Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι
Η θανάτωση ύστερ’ από καταδίκη είναι δυσανάλογα φριχτότερη απ’ το φόνο που διέπραξε ο ληστής. Εκείνον που τον σκοτώνουν οι ληστές, τον σφάζουν, τη νύχτα στο δάσος ή όπου αλλού, κι εκείνος το δίχως άλλο ελπίζει ακόμα πως θα σωθεί, το ελπίζει ως την πιο τελευταία στιγμή…δώ υπάρχει καταδίκη, κι ο τρομερός πόνος βρίσκεται ίσα – ίσα στο γεγονός πως το ξέρεις ότι είναι των αδυνάτων αδύνατο να την αποφύγεις…
Σαν σήμερα, στις 11 του Νοέμβρη 1821, γεννήθηκε στη Ρωσία ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
«Ο Ντοστογιέφσκι, γράφει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, ήταν καλλιτέχνης έντονα φιλοσοφικός. Αυτό το βλέπουμε στον τρόπο που χειρίζεται τα θέματά του. Στις βαθύτερες συναρτήσεις όπου καταλήγουν όλα όσα περνάνε από τα έργα του – τα πρόσωπα και τα περιστατικά. Αν βρεθούμε μπροστά σε μια σκέψη ή πράξη απροσδόκητη, είναι βέβαιο πως σε λίγο θ’ αντικρύσουμε ένα επίσης απροσδόκητο πρόσωπο. Εκείνο θα μας φέρει σε λίγο στον παράξενο κόσμο του, όπου βασιλεύουν αλλόκοτες ιδέες, με τις οποίες η πράξη που πρωταντικρύσαμε, το πρόσωπο που μας έφερε ως εδώ, συνδέονται αδιάρρηχτα, έχουν γεννηθεί από αυτές. Από την πράξη στο άτομο, από το άτομο στην ολέθρια ιδέα κι από εκείνη στην ολέθρια πηγή του κακού που είναι η έλλειψη της πίστης ή μάλλον η πίστη στην απιστία, ο αθεϊσμός. Αντίκρυ σ’ αυτήν κλιμακώνεται η άλλη ιεραρχία, ο θεός, η πίστη, η εκκλησία, η κοινωνία με τη δική της κλιμάκωση από τον τσάρο ως τον ταπεινό χριστιανό που υποφέρει καρτερικά τα πάθη του, ξέρει να συγχωρά, υποτάσσεται στη μοίρα του και μες τον πόνο βρίσκει τη λύτρωση…»
Μεταφέρουμε δυο αποσπάσματα από το περίφημο μυθιστόρημά του «Ο ηλίθιος», (μετάφραση από τα ρωσικά: Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2014), που έχουν σχεση με τη θανατική ποινή.
***
(…) – Χμ, χε! Στην Πετρούπολη μένατε πρώτα; (Όσο κι αν συγκρατιόταν ο λακές, δεν μπορούσε να μη δώσει συνέχεια σε μια τόσο καλοπροαίρετη και ευγενική συζήτηση).
– Στην Πετρούπολη; Σχεδόν καθόλου· μονάχα περαστικός έχω κάνει. Και πρώτα δεν ήξερα τίποτα από δω, τώρα όπως, ακούω υπάρχουν τόσα καινούργια πράγματα που κι όποιος ήξερε κάτι, αναγκάζεται να τα μαθαίνει απαρχής. Πολύς λόγος γίνεται τώρα για τα καινούργια δικαστήρια.
– Χμ! Τα δικαστήρια. Τα δικαστήρια είναι αλήθεια πως…είναι βέβαια δικαστήρια. Και δε μου λέτε, είναι πιο δίκαιοι εκεί στα δικαστήρια, ή όχι;
– Δεν ξέρω. Για τα δικά μας έχω ακούσει πολλά καλά λόγια. Να που καταργήθηκε και πάλι η θανατική ποινή στη χώρα μας.
– Εκεί τους θανατώνουν;
– Ναι. έχω δει στη Γαλλία, στη Λυών. Με είχε πάρει εκεί ο Σνάιντερ μαζί του.
– Τους κρεμάνε;
– Όχι, στη Γαλλία κόβουν τα κεφάλια.
– Και λοιπόν; Φωνάζει;
– Πού να προλάβει! Μέσα σε μια στιγμή. Τον ξαπλώνουν τον άνθρωπο και πέφτει ένα φαρδύ μαχαίρι απ’ τη μηχανή, γκιλοτίνα τη λένε, πέφτει βαριά, δυνατά…Το κεφάλι ξεπετιέται κομμένο πριν προλάβεις ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Οι προετοιμασίες είναι καταθλιπτικές. Όταν του αναγγέλλουν την καταδίκη, τον ετοιμάζουν, τον δένουν, όταν τον ανεβάζουν στο ικρίωμα, τότε είναι φριχτό! μαζεύεται κόσμος, ακόμα και γυναίκες, μόλο που εκεί δεν τους αρέσει να ’ρχονται να κοιτάνε γυναίκες.
– Δεν είναι δικιά τους δουλειά.
– Και βέβαια, φυσικά! Ένα τέτοιο μαρτύριο!…Ο εγκληματίας ήταν ένας έξυπνος, δυνατός, ατρόμητος άνθρωπος, περασμένος στα χρόνια. Λεγκρό τον λέγανε. Ε, λοιπόν σας το λέω κι αν θέλετε το πιστεύετε, όταν ανέβαινε στο ικρίωμα έκλαιγε, ήταν άσπρος σαν το χαρτί. Είναι ποτέ δυνατό; Δεν είναι φρίκη; Όχι πέστε μου, ποιος κλαίει από φόβο; Ως τα τότε νόμιζα πως από φόβο κλαίνε μονάχα τα παιδιά, νόμιζα πως είναι αδύνατο να κλάψει ένας άνδρας που δεν έκλαψε ποτέ του, ένας άνδρας σαράντα πέντε χρονώ. Τι θα πρέπει να γίνεται εκείνη τη στιγμή στην ψυχή του, μέχρι ποιο σημείο τρόμου τη σπρώχνουν; Είναι ύβρις εναντίον της ψυχής, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο! Οι εντολές λένε: «ου φονεύσεις», κι επειδή λοιπόν σκότωσε εκείνος, να τον σκοτώσουμε και μεις. Όχι, αυτό είναι απαράδεχτο. Έχει περάσει μήνας κιόλας που το είδα κι ως τώρα λες και το βλέπω μπρος στα μάτια μου. Κάπου πέντε φορές το’ χω δει στ’ όνειρό μου.
Ο πρίγκηπας ζωήρεψε μάλιστα καθώς μίλαγε, το χλομό του πρόσωπο κοκκίνισε ελαφριά, μόλο που η κουβέντα του ήταν ήρεμη σαν και πρώτα. Ο θαλαμηπόλος τον κοίταξε μ’ ενδιαφέρον και συμπάθεια, και θα ’λεγε κανείς πως είχε κρεμαστεί απ’ τα χείλη του· ίσως – ίσως να ’τανε κι αυτός άνθρωπος με φαντασία και να πάσκιζε που και που να σκεφτεί.
– Πάλι καλά που δεν υποφέρει πολύ σαν πέφτει το κεφάλι – παρατήρησε.
– Ξέρετε κάτι; – έκανε ζωηρά ο πρίγκηπας. – Και σεις επίσης το προσέξατε κι όλοι αυτό ακριβώς λένε, αυτό που είπατε εσείς, και τη μηχανή, τη γκιλοτίνα, γι’ αυτό τη σοφιστήκανε. Εμένα όμως, τότε ακόμα που το ’βλεπα, μου πέρασε μία σκέψη: κι αν αυτό ίσα ίσα είναι το χειρότερο; Σας φαίνεται γελοίο, σας φαίνεται παράλογο, μα αν κάνει κανείς μερικούς συλλογισμούς μπορεί να του καρφωθεί ακόμα και η σκέψη που σας είπα. Σκεφτείτε: ας πάρουμε λόγου χάρη τα βασανιστήρια· στην περίπτωση αυτή έχουμε το μαρτύριο, τις πληγές, το σωματικό πόνο και κατά συνέπεια όλ’ αυτά αποσπούν την προσοχή απ’ το ψυχικό μαρτύριο, έτσι που βασανίζεσαι μονάχα απ’ τις πληγές σου, μέχρι τη στιγμή που πεθαίνεις. Όμως ο κυριότερος, ο πιο δυνατός πόνος μπορεί να ’ναι το ότι ξέρεις πως στα σίγουρα, πως να, σε μια ώρα, ύστερα σε δέκα λεπτά, ύστερα σε μισό λεπτό, ύστερα τώρα, αμέσως, η ψυχή θα πετάξει απ’ το κορμί σου και θα πάψεις πια να ’σαι άνθρωπος και πως όλ’ αυτά είναι σίγουρα, το κυριότερο είναι που όλα αυτά θα γίνουν στα σίγουρα. Σαν βάζεις το κεφάλι σου κάτω απ’ το μαχαίρι και τ’ ακούς να γλιστράει πάνω απ’ το κεφάλι σου, αυτό ίσα – ίσα το τέταρτο του δευτερόλεπτου είναι το πιο φοβερό. Το ξέρετε τάχα πως αυτό δεν είναι δική μου φαντασία, μα το ’χουν πει και πολλοί άλλοι; Εγώ τόσο πολύ το πιστεύω, που θα σας πω ανοικτά τη γνώμη μου. Το να σκοτώνει κανείς ένα δολοφόνο η τιμωρία δυσανάλογα μεγαλύτερη απ’ το ίδιο το έγκλημα. Η θανάτωση ύστερ’ από καταδίκη είναι δυσανάλογα φριχτότερη απ’ το φόνο που διέπραξε ο ληστής. Εκείνον που τον σκοτώνουν οι ληστές, τον σφάζουν, τη νύχτα στο δάσος ή όπου αλλού, κι εκείνος το δίχως άλλο ελπίζει ακόμα πως θα σωθεί, το ελπίζει ως την πιο τελευταία στιγμή. Υπήρξαν παραδείγματα που του ’χαν κόψει κιόλας το λαρύγγι κι αυτός έλπιζε ακόμα, έτρεχε να σωθεί ή ικέτευε να τον αφήσουν. Εδώ όμως όλη αυτή την τελευταία ελπίδα, που σαν την έχεις σου είναι δέκα φορές πιο εύκολο να πεθάνεις, σου την στερούν στα σίγουρα· εδώ υπάρχει καταδίκη, κι ο τρομερός πόνος βρίσκεται ίσα – ίσα στο γεγονός πως το ξέρεις ότι είναι των αδυνάτων αδύνατο να την αποφύγεις· μεγαλύτερο μαρτύριο απ’ αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο. Φέρτε και βάλτε ένα φαντάρο μπροστά σ’ ένα κανόνι σε ώρα μάχης και ρίξτε του – αυτός όλο και θα ελπίζει ακόμα· μα αν του διαβάσετε αυτου του ίδιου του φαντάρου μια καταδίκη στα σίγουρα, θα τον δείτε να τρελαθεί ή να βάλει τα κλάματα. Ποιος είπε ότι η ανθρώπινη φύση μπορεί να το υποφέρει αυτό χωρίς να φτάσει στην τρέλα; Γιατί αυτή η ύβρις, η αισχρή, η άχρηστη, η άσκοπη ύβρις; Ίσως – ίσως να υπάρχει κάποιος άνθρωπος που του διαβάσανε την καταδίκη του, τον αφήσανε να υποφέρει το μαρτύριο κι ύστερα του είπανε: «Τράβα, σε συγχωρούμε». Ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε ίσως να μας τα ιστορήσει. Γι’ αυτό το μαρτύριο κι αυτή τη φρίκη μίλησε κι ο Χριστός· όχι, δεν έχουν το δικαίωμα να μεταχειρίζονται έτσι τον άνθρωπο!(…)
∞
(…) – …πραγματικά μου πέρασε η σκέψη, όταν μου ζητήσατε να σας βρω ένα θέμα για πίνακα, να σας δώσω το εξής θέμα: να ζωγραφίσετε το πρόσωπο του κατάδικου ένα λεπτό πριν πέσει το λεπίδι της γκιλοτίνας, όταν στέκεται ακόμα στο ικρίωμα, πριν ξαπλώσει σε κείνο το σανίδι.
– Το πρόσωπο; Μονάχα το πρόσωπο; – ρώτησε η Αδελαΐδα. – Παράξενο θέμα· και τι πίνακας θα ’ναι αυτός;
– Δεν ξέρω, μα γιατί όχι; – επέμενε με θέρμη ο πρίγκηπας. – Δεν πάει πολύς καιρός που είδα έναν τέτοιο πίνακα στη Βασιλεία. Θέλω πάρα πολύ να σας διηγηθώ…θα σας διηγηθώ καμιά φορά….μου ’κανε μεγάλη εντύπωση…
– Για τον πίνακα της Βασιλείας να μας πείτε το δίχως άλλο αργότερα! – είπε η Αδελαΐδα. – Τώρα όμως εξηγήστε μου τον πίνακα που μπορεί να φτιάξει κανείς απ’ αυτή την εκτέλεση. Μπορείτε να μου περιγράψετε πώς τον φαντάζεστε; Πώς ακριβώς να ζωγραφίσω αυτό το πρόσωπο; Έτσι σκέτο, μονάχο το πρόσωπο; Και τι πρόσωπο θα ’ναι λοιπόν αυτό;
– Θα ’ναι ένα λεπτό ακριβώς πριν απ’ το θάνατο – άρχισε με μεγάλη προθυμία ο πρίγκηπας, παρασυρμένος απ’ τις αναμνήσεις του και ξεχνώντας καθώς φαίνεται αμέσως όλα τ’ άλλα -, την ίδια ακριβώς στιγμή όταν ανέβηκε στη σκαλίτσα και μόλις πάτησε πάνω στο ικρίωμα. Τότε έριξε μια ματιά προς το μέρος μου. Εγώ κοίταξα το πρόσωπό του και τα κατάλαβα όλα…Μα πώς να τα περιγράψει κανείς όλ’ αυτά! Θα το ’θελα τρομερά, τρομερά θα το ’θελα να το ζωγραφίζατε εσείς ή κανένας άλλος! καλύτερα εσείς! Και τότε ακόμα, κείνη τη στιγμή, είχα σκεφτεί πως ένας τετοιος πίνακας θα ’ταν ωφέλιμος. Ξέρετε, εδώ θα πρέπει να τα παραστήσει όλα κανείς, όλα όσα έγιναν πριν – όλα, όλα. Ζούσε στη φυλακή και περίμενε πως η εκτέλεση θα γινόταν τουλάχιστον σε μια βδομάδα. Υπολόγιζε κι έλπιζε στη συνηθισμένη γραφειοκρατία, πως το χαρτί έπρεπε ακόμα κάπου να πάει και μονάχα σε μια βδομάδα θα ’βγαινε. Κι όμως, ξαφνικά, κάτι μεσολάβησε κι όλα έγιναν συντομότερα. Στις πέντε η ώρα το πρωί κοιμόταν. Ήταν κατά τα τέλη του Οκτώβρη· στις πέντε η ώρα είναι σκοτεινά ακόμα και κάνει κρύο. Μπήκε ο διευθυντής των φυλακών, νυχοπατώντας, με φρουρά, και τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο. Εκείνος ανασηκώθηκε, ακούμπησε στον αγκώνα του· βλέπει φως: «Τι συμβαίνει;»· «Στις δέκα θα γίνει η εκτέλεση». Έτσι αγουροξυπνημένος που ήταν, δεν το πίστεψε, άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις, να λέει πως το χαρτί θα βγει σε μια βδομάδα, μα σαν ξύπνησε εντελώς, έπαψε να φέρνει αντιρρήσεις και σώπασε- έτσι έλεγαν – κι ύστερα είπε: «Μα έτσι…έτσι…τόσο ξαφνικά…είναι δύσκολο», και ξανασώπασε και δε θέλησε πια να βγάλει λέξη. Εδώ μεσολαβούν τρεις – τέσσερις ώρες για τα γνωστά: ο παπάς, το πρόγευμα – τους δίνουν κρασί, κρέας και καφέ (τι ειρωνεία, ε, σαν ο σκεφτείς, τι σκληρό που είναι, μα, απ’ την άλλη μεριά, μα το Θεό, αυτοί οι αθώοι άνθρωποι το κάνουν από καλή καρδιά κι είναι σίγουροι πως δείχνουν ανθρωπισμό) -, ύστερα η τουαλέτα (ξέρετε τι είναι η τουαλέτα ενός κατάδικου;) και τέλος τον βάζουν σ’ ένα κάρο και τον περνούν μες απ’ την πολιτεία, για να τον πάνε ως το ικρίωμα…Νομίζω πως και δω επίσης του φαίνεται πως έχει ακόμα να ζήσει ατέλειωτα, όσο τον πάνε έτσι με το κάρο. Μου φαίνεται πως σίγουρα θα σκεφτόταν στο δρόμο και θα ’λεγε: «Έχω πολύν καιρό ακόμα, τρεις δρόμους, άμα τον περάσω αυτόν εδώ, θα μένει ο άλλος, ύστερα ο τρίτος, εκεί που είναι το ψωμάδικο δεξιά…Ου, έχουμε καιρό ακόμα ώσπου να φτάσουμε στο ψωμάδικο!». Γύρω του κόσμος, φωνές, φασαρία, κακό. Μυριάδες πρόσωπα, μυριάδες μάτια, όλ’ αυτά πρέπει να τα υποφέρει κανείς και, το κυριότερο, η σκέψη: «Να, αυτοί είναι δέκα χιλιάδες και κανέναν τους δεν εκτελούν, εμένα όμως μ’ εκτελούν!». Όλ’ αυτά λοιπόν είναι τα «προκαταρκτικά». Στο ικρίωμα οδηγεί μια σκαλίτσα. Εκεί, αυτός που λέω, μπροστά στη σκαλίτσα έβαλε ξάφνου τα κλάματα, κι όμως ήταν ένας δυνατός κι άτρομος άνθρωπος, στάθηκε λένε μεγάλος κακούργος. Μαζί του, όλη την ώρα ήταν ο παπάς, και στο κάρο μαζί του ήταν, όλη την ώρα τού μίλαγε – ζήτημα είναι αν ο άλλος τον άκουγε κι αν έδινε προσοχή ν’ ακούσει· απ’ την τρίτη κιόλας λέξη έπαυε να καταλαβαίνει. Έτσι θα πρέπει να ’ταν. Τελικά, άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκαλίτσα· στις περιπτώσεις αυτές τους έχουν δεμένα τα πόδια και γι’ αυτό τα βήματά τους είναι μικρά. Ο παπάς φαίνεται να ’ταν έξυπνος άνθρωπος κι έπαψε να μιλάει, μόνο του ’δινε συνεχώς να φιλήσει το σταυρό. Πριν πατήσει στη σκαλίτσα ήταν πολύ χλομός, μα σαν ανέβηκε και στάθηκε στο ικρίωμα, έγινε ξαφνικά άσπρος σα χαρτί, εντελώς άσπρος, σα χαρτί γραψίματος. Σίγουρα τα γόνατά του έτρεμαν και τα πόδια του ξυλιάζαν και του ’ρχόταν να κάνει εμετό, σάμπως κάτι να τον έσφιγγε στο λαρύγγι και του ’ρχόταν αναγούλα· το νιώσατε ποτέ σας αυτό, σε στιγμή τρόμου ή σε πολύ τρομερές στιγμές, όταν έχει κανείς όλο του το λογικό, μα δεν μπορεί πια να τον βοηθήσει σε τίποτα; Μου φαίνεται πως, αν λόγου χάρη πρόκειται να γίνει μια αναπότρεπτη καταστροφή, όταν γκρεμίζεται πάνω σας ένα σπίτι, τότε θα σας έρθει ξαφνικά η αβάσταχτη επιθυμία να καθίσετε, να κλείσετε τα μάτια και να περιμένετε – ας γίνει ό,τι γίνει! Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, όταν άρχιζε αυτή η αδυναμία, ο παπάς του ’βαζε αμέσως το σταυρό μπροστά στα χείλη του, βιαστικά, με μια γρήγορη κίνηση – καταλαβαίνετε; – χωρίς να λέει λέξη, ένα μικρό σταυρό, ασημένιο, με τέσσερις άκρες· τον έβαζε συχνά μπροστά στα χείλη του, κάθε λίγο και λιγάκι. Και μόλις ο σταυρός ακούμπαγε στα χείλη του, εκείνος άνοιγε τα μάτια και τα πόδια του περπάταγαν. Το σταυρό τον φίλαγε με απληστία, λες και βιαζόταν μην ξεχάσει ν’ αρπάξει κάτι για ρεζέρβα, για κάθε ενδεχόμενο, είναι ζήτημα όμως αν αισθανόταν εκείνη τη στιγμή τίποτα θρησκευτικό. Κι έτσι συνεχίστηκε ως τη σανίδα…Είναι παράξενο που σπάνια λιποθυμούν σ’ αυτά τα τελευταία δευτερόλεπτα. Απεναντίας, το κεφάλι ζει τρομερά και θα πρέπει να δουλεύει έντονα, έντονα, πολύ έντονα, σα μηχανή μ’ όλα της τα καζάνια· φαντάζομαι πως οι διάφορες σκέψεις όλο και χτυπούν σα σφυριές το μυαλό, όλες τους μισοτελειωμένες, ίσως – ίσως και γελοίες μάλιστα, κάτι σκέψεις εντελώς άσχετες: «Να, κείνος εκεί κοιτάει, έχει μια κρεατοελιά στο κούτελο, να του δήμιου το κάτω κουμπί έχει σκουριάσει…»· κι όμως, παρ’ όλ’ αυτά, όλα τα ξέρεις και τα καταλαβαίνεις· υπάρχει ένα σημείο που δεν μπορείς με κανέναν τρόπο να το ξεχάσεις κι είναι αδύνατο να λιποθυμήσεις, κι όλα τα πάντα γυρνούν και στριφογυρνούν γύρω απ’ αυτό το σημείο. Και να σκεφτεί κανείς πως αυτό συνεχίζεται ως το τελευταίο τέταρτο του δευτερόλεπτου, όταν πια το κεφάλι βρίσκεται στη λαιμητόμο και περιμένει και ξέρει και ξαφνικά ακούει από πάνω του να γλιστράει το σίδερο! Αυτό, το δίχως άλλο, θα τ’ ακούσεις! Εγώ αν ήμουν εκεί ξαπλωμένος, θα ’στηνα επίτηδες τ’ αυτί μου και θα τ’ άκουγα! Ίσως να μην περνάει παραπάνω από ένα δέκατο δευτερολέπτου, μα είναι αδύνατο να μην τ’ ακούσεις! Και, φανταστείτε , ως τα σήμερα ακόμα το συζητούν και λένε πως, ίσως – ίσως, κι όταν ακόμα πέσει κομμένο το κεφάλι, και τότε ακόμα, για ένα δευτερόλεπτο, ίσως να το ξέρει πως είναι κομμένο – τι κάθονται και σκέφτονται! Κι αν είναι πέντε τα δευτερόλεπτα; Ζωγραφίστε το ικρίωμα έτσι που να φαίνεται καθαρά και κοντά, μονάχα το τελευταίο σκαλοπάτι· ο κατάδικος έχει πατήσει πάνω του· φτιάξτε το κεφάλι, το πρόσωπο άσπρο σαν χαρτί, τον παπά ν’ απλώνει το χέρι του με το σταυρό· εκείνος τεντώνει άπληστα τα μελανιασμένα του χείλη και κοιτάζει και όλα τα ξέρει. Ο σταυρός και το κεφάλι, να ο πίνακας. Το πρόσωπο του παπά, του δήμιου, των δύο βοηθών του και μερικά κεφάλια και μάτια από κάτω – όλ’ αυτά μπορεί να τα ζωγραφίσει κανείς σα να βρίσκονταν στο τρίτο πλάνο, μέσα στην ομίχλη, για φόντο…Αυτός είναι ο πίνακας που εννούσα.