Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η Ελλάδα που λες…» του Μιχάλη Γκανά

“Η Ελλάδα, που λες, δεν είναι μόνο πληγή…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η Ελλάδα που λες…» του Μιχάλη Γκανά

Από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές μας, ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944.

Τον Σεπτέμβρη του 1948, εν μέσω εμφυλίου, βρέθηκε στην Αλβανία και στη συνέχεια στο χωριό «Μπελογιάννης» της Λαϊκής Δημοκρατίας Ουγγαρίας, όπου έζησε για χρόνια.

Επέστρεψε στη Ελλάδα το 1954. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου ήρθε για να σπουδάσει νομικά, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς.

Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως τη συνταξιοδότησή του υπήρξε κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Θ. Μικρούτσικος, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.ά.

Μετέφρασε τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν (1991), τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πατρών (1994) και το «Άσμα ασμάτων» (Μελάνι, Αθήνα 2005).

Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του «Παραλογή». Τον Δεκέμβριο του 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Το 2017 τιμήθηκε με Ειδική Μνεία του περιδικού «Αναγνώστης» για το βιβλίο του «Ομήρου Οδύσσεια» (Μεταίχμιο, 2016).

Τα έργα του «Μαύρα Λιθάρια», «Ακάθιστος Δείπνος» και «Μητριά Πατρίδα» μεταφράστηκαν στα γερμανικά από τη Nelly Weber και κυκλοφόρησαν σε έναν τόμο με τίτλο Stiefmutter Heimat, από τις Εκδόσεις Romiossini, το 1985.

Η Ελλάδα που λες…

Η Ελλάδα, που λες, δεν είναι μόνο πληγή.
Στην μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,
ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,
μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,
μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.
Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου
πιάνει σαν έντομα τα μάτια.
Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,
γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία,
άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα του Διαβόλου,
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες
με το ντουφέκι στο ‘να τους πλευρό,
με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.
Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,
κιλίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.
Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα
σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

(“Ακάθιστος Δείπνος”, 1978)

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: