Γκενοσίντ – Η συνταραχτικότερη λέξη στο λεξιλόγιο των Αρμενίων…
Μπορεί να μην ξέρει ο Αρμένιος και δεν ρωτά να μάθει πού τη βρήκαν και του την έφεραν, τούρκικη είναι, ελληνική, φράγκικη, ρώσικη. Τώρα είναι ολοδική του. Την ξέρουν όλοι μεγάλοι και μικροί, όπως κάθε άλλη λέξη που την άκουσαν από τη μητέρα τους. Όταν την προφέρουν δεν ακούς να κάνουν διάκριση από τις δικές τους λέξεις…
Στις 24 του Απρίλη 1915 ξεκίνησε η Γενοκτονία των Αρμενίων και κράτησε τρία περίπου χρόνια. Είναι η πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα, με τη συστηματική εξόντωση 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων από τους Τούρκους, από την οθωμανική αυτοκρατορία, την τριετία 1915-1918.
Με αφορμή αυτό το γεγονός παρουσιάζουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, «Οι Αρμένηδες, ταξίδι στη χώρα τους και στην ιστορία τους». Το έγραψε στην Αθήνα το 1981, από τον Σεπτέμβρη έως τον Δεκέμβρη και εκδόθηκε το 1982 από τον Κέδρο. Η προσθήκη των εικόνων και των πληροφοριών για το μνημείο της Γενοκτονίας των Αρμενίων έγινε από το περιοδικό.
“(…) – Τα πάθη μας είναι ανεκδιήγητα, την ιστορία μας να την φανταστείς σαν ένα οδοιπορικό στις ατέλειωτες συμπληγάδες. Πάντα η Αρμενία βρέθηκε στο μέσον. Αποδώ κι αποκεί πιο μεγάλα θηρία από μας. Άλλοτε συμφωνούσαν μεταξύ τους κι έκοβαν τη χώρα μας στα δυό, άλλοτε την άρπαζε όλην ο δυνατότερος και την έκανε ολοδική του, όσο να του την πάρει ο άλλος. Άνθρωποι και φύση αυτά μας κάνουν εδώ πέρα. Κοίταξε και πώς είναι βαλμένος ο τόπος μας: πίσω ο Καύκασος κι από το άλλο μέρος το Αραράτ. Έτσι να κάνουν πως φτερνίζονται οι δυό αυτοί γίγαντες δε μένει λίθος επί λίθου, τέτοιες καταστροφές γνωρίσαμε αλλεπάλληλες…
Πραγματικά· η Υπερκαυκασία, αυτή η βουνοπλαγιά όπου βρίσκεται το σημερινό κράτος των Αρμενίων, δεν είναι παρά ένα γοργό αρμένισμα – ένα κυματάκι λάβα ξέφυγε ξέφυγε από την τρικυμισμένη οροσειρά του Μεγάλου Καυκάσου και χύθηκε προς το Ιράν και τη Μικρά Ασία. Γρήγορα όμως συνάντησε άλλες λάβες που κατέβαιναν από τις αντικρινές βουνίσιες τρικυμίες κι ανάμεσα σ’ αυτά τα κυκλώπεια πάθη σφίχτηκε και μαρμάρωσε, αφού πρόλαβε να μοιραστεί σε δικά της ορεινά καπετανάτα μ’ ένα πολύπλοκο σύστημα κορφές, πλαγιές κι οροσειρές. Όλη την Υπερκαυκασία τη μοιράζονται τώρα τρία μικρά κράτη, η Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία. Η τελευταία είναι η πιο μικρή, η πιο ορεινή και κακοπαθημένη μες στη φύση της και την ιστορία της. Είκοσι και πλέον οροσειρές την τεμαχίζουν κάθετα, πλάγια, οριζόντια κι εκατό τόσες κορφές δεν αφήνουν να ηρεμήσει η μεγάλη εκείνη αναστάτωση. Από τότε οι Ασύριοι εγέννησαν τους Βαβυλώνιους και οι δυό τους μαζί τούς Μήδες και τους Πέρσες. Συνέχεια ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Σελευκίδες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Πόντιοι, οι Άραβες, οι Μογγόλοι και οι Τούρκοι, πρώτα οι θηριώδεις Σελτζούκοι, έπειτα οι πιο αβροί Οσμανλήδες. Και πάλι Πέρσες, πάλι οι Ρώσοι, κατεβασιές λάβες την ξανακόβαν, την ξαναμοίραζαν. Γι’ αυτό και χάνεται κανείς εύκολα μες στην αρμένικη ιστορία και σ’ αυτά τα βουνά. Ακόμα και ο Νώε, όπως λένε, κατόρθωσε να βρει το Αραράτ με μεγάλες δυσκολίες – προτού φτάσει ως εκεί δοκίμασε ν’ αράξει σ’ άλλες κορυφές, αλλά τα ίδια βουνά του φώναζαν βλέποντάς τον να πλησιάζει: «Λάθος, όχι σε μας. Πήγαινε ψηλότερα στον πιο μεγάλο αδερφό-μας, τον Μασίς, αυτός μόνο δε θα πνιγεί».
(…) Είμαστε στα χίλια μέτρα, αλλά στο πανύψηλο τείχος που σχηματίζουν τα βουνά από τα ορεινά συγκροτήματα του Καυκάσου ως κάτω στον περσικό κόλπο αυτή εδώ είναι η πιο μεγάλη πύλη ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή. Χρόνο να έχεις να στρωθείς εδώ απάνω και ν’ αφήσεις αναδρομικά να περνάν από μπροστά-σου οι φυλές, οι στρατοί, τ’ αμέτρητα καραβάνια που διαβήκαν αποδώ μέσα· αρμένιοι, πέρσες, ρωμιοί έμποροι· μεγάλοι γνωστοί ταξιδευτές κι άλλοι πιο μικροί κι άγνωστοι· πέρσες, άραβες, τούρκοι φοροεισπράχτορες· σύριοι και βυζαντινοί καλόγεροι· ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και πίσω από κείνον οι λεγεώνες του Αντωνίου να μπαίνουν και να ρημάζουν τα Αρτάξατα, δυό βήματα μόλις πιο κάτω· οι χίλιοι-μύριοι του Ξενοφώντα· τέλος κι ο πατέρας της Ιστορίας απάνω σε μια καμήλα κι οι επίλεκτοι αρμένιοι τοξότες αφ’ ίππων, που κατεβαίνουν στο ποτάμι να σμίξουν το στρατό των Μήδων και μέσα από τον Αράξη να τραβήξουν για τα βουνά του Μπιουρακάν και του Πόντου ως τον Ελλήσποντο και τις Θερμοπύλες.
(…) Εμείς εδώ τι είμαστε; Αν κάθε χώρα για να λειτουργήσει κανονικά πρέπει να είναι ένας ολοκληρωμένος οργανισμός, όπως είναι ας πούμε το σώμα του ανθρώπου, εμείς εδώ με το σημερινό μας κράτος είμαστε «ό,τι απόμεινε», είμαστε το πολύ – πολύ ένα κεφάλι μόνο κι αυτό όχι ολόκληρο, αλλά για την ακρίβεια το καύκαλο-του. Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσεις ρίχνοντας μια ματιά στο χάρτη. Δες πού φτάνουν τα όρια του αρμενικού οροπεδίου που έχει ακριβώς στη μέση αυτά τα βουνά εκεί πέρα, το συγκρότημα του Αραράτ. Είναι μια μεγάλη ορεινή χώρα. Αλλά με τα ποτάμια της, με τις κοιλάδες της, τους σιτοβολώνες της, τα λιβάδια της, όλα όσα χρειάζονται για να θρέψει το λαό της. Μια έκταση περίπου τετρακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα, λογαριάζοντας και τούτη τη γωνιά, που είμαστε δεν είμαστε τριάντα χιλιόμετρα. Να λοιπόν η δική μας χαμένη πατρίδα, από το Αραράτ και πέρα. Λογάριαζε δεξιά ως την ποταμιά του Ευφράτη, περίπου ως εκεί που ήταν η παλιά Κομμαγηνή, έπειτα ευθεία στην ανατολή, πάνω από τα βουνά της Έδεσσας και τον άνω ρου του Τίγρη ως τη λίμνη Ούρμια, την αρχαία Ματιανή. Εκεί ήταν τα σύνορα με το περσικό οροπέδιο…
Εκεί μέσα είναι οι βωμοί μας, οι πηγές που τώρα δε λαλούν, τα εριεπωμένα μας μαντεία…Αλλά ας αφήσουμε τη γεωγραφία, ρώτα κι εδώ τώρα τους ζωντανούς. Ρώτησε όποιον θέλεις. Μόνο οι δύο στους δέκα θα σου πουν πως ο πατέρας τους κι ο παππούς τους γεννήθηκαν κάπου εδώ στη σημερινή Αρμενία. Οι νέοι ναι, αλλά εμείς οι παλιοί είμαστε ξενοφερμένοι. Οι πιο πολλοί από τις αρμένικες περιοχές που είναι εδώ κοντά. Οι άλλοι δεν πρόλαβαν. Τους έφαγε το μαχαίρι του Τούρκου και του Κούρδου, άλλοι χάθηκαν στα βουνά και στις ερήμους…»
To συγκρότημα μνημείων της Αρμενικής Γενοκτονίας, αφιερωμένο στα θύματα της Γενοκτονίας των Αρμενίων, χτίστηκε το 1967 στο λόφο του Τσιτσερνακαμπέρντ, στην πρωτεύουσα της Αρμενίας, Ερεβάν. Κάθε χρόνο, στις 24 του Απρίλη, μέρα μνήμης γενοκτονίας των Αρμενίων, χιλιάδες Αρμένιοι συγκεντρώνονται στο μνημείο για να τιμήσουν τα θύματα της γενοκτονίας.
(…) Σ’ αυτό το λόφο είναι το μνημείο των πεσόντων στις μεγάλες σφαγές, το Μνημείο του Γκενοσίντ. Η συνταραχτικότερη λέξη στο λεξιλόγιο των Αρμενίων. Μπορεί να μην ξέρει ο Αρμένιος και δεν ρωτά να μάθει πού τη βρήκαν και του την έφεραν, τούρκικη είναι, ελληνική, φράγκικη, ρώσικη. Τώρα είναι ολοδική του. Την ξέρουν όλοι μεγάλοι και μικροί, όπως κάθε άλλη λέξη που την άκουσαν από τη μητέρα τους. Όταν την προφέρουν δεν ακούς να κάνουν διάκριση από τις δικές τους λέξεις. Ρώτησα τον Νααπέτ: δεν έχουν μια -δυό τέτοιες λέξεις δικές τους; Έχουν και παραέχουν. Είχαν κι απ’ αυτά ένα σκασμό οι παππούδες τους. Είχαν κι απ’ αυτά ένα σκασμό οι παππούδες τους. Γκενοσίντ δεν είχαν. Το Γκενοσίντ είναι ένα και μοναδικό – το τραγικό 1915 και 1916, ενάμισι εκατομμύριο ψυχές, όλες κάτω, θερισμένες από το δρεπάνι της πιο μεγάλης συμφοράς – από την πείνα, από το μαχαίρι, σπασμένα κεφάλια στις χαράδρες, οι σκοτωμένοι αρμένιοι διανοούμενοι της Κωνσταντινούπολης, τ’ άδεια σπίτια, τα ξεκληρισμένα δώδεκα αρμενικά βιλαέτια. Τα άλλα πριν απ’ αυτό ήταν κάτι πολύ διαφορετικό: ήταν δηώσεις, σφαγές, κατατρεγμοί, πογκρόμ. Ήταν ντζαρτ, κοτουρούμ, κορτσανούμ, πάρα πολλά τέτοια επί του απαίσιου Αβδούλ Χαμίτ κι έπειτα από τους Νεότουρκους ως αυτή την τελευταία καταστροφή.
Το μνημείο είναι από τα λιτά το λιτότερο. Αλλά είναι ακριβώς η λιτότητα όπου η τέχνη συναντιέται όμορφα με την αλήθεια-της.
Είμαστε σ’ ένα στρογγυλό χώρο που είναι κλειστός και ανοιχτός μαζί – δώδεκα μεγάλα δάχτυλα γύρω – γύρω μας δείχνουν αυτό που πρέπει να κάνουμε: να προχωρήσουμε ως το κέντρο και να σκύψουμε σιωπηλά πάνω στη φλόγα που σιγοκαίει. Είπα δάχτυλα. Για την ακρίβεια είναι δώδεκα μεγάλες πλάκες από γρανίτη, εφτά ή οχτώ μέτρα ύψος – μια για το κάθε ξεκληρισμένο βιλαέτι. Και τίποτα δε δείχνουν, ούτε λένε. Είναι κι αυτές οι πέτρες προσκυνητές σαν εμάς, από κάπου ήρθαν κι έσκυψαν πάνω από τη φλόγα.
Όλα τα έχουν μετρήσει όπως ξέρει να μετράει ο καλός τεχνίτης. Απόξω, όσο πλησιάζουμε μέσ’ από τον ανοιχτό χώρο, ένα είδος πλατεία στην κορυφή του λόφου, οι πλάκες δε φαίνονται τόσο μεγάλες όσο είναι στην πραγματικότητα. Ούτε μπορεί κανείς να συλλάβει σωστά την κλίση τους, την κίνησή τους. Περνώντας ανάμεσά τους κατεβαίνουμε λίγα σκαλάκια. Κατεβαίνοντας νιώθουμε αυτά τα πελώρια χατσκάρ να πέφτουν εμπρός και να σταματούν, όπως γέρνει κανείς να δεηθεί ή να σκεφτεί. Πιο στενωπά στην επίπεδη κορυφή-τους, παρά στη βάση τους, γράφουν κι εκεί απάνω έναν κύκλο μέσα στον οποίον ο ουρανός έρχεται και μας σκεπάζει σαν ένας τρούλος του λιτού αυτού οικοδομήματος.
Τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει – μόνο εμείς και η φωτιά, η ομαδική ψυχή – τόσων αδικοχαμένων.
Τρέμει η καρδιά σου μ’ αυτά που σκεφτεσαι, μ’ αυτά που έγιναν.
Και σκέφτεσαι μαζί με τ’ άλλα πόσο η τέχνη κερδίζει όταν την οδηγεί μεγάλο και υπεύθυνο αίσθημα. Πραγματικά βουρκώνουν τα μάτια σου…”