«Αχ, πικραμένη μου γενιά, χτύπα γερή διπλοπενιά…» – Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Μάριος Τόκας
Σαν σήμερα, στις 27 του Απρίλη 2008, ξημερώματα του Πάσχα, έφυγε πρόωρα από τη ζωή ο σπουδαίος συνθέτης Μάριος Τόκας, που ξεχώρισε με το έργο του αλλά και με την ευγένεια και την ομορφιά του χαρακτήρα και της ψυχής του.
Σαν σήμερα, στις 27 του Απρίλη 2008, ξημερώματα του Πάσχα, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος συνθέτης Μάριος Τόκας. «Έφυγε» τόσο νωρίς, μόλις στα 54 του χρόνια, μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο, αυτή η σημαντική μορφή της μουσικής και του πολιτισμού μας, που ξεχώρισε με το έργο του αλλά και με την ευγένεια και την ομορφιά του χαρακτήρα και της ψυχής του.
Ο αξέχαστος Μάριος Τόκας, που ύμνησε τον έρωτα και τη λεβεντιά, μελοποίησε ποιητές, τραγουδήθηκε από τις μεγαλύτερες φωνές και ομόρφυνε με τις μουσικές του και την σεμνή παρουσία του τη ζωή μας, εκτός από συνθέτης αμέτρητων τραγουδιών που αγαπήθηκαν από το λαό μας και θα τραγουδιούνται στο μέλλον, ήταν βαθιά πολιτικοποιημένος και ευαισθητοποιημένος με τους αγώνες του κυπριακού λαού. Δεν δίστασε να μιλήσει ανοιχτά για το δράμα της Κύπρου, αντιτάχθηκε στο «σχέδιο Ανάν», τονίζοντας ότι «οι εθνικά οριακές στιγμές θέλουν και καθαρές απαντήσεις».
Γεννήθηκε στις 8 του Ιούνη 1954 στη Λεμεσό της Κύπρου όπου και έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Βίωσε όλη την αγριότητα του Αττίλα καθώς η τουρκική εισβολή του 1974 τον βρήκε να υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία. Συγκλονισμένος από την κυπριακή τραγωδία γράφει τα έργα «Ψυχή τε και σώματι» (μελοποιημένα ποιήματα των απαγχονισθέντων αγωνιστών της Ευαγόρα Παλληκαρίδη, Αντρέα Ζάκου κ.ά.), «Φωνή πατρίδας» σε ποίηση Κ. Μόντη, Θ. Πιερίδη και Νεσιέ Γιασίν (τα τραγούδια «Ανασήκωσε την πλάτη Πενταδάχτυλε» και «Η δική μου η πατρίδα» γίνονται σημαία του κυπριακού λαού) και «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα».
Το 1975 έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ παράλληλα συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές στο Εθνικό Ωδείο.
Το 1978 κυκλοφορεί ο πρώτος του δίσκος, με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά και τίτλο «Τα τραγούδια της παρέας». Σταθμός στη μουσική διαδρομή του υπήρξε η γνωριμία του με τον ποιητή της ρωμιοσύνης, Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος του εμπιστεύθηκε δώδεκα ανέκδοτα ποιήματά του που κυκλοφόρησαν μελοποιημένα το 1981 με γενικό τίτλο «Πικραμένη μου γενιά», με ερμηνευτή τον Λάκη Χαλκιά. Ακολουθούν και άλλα μουσικά έργα σε ποίηση Κώστα Βάρναλη, Κώστα Καρυωτάκη, Τεύκρου Ανθία, Κώστα Μόντη, Θεοδόση Πιερίδη, Μιχάλη Πασιαρδή, Κυριάκου Χαραλαμπίδη κ.ά.
Ο Μάριος Τόκας συνεργάστηκε με ερμηνευτές όπως: Δημήτρης Μητροπάνος, Γιάννης Πάριος, Γιώργος Νταλάρας, Πασχάλης Τερζής, Γλυκερία, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Αντώνης Καλογιάννης, Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Στέλιος Διονυσίου, Αλέκα Κανελλίδου, Κατερίνα Κούκα, Βασίλης Σκουλάς κ.ά.
Ανάμεσα στις πιο μεγάλες επιτυχίες του τα τραγούδια: «Αννούλα του χιονιά», «Δίδυμα φεγγάρια», «Εξαρτάται», «Θάλασσες», «Η εθνική μας μοναξιά», «Σ’ αγαπώ σαν το γέλιο του Μάη», «Σαν τρελό φορτηγό», «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη», «Σ’ αγαπώ», «Τα Λαδάδικα», «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί» κ.ά.
Έγραψε μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο («Δόνα Ροζίτα» και «Γέρμα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα,«Θερμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, «Η αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλη κ.ά.), ενώ σημαντική υπήρξε και η παρουσία του στη δημιουργία παιδικών τραγουδιών όπως το «Άρες μάρες κουκουνάρες» σε στίχους του Φώντα Λάδη, το «ένα δέντρο που το λένε Νικόλα» του Δ. Ποταμίτη κ.ά.
Το 2002 παρουσίασε στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης το συμφωνικό έργο του «Θεογεννήτωρ Μαρία», που εμπνεύστηκε από τα χειρόγραφα του μοναχού Γεράσιμου Μικραγιαννανίτη.
Τιμήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατίαμε το «Μετάλλιο εξαίρετης προσφοράς στην πατρίδα» (2001) και με το βραβείο «Γιάννος Κρανιδιώτης» (2002). Ήταν παντρεμένος με την Αμαλία Πετσοπούλου με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά.
«Έχουμε ως συνοδοιπόρο αυτό που ο ίδιος ο Μάριος έλεγε, ότι δηλαδή, με τα τραγούδια του προσπαθούσε να φτιάχνει παρέες, να φέρνει τον ένα κοντά στον άλλον και ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνον όταν κάτι γράφεται με συναίσθημα και αλήθεια. Ίσως γι αυτό να αγαπιούνται τα τραγούδια του από τον κόσμο, γιατί “του μίλησαν”, γιατί “μιλάνε” στην καρδιά του» έγραψε κάπου η σύντροφος της ζωής. Προσυπογράφουμε…
«Όλα κουτσά κι όλα στραβά, πού πάει ο κόσμος, πού τραβά,
κουνάς τα χέρια σ’ έρμο δρόμο σαν του κενού τον τροχονόμο…»
Πατώντας εδώ μπορείτε να περιηγηθείτε σε όλες τις ενδιαφερουσες αναρτήσεις του περιοδικού γαι τον Μάριο Τόκα.