ σταυραϊτέ της προσμονής κι αγέρα της Καισαριανής/ δε θα τον δεις φαντάρο…».
Το 1988 ο Τάκης Μουσαφίρης υπογράφει για πρώτη φορά όλα τα τραγούδια ενός δίσκου για τον Στράτο Διονυσίου, που φέρει τον τίτλο «Εγώ ο ξένος». Μια μικρή ιστορία για το ομότιτλο τραγούδι, διηγήθηκε ο Πάνος Γεραμάνης σε τηλεοπτικό αφιέρωμα προς τιμή του Τάκη Μουσαφίρη (εκπομπή «Στην υγειά μας», ΝΕΤ, 2005). Ο αξέχαστος αγαπητός δημοσιογράφος και ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού επισκέπτεται τον Μουσαφίρη στο σπίτι του για να του πάρει συνέντευξη, τον Γενάρη του 1988. Στη διάρκεια των 8,5 ωρών (!) που διαρκεί η συνέντευξη ο συνθέτης τού παίζει τρεις φορές στο πιάνο και του τραγουδά το «Εγώ ο ξένος». Ο Γεραμάνης του λέει «μου μυρίζει ηπειρώτικος σκοπός» και ο Μουσαφίρης απαντά: «καθαρά ηπειρώτικο το χρώμα, θυμήσου ότι θα γίνει σουξέ» (σύμφωνα με τον Μουσαφίρη η μουσική ρίζα του τραγουδιού προέρχεται από το ηπειρώτικο «Κοντούλα λεμονιά»). Ο δημοσιογράφος θα μεταφέρει στη συνέχεια τις εντυπώσεις του από το τραγούδι στον Στράτο Διονυσίου, όταν θα του πάρει συνέντευξη στο κέντρο «Στράτος» όπου εργαζόταν εκείνη την περίοδο, λέγοντάς του χαρακτηριστικά «Στράτο, σού έρχεται μια μεγάλη επιτυχία»…
Η επιτυχία ήρθε και ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη. Αν μπεις στη διαδικασία να ξεχωρίσεις ποια τραγούδια του δίσκου ξεχώρισαν, θα δυσκολευτείς! Ένα από αυτά που θα ερμηνεύει ο Στράτος σε κάθε εμφάνισή του τα επόμενα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του είναι το «Λέγε με παλιόπαιδο».
Το 1990 κυκλοφορεί ο δίσκος «Ποιος άλλος» ο τελευταίος σταθμός της συνεργασίας των δυο μεγάλων του λαϊκού τραγουδιού, που έμελλε να είναι και ο τελευταίος δίσκος του Στράτου αφού στις 11 του Μάη έφυγε ξαφνικά από τη ζωή. «Δεν πιστεύω να ένοιωθαν οι λέξεις τόσο όμορφα σε άλλο στόμα…Τα τραγούδια του Στράτου, όταν έλεγαν ψωμί, μάνα, πατέρας, φίλος, μπέσα, οικογένεια, πουλιά, θεός, γίνονταν ζωντανές εικόνες». Ο Μουσαφίρης συγκλονισμένος από την απροσδόκητη απώλεια του Στράτου εκφράζει μπροστά στην κάμερα της κρατικής τηλεόρασης απεριόριστη εκτίμηση και θαυμασμό για τον μεγάλο λαϊκό ερμηνευτή τον οποίο αποκαλεί «φυσικό φαινόμενο».
Μια μέρα πριν το αναπάντεχο τελευταίο ταξίδι του ο Στράτος βρίσκεται στο στούντιο με τον Μουσαφίρη. Ευδιάθετος και ευχαριστημένος από την πορεία των ηχογραφήσεων ευχαριστεί τον συνθέτη για τα τραγούδια του και τον ασπάζεται. Δίνουν ραντεβού για την επόμενη ηχογράφηση, μα ο θάνατος τον προλαβαίνει και του κόβει το νήμα της ζωής. Είχε προλάβει να ολοκληρώσει εννιά τραγούδια. Ανάμεσά τους το «Και τότε μόνος»…
Ο Τάκης Μουσαφίρης εκτός από σπουδαίος λαϊκός συνθέτης και στιχουργός, υπήρξε αυτό που με δυο λέξεις λέμε καλός άνθρωπος· απ’ αυτούς που σπανίζουν, ιδιαίτερα στην εποχή μας. Η επιτυχία και τα παρελκόμενά της δεν τον άλλαξαν. Του άρεσε να ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, να γράφει και να διαβάζει με τη δίψα ενός μικρού παιδιού που ανακαλύπτει τη ζωή. Αφουγκραζόταν τους ήχους των πετάλων των αλόγων και τις μελωδίες από τα κουδούνια των κοπαδιών, τα μπόλιαζε με μυαλό και ψυχή και τα έκανε τραγούδια.
Έγραφε στίχους και μουσική όπως ανάπνεε ή έπινε νερό. Μυριζόταν την επιτυχία και δημιουργούσε «σουξέ» με την τελειότητα μιας μηχανής και την αξία του χειροποίητου, που εκλείπουν μαζί με τους τελευταίους παλιούς μάστορες του καλού τραγουδιού. Ταυτόχρονα έγραφε λαϊκά τραγούδια για να μείνουν. Απ’ αυτά που συντροφεύουν τους ανθρώπους στα πάνω και τα κάτω της ζωής. Που πιάνονται στα χείλη και περνάνε από γενιά σε γενιά, κόντρα στις βουλές και τις επιβολές της παντοδύναμης βιομηχανίας· μεταφέροντας χρώματα και εικόνες μιας εποχής όπου οι άνθρωποι δεν λογάριαζαν το κόστος για να ερωτευτούν, να τσαλακωθούν, ν’ αγωνιστούν, να παλέψουν, να ζήσουν αληθινά. Και να ζητήσουν ένα χέρι, όταν πέσουν, για να σηκωθούν.