Το διήγημα της Πέμπτης: «Το ημερολόγιο ενός τρελού» του Νικολάι Γκόγκολ
Τι πανούργο πλάσμα που είναι η γυναίκα! Τώρα μόλις κατάλαβα τι θα πει γυναίκα. Μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε μάθει με ποιον είναι ερωτευμένη. Εγώ πρώτος το ανακάλυψα. Η γυναίκα είναι ερωτευμένη με το διάβολο!
Ο σπουδαίος δραματουργός – συγγραφέας Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ γεννήθηκε την 1η του Απρίλη 1809. Καταγόταν από οικογένεια μικρογαιοκτημόνων. Ο πατέρας του ήταν διανοούμενος και είχε γράψει κωμωδίες στην ουκρανική γλώσσα.
Μαθητής γυμνασίου διακρίθηκε για τη σαρκαστική του γλώσσα, τα πεζά και τα ποιήματα που δημοσίευσε σ’ ένα περιοδικό και την κωμική σκιαγράφηση των χαρακτήρων που παρουσίαζε σε θεατρικές παραστάσεις.
Στα 1831, στην Πετρούπολη γνώρισε τον Πούσκιν, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Γκόγκολ ως συγγραφέα.
Στα διηγήματά του περιγράφει με ζωντανή γλώσσα την επαρχιακή ζωή της Ρωσίας. Τα ανώτερα ιδανικά που παρουσίαζε ο Γκόγκολ στα έργα του ήλθαν σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και γι’ αυτό συχνά δέχτηκε αρνητική κριτική και σφοδρές επιθέσεις.
Έφυγε από τη ζωή στις 4 του Μάρτη 1852, στη Μόσχα.
“«Το Ημερολόγιο ενός τρελού» είναι το μόνο έργο του Γκόγκολ που είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, τονίζοντας έτσι την επιθυμία του συγγραφέα να έχει ο αναγνώστης την εμπειρία της ψυχικής αποδιοργάνωσης του ήρωα της ιστορίας από πρώτο χέρι, χωρίς την απάλυνση της σκληρής πραγματικότητας μέσω του λόγου ενός εξωτερικού αφηγητή. Η μορφή αυτή επιτρέπει στον αναγνώστη να δει την ψυχική κατάρρευση βήμα προς βήμα και όχι την προβολή του από το εξωτερικό. Το τοπίο της αφήγησης της ιστορίας είναι πλήρως ελεγχόμενο από τη σχιζοφρενική φωνή του ήρωα της ιστορίας, που βυθίζει έτσι πλήρως τον αναγνώστη σε όλες τις αντιφάσεις της ψυχικά διαστρεβλωμένης ματιάς του.
Η ιστορία αυτή του Γκόγκολ βασίστηκε σε ένα μεγάλο βαθμό σε άρθρα εφημερίδων που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες της εποχής του για τους τρόφιμους των ψυχιατρικών ασύλων, και αποτελεί μία από τις πρώτες περιγραφές της σχιζοφρένειας έχει αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για ερευνητές και ψυχιάτρους που μελετούν την ιστορία της θεραπείας της ψυχικής ασθένειας πριν από τη σύγχρονη εποχή.” (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Ημερολόγιο ενός τρελού» του Νικολάι Γκόγκολ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ερατώ», σε μετάφραση Ελένης Μπακοπούλου).
Ο Αυξέντιος Ιβάνοβιτς Ποπρίτσιν, δημόσιος υπάλληλος, ακροβατεί μεταξύ λογικής και τρέλας όταν διαπιστώνει ότι διαψεύδονται όλες οι προσδοκίες του και βυθίζεται σταδιακά σε ένα μεγαλομανιακό παραλήρημα, για να καταλήξει στο φρενοκομείο. Σύμπτωση ή όχι, ο Γκόγκολ, ονειρευόταν να σταδιοδρομήσει ως ανώτερος δημόσιος υπάλληλος και να προκόψει στα νομικά, αλλά το γραφειοκρατικό περιβάλλον τον ανάγκασε να παραιτηθεί από το σκοπό του και σιγά – σιγά τον κέρδισε η λογοτεχνία…
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το «Ημερολόγιο ενός Τρελού», που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (Σάββατο 15 Αυγούστου 2009 – Κυριακή 16 Αυγούστου 2009), χωρίς αναφορά σε έκδοση-μεταφραστή.
Το ημερολόγιο ενός τρελού
(απόσπασμα)
του Νικολάι Γκόγκολ(…) Έτος 2000, ημερομηνία: 43 Απριλίου
Η σημερινή μέρα είναι μέρα θριάμβου! Στην Ισπανία υπάρχει βασιλιάς. Βρέθηκε. Αυτός ο βασιλιάς είμαι εγώ! Το έμαθα μόλις σήμερα. Ομολογώ πως νιώθω σαν να με φώτισε ένας κεραυνός. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορούσα να φαντάζομαι και να πιστεύω πως είμαι γραφιάς. Πώς μπόρεσε και μου μπήκε μια τόσο παλαβή, παρανοϊκή ιδέα; Καλά που δεν το κατάλαβε κανείς, να με κλείσει σε φρενοκομείο. Τώρα τα πάντα αποκαλύφθηκαν μπροστά μου. Τα βλέπω τώρα ολοκάθαρα, ενώ πριν, δεν καταλαβαίνω πώς, πριν όλα τα έβλεπα μπροστά μου σαν τυλιγμένα σε μια καταχνιά. Κι όλα αυτά γίνονται, πιστεύω, γιατί οι άνθρωποι νομίζουν πως το ανθρώπινο μυαλό βρίσκεται μέσα στο κεφάλι. Δεν είναι καθόλου έτσι: το φέρνει ο αέρας από τη μεριά της Κασπίας θάλασσας.
Πρώτα ανήγγειλα στη Μαύρα ποιος είμαι. Όταν εκείνη άκουσε πως μπροστά της στεκόταν ο βασιλιάς της Ισπανίας, σήκωσε τα χέρια και μόνο που δεν πέθανε από τον τρόμο της. Αυτή, η ανόητη, δεν είχε δει ποτέ το βασιλιά της Ισπανίας. Εγώ, όμως, προσπάθησα να την καθησυχάσω και με λόγια σπλαχνικά προσπάθησα να τη διαβεβαιώσω για την καλή μου διάθεση απέναντί της, λέγοντάς της πως δεν της είμαι καθόλου θυμωμένος που καμιά φορά μού γυάλιζε άσχημα τις μπότες μου. Εδώ που τα λέμε, είναι άνθρωπος αμόρφωτος. Με τέτοιους δεν μπορείς να συζητήσεις για υψηλά θέματα. Εκείνη τρόμαξε, γιατί ήταν σίγουρη πως όλοι οι βασιλιάδες της Ισπανίας μοιάζουν με το Φίλιππο το Β’. Της εξήγησα όμως πως ανάμεσα σε μένα και στον Φίλιππο το Β’ δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα και πως δεν έχω ούτε έναν καπουτσίνο καλόγηρο… Δεν πήγα στο γραφείο… Άσ’ το να πάει στο διάολο! Όχι, φίλοι μου, δε θα με δελεάσετε να ξαναπάω εκεί. Δεν πρόκειται να ξαναντιγράψω τα σιχαμένα έγγραφά σας.
86 Μαρτοκτωβρίου. Μεταξύ μέρας και νύχτας.
Σήμερα ήρθε ο κλητήρας μας, για να με αναγκάσει να πάω στο γραφείο, γιατί έχουν περάσει τρεις εβδομάδες που δεν πάτησα στην υπηρεσία μου. Οι άνθρωποι είναι άδικοι, μετρούν με εβδομάδες. Αυτό το εφάρμοσαν οι Εβραίοι, γιατί ο ραβίνος τους πλένεται αυτήν την ώρα. Πήγα στο γραφείο, έτσι, για αστείο. Ο τμηματάρχης νόμιζε πως θα τον χαιρετούσα και θα του ζητούσα συγγνώμη, μα εγώ τον κοίταξα αδιάφορα, ούτε πολύ θυμωμένα ούτε και πολύ καλοσυνάτα, και κάθισα στη θέση μου σαν να μην είχα δει κανέναν. Κοίταζα το συρφετό του γραφείου και σκεφτόμουν: «Αν ξέρατε ποιος κάθεται ανάμεσά σας… θεέ και Κύριε! Τι φασαρία θα κάνατε τότε! Ακόμη και ο ίδιος ο τμηματάρχης θα υποκλινόταν τότε μπροστά μου μέχρι χάμω, όπως υποκλίνεται τώρα μπροστά στο Διευθυντή».
Μπροστά μου έβαλαν κάτι έγγραφα, για να βγάλω μια περίληψη απ’ αυτά. Μα εγώ ούτε που τα άγγιξα. Σε λίγα λεπτά όλοι τους άρχισαν να τρέχουν πάνω κάτω. Είπαν πως ερχόταν ο Διευθυντής. Πολλοί υπάλληλοι έτρεξαν να του κόψουν το δρόμο, για να παρουσιαστούν μπροστά του. Εγώ όμως δεν κουνήθηκα από τη θέση μου. Όταν περνούσε από το τμήμα μας, όλοι κούμπωσαν τα κουμπιά των φράκων τους, εγώ όμως δεν έκανα τίποτα. Και τι σαν είναι Διευθυντής; Να σηκωθώ όρθιος μπροστά του; Ποτέ! Τι σόι Διευθυντής είναι; Είναι φελλός κι όχι Διευθυντής. Ένας συνηθισμένος φελλός, ένας κοινός φελλός και τίποτα παραπάνω. Φελλός από κείνους που βουλώνουν τα μπουκάλια.
Πιο αστείο απ’ όλα μου φάνηκε, όταν μου έδωσαν ένα χαρτί, για να το υπογράψω. Νόμιζαν πως θα γράψω στην άκρη άκρη του φύλλου: Γραφεύς Α τάδε… Αμ πώς και ντε! Υπέγραψα στο πιο κεντρικό σημείο, εκεί όπου υπογράφει ο Διευθυντής της Υπηρεσίας: «Φερδινάνδος Ζ’». Θα έπρεπε να δει κανείς τι σιωπή γεμάτη δέος ακολούθησε, μα εγώ κούνησα μόνο το χέρι μου λέγοντάς τους:
– Δε χρειάζεται να δείξετε την υποταγή σας!
Και βγήκα. Από κει πήγα κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα του Διευθυντή. Δεν ήταν στο σπίτι. Ο λακές δεν ήθελε να μ’ αφήσει να περάσω, μα του είπα τέτοια λόγια, που δεν ήξερε τι να κάνει. Πήγα κατ’ ευθείαν στο μπουντουάρ. Εκείνη καθόταν μπροστά στον καθρέφτη, πετάχτηκε όρθια και βλέποντάς με έκανε πίσω. Δεν της είπα όμως πως είμαι ο βασιλιάς της Ισπανίας. Της είπα μονάχα πως την περιμένει μια τέτοια ευτυχία, που ούτε μπορεί να τη φανταστεί και πως, παρ’ όλες τις ραδιουργίες των εχθρών μας, θα ενωθούμε.
Δε θέλησα να πω τίποτα άλλο και βγήκα. Τι πανούργο πλάσμα που είναι η γυναίκα! Τώρα μόλις κατάλαβα τι θα πει γυναίκα. Μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε μάθει με ποιον είναι ερωτευμένη. Εγώ πρώτος το ανακάλυψα. Η γυναίκα είναι ερωτευμένη με το διάβολο! Μάλιστα, χωρίς αστεία. Οι φυσιοδίφες γράφουν ανοησίες, λέγοντας πως αυτή τούτο και αυτή εκείνο. Αυτή αγαπάει μόνο το διάβολο! Τη βλέπετε εκεί, στα πρώτα θεωρεία, να σηκώνει το φασαμέν της; Νομίζετε πως κοιτάζει εκείνο το χοντρό με το παράσημο στο στήθος; Κάθε άλλο, κοιτάζει το διάβολο που στέκεται πίσω από την πλάτη του. Να τος που κρύφτηκε μέσα στο φράκο του χοντρού. Δείτε τον που της κάνει νόημα από κει με το δάχτυλο. Κι εκείνη θα τον παντρευτεί, θα τον παντρευτεί! Και εκείνοι εκεί, παιδιά σεβαστών πατεράδων, όλοι αυτοί που στριφογυρίζουν απ’ όλες τις πλευρές και προσπαθούν να χωθούν στη βασιλική αυλή και λένε πως είναι πατριώτες και πως είναι τούτο και κείνο: εισοδήματα, εισοδήματα είναι το μόνο που θέλουν αυτοί οι πατριώτες! θα πουλήσουν μάνα, πατέρα και θεό για τα λεφτά. Είναι φιλόδοξοι, είναι Ιούδες. Όλα αυτά είναι φιλοδοξίες, γιατί κάτω από τη γλώσσα υπάρχει ένα μικρούτσικο μπουκαλάκι και μέσα του βρίσκεται ένας σκούληκας στο μέγεθος καρφιτσοκεφαλής και όλα αυτά τα σκαρώνει κάποιος κουρέας που κάθεται στην οδό Γκορόχοβαγια. Δε θυμάμαι πως τον λένε, μα είναι πασίγνωστο πως αυτός, μαζί με κάποια μαμή, θέλει να διαδώσει το Μωαμεθανισμό σ’ όλο τον κόσμο και λένε πως γι’ αυτό ο περισσότερος κόσμος στη Γαλλία αναγνωρίζει τη θρησκεία του Μωάμεθ. (…)
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.