Εργαζόμενος συνένοχος;
«Αυτοί» που με πονάνε, νιώθω κάποιες στιγμές σαν να με ξεκοιλιάζουν, είναι οι …εργαζόμενοι. Αυτούς δεν καταλαβαίνω. ‘Η καλύτερα αρνούμαι να τους καταλάβω.
Κρατάει η λιακάδα λίγο αυτές τις μέρες. Οι ειδικοί μας τάζουν Ανάσταση και Πάσχα με καλοκαιρία. Στην Κρήτη λένε πως θα ‘χει ως και 35 βαθμούς, ευλογία για εμβολιασμένους τουρίστες. Σιγά σιγά, σαν τα σαλιγκάρια ξεμυτίζουμε στις πρώτες πρασινάδες που φουντώνουν αυτή τη δύσκολη άνοιξη, απτόητες ευτυχώς, σαν τα λουλούδια της εποχής που λες κι έχουν πιο έντονο χρώμα φέτος από άλλοτε. Πεισμωμένο απέναντι στη σκουράδα του θανατικού που μας περικύκλωσε. Ως και την πρωινή δροσιά διακρίνεις σ’ ένα φύλλο που χρόνια πέταγε απαρατήρητο, αλλά τώρα μετράει, καθώς σπρώχνει από το μέσα μας η ανάγκη για ομορφιά, για αγαθότητα, για μια επαφή και με τον άλλον και με το περιβάλλον. Είναι σε κάτι τέτοιες λεπτομέρειες και στιγμιαίες θαλπωρές, κάτι μικρούτσικες ηδονές που και μοιάζουν και είναι η ουσία του θριάμβου της ζωής. Σ’ αυτές πατάει βιωματικά η Ανάσταση, εντός – εκτός θρησκευτικότητας.
Κι εκεί που πάω να χαρώ, έρχεται μια βαθιά οργή, συνάμα κι αναπάντεχη, κολλημένη σαν βδέλλα κυριολεκτικά σ’ ένα πελώριο «γιατί αυτοί», μόλις μέσα σ’ όλη την άθλια ειδησεογραφία των ημερών σκάσει σαν βόμβα υπόθεση σαν το γηροκομείο στα Χανιά. Μου φαίνεται πως καγχάζει στα μούτρα μου ακόμα και το όνομα του πάρκινγκ γερόντων «Αγία Σκέπη». Δε με νοιάζει η σοβαρή απάντηση, για το αν και κατά πόσο ίσχυσαν και ισχύουν οι φρικώδεις περιγραφές, που υποθέτω στοίχειωσαν τους περισσότερους από μας, για βασανισμούς, θανατηφόρες συμπεριφορές και υφαρπαγή περιουσιών των γέρων και των γριών που έβαλαν το κεφάλι τους κάτω απ’ αυτή τη σκέπη. Αυτή θα τη δώσουν συγγενείς, δικηγόροι, ανακριτές, μάρτυρες και δικαστές, αναίσθητοι – ευαίσθητοι επίσης δε μ’ ενδιαφέρει.
«Αυτοί» που με πονάνε, νιώθω κάποιες στιγμές σαν να με ξεκοιλιάζουν, είναι οι …εργαζόμενοι. Αυτούς δεν καταλαβαίνω. ‘Η καλύτερα αρνούμαι να τους καταλάβω. Άκουσα κάμποσους με τ’ αυτιά μου να δηλώνουν με κρυμμένα πρόσωπα, πλάτη στην κάμερα και αλλοιωμένη φωνή – ώστε να μην ξέρω αν είναι όψιμα αληθινή ή όψιμα ψεύτικη – ότι δούλευαν άλλος τρία χρόνια, άλλος έξι μήνες, άλλος παλιά, άλλος πρόσφατα. Και δέχονταν να εκτελούν έστω και για μια μέρα τα φριχτά που τους διέταζε το αφεντικό. Κι εκεί είναι που τρελαίνομαι. Ποιοι είναι αυτοί που άντεξαν παραπάνω από μια φορά, από ένα εικοσιτετράωρο, είτε να πράξουν είτε να σιωπήσουν γι’ αυτά τα φριχτά που οι ίδιοι λένε είτε ότι έκαναν είτε ότι είδαν να γίνονται από «συναδέλφους» τους, «εργαζόμενους»! Και δέχτηκαν να πληρωθούν ένα μεροκάματο, ένα ή περισσότερα μηνιάτικα, χωρίς να τους καούν τα χέρια από τα αργύρια ακόμα και της πείνας τους.
Η λέξη εργάτης – εργαζόμενος, και μάλιστα όχι στο Άουσβιτς, στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα, στο φτωχό μου το μυαλό παραμένει και ιερή και αφάνταστα δυνατή, και ίσως, σε συνθήκες εδραιωμένου καπιταλισμού, ηρωική. Ξέρω πως στη συντριπτική τους πλειονότητα πιέζονται, δουλεύουν κάτω από αφόρητα εκμεταλλευτικές συνθήκες, τυραννιούνται ευθέως ανάλογα με το φιλότιμο και την αξιοπρέπειά τους, λιώνοντας σε χωράφια, τηλεφωνικά κέντρα, νοσοκομεία, σούπερ μάρκετ, καράβια, ορυχεία, εργοστάσια και ό,τι άλλο παράγει πλούτο και θρέφει γενιές. Δεν τους φαντάζομαι όμως ποτέ, όχι να τους σκεφτώ, βασανιστές ή αχθοφόρους της κακότητας του μισανθρωπισμού, της αναλγησίας και της ύβρεως των άθλιων αφεντικών τους.
Κι εδώ είναι που τρέμω, μπας και μπερδευτεί η ανοχή απέναντι σε εργαζόμενο που δέχτηκε να βασανίζει ή να αφήνει να πεθάνει άθλια ένας γέρος, και δεν ξέσπασε αμέσως και δεν έδρασε πάραυτα, με την κατανόηση του ψυχικού τραύματος, που μπορεί να πάρει καιρό να ξεπεραστεί αν κάποιος ή κάποια είναι θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Άλλο το ‘να, άλλο τ’ άλλο. Αλλιώς, αν αυτά μπουν όλα μαζί στο μίξερ της επικαιρότητας, τότε η εργατική συνείδηση δε θ’ αναστηθεί ποτέ, δε θ’ αντιδράσει και δε θα επαναστατήσει. Κι από θύμα εκμετάλλευσης, θα γίνει θύτης, χωρίς να το καταλάβει. Ετούτη εδώ την άνοιξη δεν μας έφτανε η θεσμοθέτηση του εργασιακού μεσαίωνα, ήρθε κατακούτελα και το επάγγελμα «δήμιος – βασανιστής γερόντων». Αυτή είναι η κολοσσιαία υποκειμενική ευθύνη που μπορεί να σκουληκιάσει τους συλλογικούς αγώνες. ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, και τα μάτια εύχομαι ανοιχτά για το πράσινο που θεριεύει στη φύση και όχι το πράσσειν άλογα…
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 1-2/5/2021