Οι σταυροί του μαρτυρίου στη γη
Ζούμε πεθαίνοντας κάθε στιγμή. Αγωνιζόμαστε, μοχθούμε και ματώνουμε, προσδοκώντας μια ανάσταση συνολική, αλλά ταυτόχρονα και μια αναγέννηση ξέχωρα για τον καθένα μας.
Οι άνθρωποι πάντα μπαίνουν σε πειρασμούς και για το καλό και για το κακό.
Κι όσοι έχουν επίγνωση και αντιληπτικότητα για το χρέος τους, μοχθούν εναγώνια για να απαλλάξουν τη συνείδησή τους από κάθε πρόκληση που πληγώνει και, που αφανίζει τη ζωή.
Με επιμονή και ενάντια σε κάθε δυσκολία πολεμούν ξαρμάτωτοι κάτω από το λιοπύρι και από το χιονιά, για να κάνουν το ασήμαντο σημαντικό, το επιφανειακό ενδότερο, το ελάχιστο μέγιστο.
Ας δοθεί επιτέλους στο ανώνυμο πλήθος άλλη μια ευκαιρία για να διεκδικήσει έναν παράδεισο στη γη, για να γίνει το άτομο ο δωρολήπτης και ο προπαγανδιστής του αρχέγονου μηνύματος που πρόφερε η φύση την όσια ώρα της δημιουργίας!
Για να μετατραπεί η ουτοπία σε γεγονός και σε αλήθεια, για να καταργηθεί η υποκρισία και ο δόλιος σχεδιασμός, για να διεκδικήσει επιτέλους ο κάθε θνητός μόνο εκείνο που του ανήκει, μόνο αυτό που πληροί τις άμεσες ανάγκες του.
Προσωπική αλλά και καθολική ταυτόχρονα η ανάγκη.
Γιατί όμως οι άνθρωποι απορρίπτουν την διττή της φύση;
Ποιοι είναι οι οπαδοί και οι ακόλουθοι αυτής της ακραίας Καισαρικής αντίληψης που στερεί τα ιδανικά, τους ιερούς πόθους και τα υψηλά οράματα των γήινων όντων;
Η παιδεία δημιουργεί την ποιότητα κι η ποιότητα είναι το μέσο που κάνει ορατή την πραγματικότητα στα κουρασμένα μάτια των ανθρώπων.
Ναι, ότι εκπορεύεται από τους ουρανούς απευθύνεται στη γη, γιατί η γη γεννά και τις μικρές αλλά και τις μέγιστες αλήθειες της ζωής.
Όμως, ενώ οι ουρανοί αγάλλονται μέσα στη μεγαλοσύνη τους, η γη γογγύζει και θρηνεί μέσα στο βάσανο και στην παραφροσύνη που ματώνουν ανελέητα την πλάση.
Τούτη η βιωμένη πραγματικότητα με τους μυριάδες καθημερινούς θανάτους στο σταυρό, είναι αδύνατο να χωρέσει σε μια προβληματική και ψευδεπίγραφη ανάσταση.
Η διαύγεια και η λαμπρότητα των ουρανών ουδεμία σχέση έχει με το έρεβος που ζώνει ασφυκτικά τη γη.
Φως και πάλι φως ζητά ακατάπαυστα κάθε ανήμπορη και κάθε λεηλατημένη ψυχή…
Οι επιθυμίες μας πάνε με τον αγέρα κι οι μνήμες μας, σαν τα αθώα σύννεφα, παγιδεύονται στα επίβουλα δίχτυα της γητεύτρας λήθης.
Πότε άραγε και πώς θα αποκατασταθεί η τάξη των πραγμάτων στον απάνω κόσμο;
Σαν τα πουλιά που νύχτωσαν και έχασαν τον ορίζοντα, οι άνθρωποι αναζητούν τον ίσκιο της ψυχής τους στους σκοτισμένους παράδρομους, στις βαριεστημένες ώρες που βασιλεύουν όλα τα αστέρια και όλα τα φεγγάρια στο δακρύβρεχτο ουρανό της δυσβάσταχτης και της αχαλιναγώγητης ζωής μας.
Παραποιημένη και χάρτινη η αλήθεια, ύπουλες και παραβατικές κι οι μέρες του ανάξιου και του αψήφιστου βίου μας…
Όλα τα στοιχειά της φύσης εκλιπαρούν το καθαγιασμένο φως του καθάριου ουρανού να μην ενδώσει στο έρεβος, στην ασάφεια και στην αβεβαιότητα που αναδύονται και ενδημούν πάνω στη γρανιτένια επιφάνεια της γης.
Πείτε μου παρακαλώ εσείς οι σοφοί και οι λόγιοι, ποιο αλαφροΐσκιωτο πνεύμα του άβατου κόσμου στέκεται ψηλότερα από το πανάγιο φως του ήλιου;
Ποια φαινομενική δύναμη αξιώνει τόσο επιτακτικά να υποτάξει στην φθαρτή ύλη των ανθρώπων το απολλώνιο πνεύμα;
Είναι αργά, πολύ αργά μέσα στην άγρια νύχτα. Κι όλα γυρεύουν απεγνωσμένα την πνευματική οντότητα που θα αποδοκιμάσει και, που θα αφορίσει το άσωτο χάος που σαλεύει, γύρω μας και μέσα μας, απειλητικά.
Κι όλα αποζητούν εναγώνια τον εμπνευσμένο προφήτη, που θα πλήξει την ασυγχώρητη αμαρτία της καρδιάς, που θα κατεδαφίσει την άβυσσο της αμφισβήτησης, την αμφιβολία που χάσκει στα χορταριασμένα μονοπάτια της γης και του ουρανού.
Η συνείδηση του γνήσιου κατάδικου είναι καθαρή, όπως λαγαρές και ξάστερες είναι κι οι ιδέες και τα οράματα που την συνθέτουν.
Ας τον κοιτάξουμε λοιπόν ίσια στα μάτια για να διαπιστώσουμε στο υπομονετικό βλέμμα του την αγαθή προαίρεση του σύμπαντος!
Κι είναι αυτός που δεν επιθυμεί να ταυτιστεί με την αντιδραστική μετριότητα των συμβιβασμένων και των εφησυχασμένων συνανθρώπων του, γιατί στην εφήμερη ζωή του πάντα αποζητούσε φίλους, συντρόφους, αντιλήπτορες και συμπαραστάτες.
Το δικό του όνειρο είναι ένας ευσεβής πόθος για κείνη την οικουμενική ελπίδα που αστράπτει σαν φάρος στο στερέωμα.
Που στέκεται πιο πάνω από το πένθος της γης. Πιο πάνω από τις παράλογες απαιτήσεις, από τους συμβιβασμούς, από την παραίτηση και από την απεμπόληση των γήινων δικαιωμάτων του.
Όμως πού είναι οι δικοί μας οι άνθρωποι;
Ποιο Γολγοθά ανηφορίζουν με το κεφάλι σκυφτό από τον κάματο και με τη μνήμη σκόρπια και ακροβολισμένη;
Η μέρα τέλειωσε κι έρχεται ξανά η νύχτα.
Κι εμείς οι εναπομείναντες ουτοπιστές, ολομόναχοι, ηττημένοι και εγκαταλειμμένοι, με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου μας, ονειρευόμαστε ακόμα μια καινούρια ανάσταση σε έναν κόσμο χαρούμενο, πληθωρικό και ευτυχισμένο.
Πέρα μακριά, στην άλλη άκρη του ορίζοντα ο άνεμος τραγουδά διαπερνώντας τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων. Ένα νοσταλγικό τραγούδι ξετυλίγει τις νότες του κι εμείς σωπαίνουμε και αφουγκραζόμαστε.
Κι είναι ένας θεσπέσιος αποχαιρετισμός. Για τη μοναδικότητα και για το μεγαλείο της εφήμερης ζωής. Για τις μικρές στιγμές που έρχονται, που αστράφτουν και που χάνονται ακαριαία από το βλέμμα μας. Κι η παιδεμένη μας ζωή κυματίζει σαν μια πολυκαιρισμένη λευκή σημαία, λιτή και απέριττη, δίχως αναφορές και σύμβολα.
Δεν υπάρχει άλλη γη για να κρατήσει τον πόνο της καρδιάς μας. Δεν υπάρχει καμιά άλλη ελπίδα ανώτερη από την ακατάσχετη δύναμη του άχρονου και του άπειρου πνεύματός μας που οδοιπορεί, απελευθερωμένο και αδέσμευτο από τη σκλαβιά της γης, στους ξάστερους ουρανούς τούτης της μαυλίστρας άνοιξης…
Κρατείστε συνάνθρωποι τούτη την τρυφερότητα κι αυτή την ευαισθησία του ιδεώδους νου, που δε χωρά αντινομίες μήτε παράδοξα διλήμματα, που δεν ασπάζεται τις επικλήσεις, τις αγυρτείες και τις κάλπικες θαυματουργίες.
Ζούμε πεθαίνοντας κάθε στιγμή. Αγωνιζόμαστε, μοχθούμε και ματώνουμε, προσδοκώντας μια ανάσταση συνολική, αλλά ταυτόχρονα και μια αναγέννηση ξέχωρα για τον καθένα μας.
Ζούμε στην ψευδαισθησία των δύο αντίρροπων κόσμων, της στιγμής και της αιωνιότητας.
Στην αυταπάτη που έχει υλικά κίνητρα. Που πηγάζει από το πολιτικό, από το οικονομικό και από το πνευματικό αδιέξοδο που μας έχουν επιβάλει τα έκνομα συμφέροντα της παγκόσμιας πλουτοκρατίας…
Γιατί μας δόθηκε άραγε τούτη η παράλογη ζωή;
Πώς μπόρεσε τούτη η σκόπιμη παραπληροφόρηση, που επέβαλε δια της βίας η αποκρουστική ταξική εξουσία, να μας εξαπατήσει και να μας λεηλατήσει, χρίζοντας ως λυτρωτή το θάνατο;
Χορτάσαμε παραδαρμούς και βάσανα στον απάνω κόσμο κι η ψυχική μας ρώμη εξαντλήθηκε από τους γόους του νου κι από τις θρηνωδίες της καρδιάς μας.
Όμως, ποιος αδέκαστος κριτής θα κρίνει για τούτη την κακότροπη αμαρτία;
Οι θνητοί ματώνουν την ψυχή τους στο πικρό μεροδούλι για μια μπουκιά ξερό ψωμί κι οι θεοί σιωπούν προκλητικά αιώνες τώρα…
Αδίστακτος και απρόβλεπτος ο καιρός. Εξωφρενικό το μαρτύριο. Εσφαλμένος και ατελέσφορος ο κόσμος της δημιουργίας.
Μυριάδες καθημερινοί άνθρωποι ακολουθούν πιστά τα χνάρια του προγνώστη και του χρησμοδότη. Κι ο προφητάναξ Χριστός, αναστημένος σε ένα χρόνο νεκρό αλλά τυφλός από αισθήματα αληθινής αγάπης και αλληλεγγύης, πορεύεται αιώνες τώρα μέσα σε τούτη την αδιέξοδη διαδρομή του Γολγοθά.
Κατάκοπος και απηυδισμένος, μέσα στο βαθύ και στο ανεξιχνίαστο σκοτάδι της γης, ψηλαφίζει τους τοίχους της μόνωσής του, ικετεύοντας το θεό και πατέρα του να άρει επιτέλους τούτη τη μάταιη δοκιμασία.
Να εκπέμψει από τους ουρανούς μια αχνή αχτίδα φωτός στη γη. Να ανοίξει ένα δίαυλο επικοινωνίας με το ανεμοδαρμένο χώμα.
Να του εμφυσήσει, έστω μια απατηλή ελπίδα πρόσβασης, στη ζείδωρη αιωνιότητα των ανεπίληπτων και των ακριμάτιστων οριζόντων!