Η γυναικούλα απ’ το Gavirate και κάποιοι άλλοι…
Το σπορ αυτό δεν αφορά μόνο τις «γυναικούλες» σαν αυτές του Γκαβιράτε, που πρωταγωνιστούν στο διήγημα του Ροντάρι, αλλά γενικά τους ανθρώπους μιας κοινωνίας, ασχέτως ηλικίας, κοινωνικής τάξης και «μορφωτικού» επιπέδου. Μάλιστα, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει όχι μόνο και όχι τόσο τις γυναίκες αλλά περισσότερο τους άντρες…
Το παρακάτω μικρό διήγημα με τίτλο «La donnina che contava gli starnuti» («Η γυναικούλα που μετρούσε τα φτερνίσματα») γράφτηκε από τον διάσημο ιταλό συγγραφέα Gianni Rodari [1]:
Κάποτε, στο Γκαβιράτε, ζούσε μια γυναικούλα που περνούσε τις ημέρες της μετρώντας τα φτερνίσματα των άλλων και στη συνέχεια ανακοίνωνε τ’ αποτελέσματα των υπολογισμών της στις φίλες της και όλες μαζί έκαναν γι’ αυτά πολλά κουτσομπολιά.
«Ο φαρμακοποιός έκανε επτά», έλεγε η γυναικούλα.
«Αδύνατον!»
«Ορκίζομαι να μου πέσει η μύτη μου αν λέω ψέματα· τα έκανε πέντε λεπτά πριν από το μεσημέρι».Κουτσομπόλευαν, κουτσομπόλευαν και στο τέλος κατέληγαν ότι ο φαρμακοποιός νόθευε με νερό το καστορέλαιο.
«Ο παπάς έκανε δεκατέσσερα», έλεγε η γυναικούλα, αναψοκοκκινισμένη από την ταραχή της.
«Μήπως κάνεις λάθος;»
«Να μού πέσει η μύτη αν έκανε ένα λιγότερο».
«Μα, πώς έχει καταντήσει ο κόσμος!»
Έλεγαν και ξανάλεγαν, και στο τέλος κατέληγαν ότι ο εφημέριος έβαζε πάρα πολύ λάδι στη σαλάτα.
Κάποια φορά η γυναικούλα και οι φίλες της, κι ήταν παραπάνω από εφτά, στήθηκαν κάτω από τα παράθυρα του κυρίου Ντέλιο για να κατασκοπεύσουν. Αλλά ο κύριος Ντέλιο δεν φταρνίστηκε καθόλου, γιατί δεν είχε ρουφήξει καπνό κι ούτε είχε συναχωθεί.
«Ούτε ένα φτέρνισμα», είπε η γυναικούλα. «Εδώ κάτι ύποπτο συμβαίνει».
«Αναμφιβόλως», είπαν οι φίλες της.
Ο κύριος Ντέλιο τις άκουσε, έβαλε μια καλή χούφτα πιπέρι στον ψεκαστήρα τού εντομοκτόνου και χωρίς να γίνει αντιληπτός το ψέκασε πάνω σ’ εκείνες τις κουτσομπόλες που είχαν στηθεί κάτω από το περβάζι του παραθύρου του.
«Αψού!» έκανε η γυναικούλα.
«Αψού! Αψού!» έκαναν οι φίλες της. Και δώστου όλες μαζί να κάνουν το ’να φτέρνισμα μετά το άλλο.
«Εγώ έκανα τα περισσότερα», είπε η γυναικούλα.
«Εμείς τα κάναμε», διαμαρτυρήθηκαν οι φίλες της. Και πιάστηκαν από τα μαλλιά, έριξαν γερό ξύλο η μια στην άλλη, έσκισαν τα ρούχα τους κι έχασε η καθεμιά τους από ένα δόντι.
Μετά από αυτά η γυναικούλα έπαψε να μιλάει πια με τις φίλες της, αγόρασε ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι, κυκλοφορούσε εντελώς μόνη και , για κάθε φτέρνισμα που άκουγε, σημείωνε ένα σταυρό.
Όταν πέθανε, βρήκαν αυτό το σημειωματάριο γεμάτο σταυρούς και είπαν «κοίτα, πρέπει να έχει σημειώσει όλες τις καλές της πράξεις. Μα πάρα πολλές έκανε! Αν δεν πάει αυτή στον Παράδεισο, τότε δεν πρόκειται να πάει ποτέ κανένας άλλος».
***
Σίγουρα στις μικρές πόλεις το φαινόμενο του κουτσομπολιού που σατιρίζει ο Ροντάρι στο συγκεκριμένο διήγημα εμφανίζεται πιο έντονο. Θα ήταν, όμως, μάλλον αυθαίρετο να αποδώσει κανείς τις αιτίες της συκοφαντίας, του κουτσομπολιού και της κακολογίας γενικότερα στο μικρό μέγεθος κάποιας κοινότητας σαν του Gavirate ή, ακόμα χειρότερα, να το θεωρήσει σαν αποκλειστικά ιταλικό φαινόμενο, αν σκεφτεί ότι αυτό χαρακτηρίζει επίσης και τις ελληνικές κοινότητες αλλά ακόμα και τις κοινωνίες μεγάλων ελληνικών πόλεων. Η ρίζα αυτού του φαινομένου, όπως τόσων άλλων, βρίσκεται, σε τελική ανάλυση, στην αντίθεση των συμφερόντων που ενυπάρχουν και διέπουν τις κοινωνικές σχέσεις των ατόμων αυτής της κοινωνίας, η οποία γεννά την εχθρότητα του καθενός απέναντι στους άλλους και οδηγεί στην προσπάθεια απαξίωσής τους. Μια μορφή καλυμμένης επιθετικότητας και κοινωνικού πολέμου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πλήθος τηλεοπτικών εκπομπών, εφημερίδων και γενικότερα μέσων μαζικής ενημέρωσης κατακλύζονται από τέτοια θέματα κι ότι τις παρακολουθούν αντίστοιχα πλήθη ακροατών και αναγνωστών εθισμένων σε τέτοια ακροάματα και αναγνώσματα. Και τι να πει κανείς για το επίπεδο της αστικής πολιτικής που κάθε τόσο προβάλλει και κυριαρχείται από προσωπικές συκοφαντικές και κουτσομπολίστικες επιθέσεις τέτοιου τύπου και χειρότερου ακόμα.
Το δεύτερο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως το σπορ αυτό δεν αφορά μόνο τις «γυναικούλες» σαν αυτές του Γκαβιράτε, που πρωταγωνιστούν στο παραπάνω διήγημα του Ροντάρι, αλλά γενικά τους ανθρώπους μιας κοινωνίας, ασχέτως ηλικίας, κοινωνικής τάξης και «μορφωτικού» επιπέδου. Μάλιστα, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει όχι μόνο και όχι τόσο τις γυναίκες αλλά περισσότερο τους άντρες, οι οποίοι είναι φανατικότεροι στο να συκοφαντούν, να κακολογούν και να κουτσομπολεύουν αδιακρίτως τους άλλους. Ίσως γιατί σ’ αυτή την πατριαρχική κοινωνία αυτοί είναι κυρίως που αντιμάχονται στο οικονομικό πεδίο αλλά και στα άλλα επίπεδα της καπιταλιστικής κοινωνικής δομής για τις καριέρες τους, τα εν γένει προσωπικά τους συμφέροντα και «για την οικογένειά» τους. Το κακό, όμως, είναι ότι βρίσκεται κανείς, ακόμα κι αν δεν το θέλει, στο ρόλο του ακροατή κακόβουλων και συχνά συκοφαντικών σχολίων ακόμα και εκεί που δεν το περιμένει, όπως σε κάποια, υποτίθεται, αριστερά περιβάλλοντα, ίσως γιατί κανείς που μεγαλώνει σε μια τέτοια κοινωνία δεν μένει αλώβητος από τα αστικά χαρακτηριστικά και τις αστικές της συνήθειες. Ο καπιταλισμός δεν κυριαρχεί μόνο στις οικονομικές σχέσεις αλλά και στους χαρακτήρες, στις συμπεριφορές και στα μυαλά των ανθρώπων.
Με απέχθεια άκουγα τις απροσδόκητες «εκμυστηρεύσεις» κάποιων στελεχών αριστερών κομμάτων και υψηλών «μορφωτικών» προδιαγραφών ενάντια σε στενούς τους φίλους και συντρόφους και ενάντια σε συνυποψήφιές τους και «συντρόφισσες» του ιδίου κόμματος. Δεν τηρούσαν καν τα προσχήματα, αλλά ξεκινούσαν τα κουτσομπολιά τους, θεωρώντας σαν αυτονόητη την υποχρέωσή σου ν’ ακούσεις αυτά που θα σου ανακοίνωναν, τα οποία, μάλιστα, ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετα και συκοφαντικά. Δυστυχώς το φαινόμενο αγγίζει τέτοια ποσοστά, που αν όλοι αυτοί και αυτές ψήφιζαν με βάση αυτό και μόνο το κοινό τους χαρακτηριστικό, το κόμμα των συκοφαντών και των κουτσομπόληδων θα κέρδιζε την απόλυτη πλειοψηφία. Κι ίσως, από μιαν άποψη, κάτι τέτοιο συμβαίνει, γιατί δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτό το άθλημα διαπρέπουν κατ’ εξοχήν οι δεξιοί πολιτικοί, οι περισσότερες αστικές εφημερίδες, οι αναμεταδότες των συκοφαντιών και οι οπαδοί τους. Ας θυμηθεί κανείς μονάχα τις αντικομμουνιστικές τους συκοφαντίες που κυριαρχούν και κυριάρχησαν στα κείμενα και στα λόγια τους σε ολόκληρη την σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Περαιτέρω, το φαινόμενο δεν φαίνεται να αφορά μόνο κοινωνίες σαν την ιταλική και την ελληνική, αλλά χαρακτηρίζει και τις ιστορικά προηγούμενες ταξικές κοινωνίες καθώς και πολλές άλλες σύγχρονες και «πολιτισμένες», στις οποίες κάποιοι καλλιτέχνες φρόντισαν να ασκήσουν την κριτική τους μέσα από γλυπτά, πίνακες, φωτογραφίες, κινηματογραφικά πλάνα, καρικατούρες…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] O Giovanni [«Gianni»] Francesco Rodari (Τζάνι Ροντάρι) (23 Οκτωβρίου 1920 – 14 Απριλίου 1980) ήταν Ιταλός κομμουνιστής, συγγραφέας και δημοσιογράφος, διάσημος κυρίως για τα έργα του της παιδικής λογοτεχνίας, θεωρούμενος ως ο πιο σημαντικός παιδικός συγγραφέας του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στην Omegna , μια μικρή πόλη στη λίμνη Orta στη βόρεια Ιταλία, αλλά όταν ήταν οκτώ ετών πέθανε ο πατέρας του και αναγκάστηκε να μετοικίσει στο Gavirate (Γκαβιράτε), όπου και απέκτησε την άδεια του δασκάλου.
Το διήγημα που επέλεξα να μεταφράσω, το βρίσκει κανείς σε δυο εκδόσεις: στο πρωτότυπο, RODARI Gianni, (1962, 1971, 1983), La donnina che contava gli starnuti, στο Favole al telefono, Giulio Einaudi: Torino, σελ. 14-15, και σε μια εξαίρετη απόδοσή του στα ελληνικά: ΡΟΝΤΑΡΙ Τζάνι, (2009), Η κυρούλα που μετρούσε τα φταρνίσματα, στο Παραμύθια από το τηλέφωνο, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Μεταίχμιο: Αθήνα σελ.25-26.