Οι «Μαρτυρίες» μιας άγρυπνης συνείδησης

Ο Τάσος Λειβαδίτης και οι «Μαρτυρίες» του Γιάννη Ρίτσου

Οι «Μαρτυρίες» μιας άγρυπνης συνείδησης

Οι μαρτυρίες μιας άγρυπνης συνείδησης

Μεγάλη η ευθύνη, κι ακόμα μεγαλύτερες οι δυσκολίες, να καταπιαστεί κανείς με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Μια ποιότητα έργου, απ’ τις πιο μοναδικές, και μια ποσότητα, απ’ τις πιο σπάνιες, υψώνονται σα Συμπληγάδες πέτρες απ’ όπου πρέπει να οδηγήσεις το ισχνό κριτικό σου πλοιάριο.

Βέβαια, κάθε ιδιαίτερη ποιητική σύνθεση μέσα στη γενική προσφορά ενός ποιητή, αποτελεί έναν αυτόνομο κι αυτοδύναμο οργανισμό, δεν παύει όμως νάναι και μια βαθμίδα στην ανελισσόμενη κλίμακα. Κι αν δεν το δεις έτσι, κι απ’ τις δυο πλευρές, θα σου διαφύγουν ασφαλώς ένα πλήθος απ’ τις πιο ουσιαστικές ιδιότητές του. Σκεφθείτε λοιπόν, πως κάθε φορά που αποπειράται κανείς να διατυπώσει τις απόψεις του πάνω στο τελευταίο βιβλίο του Ρίτσου, τα τριάντα τόσα προηγούμενα βιβλία του στέκουν σαν ισάριθμες διαδοχικές κλειστές πόρτες που πρέπει να τις έχουμε ανοίξει για να φτάσουμε στην τελευταία.

Σπάνια, αλήθεια, σε παγκόσμια κλίμακα, συναντάμε ένα τόσο μεγάλο σε έκταση ποιητικό έργο. Τριαντατρία βιβλία μέσα τριάντα χρόνια – χώρια τ’ ανέκδοτα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται πως ο ποιητής δίνει ό,τι καλύτερο κι ό,τι περισσότερο απ’ τον εαυτό του μέχρι τα 40 του το πολύ, όσο διαθέτει δηλαδή, μια αυξημένη βιολογική ορμή. Στην «ρωμαντική» αυτή άποψη συνετέλεσε και η συμπτωματική του θανάτου (βίαιου τις περισσότερες φορές) πολλών μεγάλων ποιητών του περασμένου αιώνα: Μπάυρον, Κητς, Σέλλεϋ, Πούσκιν, Λέρμοντωφ, που αντί να την εξηγήσουν σαν ατύχημα, της δόσαν, αρκετά ανόητα, μια «μοιραία» ποιητική εκδοχή. Σχεδόν με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύουν τη σιωπή του Ρεμπώ στα 19 του χρόνια, και την τραγική χειρονομία του Εσσένιν και του Μαγιακόφσκυ.

Οι υποστηρικτές μιας τέτοιας άποψης κάνουν το τεράστιο λάθος ν’ αγνοούν ότι το αναντικατάστατο δώρο του αληθινού ποιητή είναι η παράταση, και σε προχωρημένη ηλικία, της βιολογικής έντασης, της ζωτικότητας, της αιώνιας φρέσκιας αίσθησης των πραγμάτων, που μαζί, τώρα, με το βάθος του στοχασμού και την ικανότητα διείσδυσης μπορούν να δώσουν καλλιτεχνικούς καρπούς απεριόριστου μεγαλείου.

Εκτός απ’ τις δυό πρώτες συλλογές του το  ΄34 και ΄35, είναι η πρώτη φορά, σ’ όλο το διάστημα από τότε, που κυκλοφορεί ο Ρίτσος το βιβλίο του με ολιγόστιχα ποιήματα. Τα βιώματά του κ’ η εμπνοή που τον συνέπαιρνε ήταν πάντα ισχυρής ακτινοβολίας – δε χωρούσαν στους λίγους στίχους. Και πραγματικά στάθηκε ένας δάσκαλος της ποιητικής σύνθεσης. Με τις «Μαρτυρίες» τώρα, μας δίνει πάλι ένα μέτρο για το μικρό ποίημα, κάτι ανάλογο με το μάθημα του Καβάφη.

Γιατί το μικρό, το ολιγόστιχο ποίημα δεν είναι απλώς λίγοι στίχοι που εκφράζουν μια κατάσταση, μια διάθεση ή ένα αίσθημα. Πρέπει να ολοκληρώνεται σε μια αυτάρκη και τελειωμένη παρουσία. Ν’ ανελίσσεται, δηλαδή, μ’ ένα μαθηματικό, σχεδόν, υπολογισμό για ν’ απολήξει πάντα στον τελευταίο στίχο – γινόμενο, γιατί περί πολλαπλασιασμού πρόκειται. Θα μπορούσε να πει κανείς πως το αληθινό μικρό ποίημα ξεφεύγει, τελικά, απ’ τα όρια του συναισθήματος για να μπει στον αυστηρό χώρο των ιδεών και των συμβόλων. Για να γίνω πιο σαφής: Οι ανθρώπινες καταστάσεις που εκφράζονται στο «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» και στη «Σατραπεία» ή στο «Ανέβασμα», τον «Έλεγχο» ή την «Καινούργια Νίκη» του Ρίτσου έχουν μεταξιωθεί σε σύμβολα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αποτυχίας του συνειδησιακού ελέγχου, ή της δύναμης για ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή.

«Τόσες μάχες, τόσα τραύματα, τόσες έντιμες
ήττες και νίκες,
τόσα παράσημα – γέμισε το στήθος του,
βάρυνε,
πονούσαν τα μάτια του απ’ τη λάμψη τους
τρόμαξε
μήπως το μόνο φως, που θα του φώτιζε την
ξύλινη σκάλα,
τα βράδια, σαν θα γύριζε σπίτι του, θάταν
αυτό. Ξεντύθηκε
έβαλε τη στολή του στην ντουλάπα, τα παράσημα
στις θήκες τους
και πήγε να καταταχθεί εθελοντής – απλός
στρατιώτης.
Κανένας δεν τον γνώρισε. Τον δέχτηκαν. Ίσως
εκείνο
το νέο χαμόγελό του, να τον έφερνε στην
ηλικία των εθελοντών».

Σ’ αυτό βέβαια, πρωταρχικό ρόλο παίζει πάντοτε η ποιότητα του εκφραζόμενου. Όσο πιο καθολικού χαρακτήρα είναι, τόσο πιο καίρια, και πιο πειστική η μεταξίωση που αναφέραμε.

Εκείνο που θάχε να παρατηρήσει κανείς στη νεοελληνική ποίηση (και θ’ άξιζε κάποτε μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη) είναι πως παρουσιάζει, σ’ ό,τι καλύτερο έχει, αν όχι μια καθαρά περιγεγραμμένη πλαστικότητα, όμως μια τάση, μια φ ο ρ ά προς την πλαστικότητα, προς την απτότητα, προς την ακρίβεια. Κ’ ίσως αυτό, περισσότερο από κάθε τι άλλο, να υπογραμμίζει την ελληνική βιολογική και ιστορική συνέχεια. Ακόμα και τα ξένα μοντέρνα ποιητικά κινήματα, μόλις μπολιάστηκαν στο νεοελληνικό κορμό, πήραν αμέσως αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αποσαφήνισης. Στην ποίησή μας ισχύει αυτό που έλεγε ο Θωμαζαίος για το Σολωμό: «Οι Γερμανοί κάνουνε βαθειά τα πιο κοινά νοήματα. Εσύ ήβρες τρόπο να καταστήσεις κοινά και τα βαθύτερα».

Ο ίδιος ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης, ο Παλαμάς κι ο Σικελιανός, όταν δε «φιλοσοφεί» ο πρώτος και δεν «χρησμοδοτεί» ο δεύτερος, ο Βάρναλης κ’ οι καλύτεροι απ’ τους συγχρόνους μας έχουν αυτή τη σφραγίδα της απτότητας, της υ λ ι κ ό τ η τ α ς  στην τέχνη τους.

Οι «Μαρτυρίες» απ’ την άποψη της ψυχικής κίνησης και του προβληματισμού βρίσκονται στον ίδιο κύκλο της τελευταίας εργασίας του ποιητή, απ’ το 1956 και δώθε, κύκλος που μπορεί να οριστεί με την έκφραση: Τ ε λ ι κ ή  μ έ θ ε ξ η. Η ως τα έσχατα διερεύνηση της φθοράς, η μοναξιά, η γνώση, συχνά, ενός αδιεξόδου, το ανεπανάληπτο γεγονός του θανάτου καταλήγουν πάντα σε μια βαθειά κατανόηση, σε μιαν άφεση, και περισσότερο, μέσω της γνώσης και της αίσθησης, σε μια τελική μέθεξη. Έτσι, τα σύνορα αντικειμένου και υποκειμένου καταργούνται, κ’ οι δυό αυτοί προαιώνιοι εχθροί, αλληλοσυμπληρώνονται σε μια υψηλή λυτρωτική φιλία. Και σε μια έφεση υποκατάστασης:

«…το μεγάλο άδειο κιούπι –
στο σκοτεινό του χείλος περπατάει χωρίς
νόημα μια αράχνη.
…(χωρίς νόημα για σένα, μα ίσως όχι για κείνην»).

Κάτι παραπλήσιο, σε άλλο όμως τόνο και τρόπο, συναντάμε στον Ουίτμαν. Η διαφορά έγκειται ότι στον Έλληνα ποιητή, το προτσές της μέθεξης συντελείται με πολύ δραματικότερα στοιχεία. Πάντως πρόκειται για έναν ανθρώπινο πανθεϊσμό, θα λέγαμε, που αφετηρία του έχει την τρομερά δύσκολη κατάκτηση κ’ εσωτερική διεργασία της αποατομίκευσης και της καθολικοποίησης του προσωπικού. Ο ποιητής δεν αναφέρεται παρά σπάνια στις δικές του απόψεις για τα πράγματα. Απλώς τις φωτίζει, από μιαν οπτική γωνία, σοφά διαλεγμένη, ώστε απ’ το μέρος να συλλάβουμε το όλο, απ’ το μερικό το γενικό, απ’ τη λεπτομέρεια την ουσία. Έτσι μας οδηγεί απ’ την α ί σ θ η σ η  του πράγματος στην  α π ο κ ά λ υ ψ ή  του – χαρακτηριστικό κι αυτό της υλικότητας, για την οποία μιλήσαμε, που κορυφώνεται με την απαράμιλλη χρησιμοποίηση του επιθέτου. Τα επίθετα στην τελευταία ποίηση του Ρίτσου παίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο, καθώς, ακολουθώντας το ένα το άλλο, ανασύρουν σαν άρπαγες στο ύψος της ακρίβειας και της μεταδοσιμότητας ακόμα και το πιο θολό, αόριστο, ή συγκεχυμένο αίσθημα.

Βέβαια, σ’ αυτήν την συνειδησιακή κατάσταση της τελικής και ολικής παραδοχής, ενεδρεύει πάντα ο κίνδυνος μιας εκτροπής της ποιητικής όρασης σ΄ ένα καθαρά θεωρητικό επίπεδο, με έσχατο αποτέλεσμα την παρουσίαση ενός κόσμου «εν αρμονία». Γιατί, ο ποιητής, λειτουργώντας μ’ αυτόν τον τρόπο, προσπερνάει το οδυνηρό ιστορικό γίγνεσθαι για να φτάσει στην τελειωμένη πια ιστορία – εκεί όπου όλα έχουν καταχωρηθεί και δικαιολογηθεί. Η προβληματική αντικαθίσταται, δηλαδή, με την επεξηγηματική, και η εποχή με την αιωνιότητα.

Όμως πέρα απ’ την αναγκαιότητα (και την ευγένεια) των ανθρωπίνων αγώνων, πέρα από το ιστορικό γίγνεσθαι και τις αλλαγές των εποχών, πέρα απ’ τις κοινωνικές σχέσεις, (Α σήμερα, αύριο Ω), εκεί στη ρίζα της ζωής, υπάρχει κάτι το τραγικό, αν όχι και το παράλογο: η φθορά, ο θάνατος, η απουσία ενός συνειδητού σκοπού στη ζωή (καταγωγικά εννοώ), η δυναστεία του τυχαίου, η τυραννία της ίδιας της αναγκαιότητας κλπ, κλπ. (που αναμφισβήτητα κάποτε η ανθρώπινη δραστηριότητα θα ελέγχει, ως ένα σημείο ορισμένα απ’ αυτά) μα που όπως και σήμερα θ’ αποτελούν για πάντα το μεγάλο και τραγικό άγνωστο Χ. Απ’ τη στιγμή που η διείσδυση του ποιητή, όπως στην περίπτωση του Ρίτσου, φτάσει ως εκεί, ως αυτό το φοβερό βάθος, δύο δρόμοι, ποιητικοί, ανοίγονται: η άρνηση της ζωής, και η ολική, μ’ όλο της το ακατανόητο παραδοχή της. Αυτή η δεύτερη μορφή με την κατάφαση που περικλείνει, τίθεται αυτόματα πλάι στην επίμονη ανθρώπινη πορεία, την εξηγεί και την ανακουφίζει. Ο ποιητής πρέπει να παρηγορεί την ανθρωπότητα, είπε, σοφά, ο Λωτρεαμόν. Κι ο Ρίτσος αναμφισβήτητα, την παρηγορεί.

«Μια δροσερή πνοή μπήκε αναίτι απ’ το παράθυρο,
ένα μετέωρο ρυάκι·
την ένοιωσες μονάχα απ’ το λόξεμα της φλόγας
των τεσσάρων κεριών,
κ’ οι σκιές της λάμψης τρέμισαν στο πρόσωπο
του πεθαμένου
σα να του γλείφαν και να του αφαιρούσαν το θάνατο.
Μεμιάς, αυτή η πνοή σού επανέλαβε την άνοιξη
κ’ οι φλόγες των κεριών έγιναν τέσσερις χρυσοί τροχοί
σ’ ένα μεγάλο, ανάλαφρο αμάξι που έφευγε αστραπιαία
ίσως κατάφορτο λουλούδια και γυναίκες. Παρ’ ολίγο
μάλιστα
να διαμελίσει το νεκρό. Μα ο νεκρός μισάνοιξε τα μάτια
και παραμέρισε με προσοχή και σύνεση. Τ’ αμάξι πέρασε».

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Δημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Τέχνης τον Σεπτέμβρη του 1964 (τ. 117)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: