Άθλιο rebranding
Η χώρα ξεκίνησε ως έθνος – κράτος προτεκτοράτο, και 200 χρόνια μετά πρέπει να παραμείνει τέτοιο.
Η κεντρική απόφαση της κυβέρνησης να επιχειρηθεί, μα εκούσια, μα με το ζόρι για όσους δεν την ψήφισαν, rebranding (επανατοποθέτηση στην αγορά και επαναπροσδιορισμός ενός εμπορικού ή εταιρικού σήματος) της χώρας μας, για την ακρίβεια του ονόματος της χώρας μας, έχει ληφθεί, θυμίζω, προ πανδημίας. Δεν της δώσαμε σημασία, όση κατά τη γνώμη μου έπρεπε, γιατί έμοιαζε κάτι ανάμεσα σε επικοινωνιακό τρικ και σλόγκαν προσέλκυσης τουριστών. Οι οποίοι είχαν φάει αρκετό καιρό στη μάπα εκείνο το αλήστου μνήμης «ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα», που κατέληξε σε μαζικούς γάμους στα μπαλκόνια της Σαντορίνης, με φόντο την Καλντέρα.
Ύστερα ήρθε η ρήση της Προέδρου της Δημοκρατίας περί Νέου Πατριωτισμού, που επιδέχεται ανατριχιαστικά πολλές ερμηνείες, περισσότερες ίσως για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση, από όσες έδωσε ο καθένας κατά το δοκούν, πολιτικά, ιδεολογικά, ή και κυρίως συμφεροντολογικά, και καθόλου ανιδιοτελώς στην ΠΑΣΟΚική σλογκανάρα, Αλλαγή…
Η τελετουργία της επίσημης έναρξης των εορτασμών, μεσούσης της πανδημίας, για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, που περιλάμβανε από το τυπικό της ουσίας της συγκίνησης, όπως ο εθνικός ύμνος στην Ακρόπολη και η κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο, έως τον κολοφώνα του marketing, που κατέληξε σε αγιογράφηση των «προστάτιδων δυνάμεων» και τη φουστανέλα σε τσάντα – πουγκί, ήρθε να καταδείξει την ανάγκη μελέτης σε βάθος αυτής της απόπειρας rebranding του τόπου μας.
Ανάγκη που θα κινήσει την Ιστορία, όπως άλλωστε πάντα συμβαίνει. Γιατί πέραν του γεγονότος ότι η πανδημία αφαίρεσε πρακτικά τη δυνατότητα κάθε αυθόρμητης ή κι από τα κάτω λαϊκά οργανωμένης εκδήλωσης ενός μεγάλου εορτασμού, σε κάθε σπίτι ή γειτονιά, αποκαλύφθηκε σε όλο της τον κυνισμό η ουσία μιας εξοντωτικής, ισοπεδωτικής και αυταρχικής πορείας προς το μέλλον.
Πιο απλά, η χώρα ξεκίνησε ως έθνος – κράτος προτεκτοράτο, και 200 χρόνια μετά πρέπει να παραμείνει τέτοιο. Με τη διαφορά, καλοπλασαρισμένη μάλιστα, ότι γι’ αυτό παρέχει ο λαός τη συναίνεσή του. Δηλαδή περίπου όπως λέμε συναινετικός βιασμός. Οι προστάτες βαφτίζονται σύμμαχοι. Οι σύγχρονες συμμαχίες προθύμων ή και απροθύμων αστικών τάξεων, στη στενή κι ευρύτερη γειτονιά μας, ονοματίζονται αντί για λυκοφωλιές συμφερόντων και φιδοφωλιές εκμεταλλευτών, σαλόνια ισχυρών. Σ’ αυτά θα καλούμαστε, πότε ως τιμημένοι φτωχοί συγγενείς και πότε ως χρήσιμοι ηλίθιοι μεταπράττες συμφερόντων, και υπηρέτες με λιβρέα, αλλά ακριβοκεντημένη σαν ντουλαμά. Άσε που με κάθε ευκαιρία σ’ αυτούς τους νέους ευρωΝΑΤΟικούς και νεοαποικιακούς ιμπεριαλιστές, όχι απλώς πρέπει να χρωστάμε, αλλά να βουτάμε περήφανα στο Ζάλογγο των συμφερόντων τους. Πότε δίνοντας για καθρεφτάκια αντιπαροχή λιμάνια, δρόμους, ακτές, γέφυρες, βουνά, γη και ύδωρ, και πότε δανεικά κι αγύριστα, νιάτα με γερά κι ωραία μυαλά, και κυρίως την ιστορία των αγώνων μας, διακόσια χρόνια για μια καλύτερη ζωή ως τοποθεσία χαριτωμένων επενδύσεων, επειδή φέρνει κάτι από εξωτισμό στη στεγνή Δύση.
Κοντολογίς βαράω συναγερμό. Γιατί θαρρώ ότι για να επανατοποθετήσεις μια χώρα ως εμπορικό σήμα, τη θεωρείς, και ταξικά και προσωπικά, τσιφλίκι σου, χωράφι σου, και τους πολίτες εξαντλημένους από μνημόνια και πανδημίες, έμψυχη οικοσκευή που δεν μπορεί να αντιδράσει. Έχω δυο φράσεις, κρατημένες από την επετειακή επικαιρότητα, ως επιχειρήματα κι ας με αναγουλιάζουν. Κι οι δύο εκστομίστηκαν πάνω στο αεροπλανοφόρο «Αϊζενχάουερ» στη Σούδα. Η πρώτη εκ στόματος πρέσβη Πάιατ. Ο οποίος είπε ότι η Σούδα είναι «το πετράδι του αμερικανικού στέμματος»!… Κανένα κανάλι δεν το μετέφρασε επακριβώς. Η δεύτερη είναι εκ στόματος πρωθυπουργού, που χαριεντιζόμενος με τον καπετάνιο του θηριώδους πλοίου, του λέει «ξέρετε, το σπίτι μου είναι εδώ λίγο παρακάτω, πολύ κοντά απέναντι…», σαν γειτονόπουλο που πήγε στο σπίτι του άρχοντα, επιτρεπομένης της εισόδου.
Πέρασαν ήδη μερικές μέρες από την 25η Μάρτη του 2021. Σηκώνουμε μανίκια και πιάνουμε δουλειά, αλλά κυρίως το νου και την ψυχή μας. Όπως έκανε, και τη διαλέγω συμβολικά για μια συλλογικά εξαιρετική δουλειά, λόγου χάρη η Εύα Φάμπα, συνθέτοντας πρωτότυπη μουσική για το εξαιρετικό δικό μας 1821, με τη μορφή οπτικοακουστικής παραγωγής. Όσοι δεν το είδατε ακόμα, χάνετε, και όσοι δεν το διαδώσετε, ίσως έχετε ευθύνη γι’ αυτό το άθλιο rebranding, κι όχι ροκ του μέλλοντός μας.
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 27-28/3/2021