Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο χαρταετός» της Ρίτας Μπούμη – Παπά
“Ξετυλίγω την κλωστή
λίγο λίγο απ’ το κουβάρι
πώς με σέρνει, λες ζητεί
στα ουράνια να με πάρει!…”
Η πανδημία, το λοκντάουν, τα περιοριστικά μέτρα δεν αφήνουν ανεπηρέαστο το φετινό γιορτασμό της Καθαρής Δευτέρας. Τα προηγούμενα χρόνια την αυριανή μέρα οι χαρταετοί είχαν την τιμητική τους. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και προπαντός μικρά παιδιά ξεχύνονταν στις εξοχές ή στα πάρκα και τις πλατείες των πόλεων για να γιορτάσουν τα Κούλουμα και να «πετάξουν» τον χαρταετό – έθιμο που έρχεται από τα βάθη του χρόνου και υποδηλώνει την ανάταση και την κάθαρση της ψυχής μετά το διονυσιακό ξεφάντωμα της Αποκριάς.
Τα πιο παλιά χρόνια, κυρίως, η κατασκευή του χαρταετού συγκινούσε και κινητοποιούσε τα μικρά παιδιά και τους γονείς τους που ξεδίπλωναν όλη τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους, και βέβαια την τεχνική, για να κατασκευάσουν τον πιο όμορφο, πιο εντυπωσιακό χαρταετό που θα πετάξει ψηλότερα από τους άλλους.
Άρωμα αυτής της εποχής μάς μεταφέρουν οι παρακάτω τρυφεροί στίχοι της σπουδαίας ποιήτριάς μας Ρίτας Μπούμη – Παπά που ανακαλύψαμε στην στήλη για παιδιά, του περιοδικού των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων «Πυρσός» (4/1962), που τυπωνόταν στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία.
Ο χαρταετός
Με χαρτί χρωματιστό
γόμμα, σπάγκο και καλάμι
δείτε το χαρταετό
με τα χέρια μου έχω κάμει!Ξετυλίγω την κλωστή
λίγο λίγο απ’ το κουβάρι
πώς με σέρνει, λες ζητεί
στα ουράνια να με πάρει!Δροσερό καθώς φυσά
τ’ αεράκι τ’ Απριλίου
τον πηγαίνει ως τα χρυσά
σκαλοπάτια του ηλίου!Ουρανέ μου μακρυνέ
σε φιλώ με τα ματάκια,
πόσο απέχεις όμως, ναι,
απ’ τα δυο μου τα χεράκια!Κι αν μ’ ενώνει μια κλωστή
με το γαλανό σου ατλάζι,
είναι τόσο, αχ, λεπτή,
που σε μια στιγμούλα σπάζει.
Σε άλλο τεύχος του ίδιου περιοδικού (2/1964) παρατίθενται οι στίχοι ανώνυμου ποιητή:
Ο Χαρταητός
Ένα μεγάλο χαρταητό
χάρισε ο θείος στον Τοτό!
Τώρα θα τον πετάξη.
Έχει πολύχρωμα φτερά
έχει μακριά-μακριάν ουρά.
Πόσο ψηλά θα φτάξη!
Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε το 1906 στη Σύρο και έφυγε από τη ζωή στις 8 του Σεπτέμβρη 1984. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori .
Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960).
Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933).
Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη… στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919).
Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων).
Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου.
Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. (Βιογραφικά στοιχεία από Εθνικό Κέντρο Βιβλίου).