Φανή Γκίτη – Ακόμα περπατάω στα «Βουνά»…
«Δεν είχα τη χλαίνη του μαχητή του ΔΣΕ. Χλαίνες για το μπόι μου δεν είχαμε…Πέφταμε και σηκωνόμασταν. Έπρεπε να ακολουθήσουμε τους συναγωνιστές μας…Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, αυτά που πέρασα στον Εμφύλιο δεν ξεχνιούνται. Και τώρα κάθε λίγο και λιγάκι όλο τις μάχες ονειρεύομαι…»
Για τη Φανή Γκίτη έχω ξαναγράψει. Μικρή ανταρτοπούλα την είπα σ’ ένα κείμενό μου. Μικρή στην ηλικία της και στο μπόι, αλλά μεγάλη στην αντοχή και αγωνίστρια ισάξια με τους συναγωνιστές της. Ξεκίνησε από το χωριό Νέα Βύσσα της Ορεστιάδας. Ακολούθησε τον αντάρτη αδερφό της και εντάχτηκε στο ΔΣΕ.
Ξεκίνησε από τον μακρινό Έβρο με τον ΔΣΕ και στην πορεία της, όπου πήρε μέρος σε διάφορες μάχες, πέρασε από Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή, Ξάνθη και έφτασε μέχρι τη Δράμα. Στην επιστροφή πήρε μέρος στη μάχη των Μεταξάδων.
«Δεν ήταν εκδρομή» όπως μου λέει. «Ήταν δύσκολη πορεία, γεμάτη παγίδες, μάχες και κινδύνους».
«Ξέρεις Άννα», μού έλεγε σε κάποιο σημείο της αφήγησής της, «περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας τ’ αεροπλάνα του στρατού και μας σημαδεύανε. Ρίχνανε σφαίρες και οβίδες κι εμείς ανήμποροι και κρυμμένοι κάτω από τα δέντρα περιμέναμε να φύγουν. Δεν μας πετούσαν κουφέτα Άννα μου. Ρίχνανε θανατικά βόλια».
Οι συναντήσεις μας είναι τακτικές και η χαρά της δεν περιγράφεται σε κάθε αντάμωμά μας.
Η σημερινή κουβέντα μας από το τηλέφωνο, μας πήγε πάλι στις αναμνήσεις της από τη ζωή των μαχητών του ΔΣΕ.
-Σήμερα πάλι δεν κοιμήθηκα. Στη Χαϊντού ήμουν και απόψε. Με κυνηγούσαν και ξύπνησα τρομαγμένη. Σηκώθηκα και βγήκα στο διάδρομο. Η λάμπα της νύχτας έκαιγε όπως πάντα. Ένα νυχτερινό φωτάκι έχω αναμμένο για να μη χτυπήσω σε κάνα ντουβάρι όταν σηκώνομαι τη νύχτα. Σιγά σιγά και τοίχο τοίχο πήγα στο σαλόνι κι ακόμα να συνέλθω. Εκεί βλέπω τον γιο μου να κοιμάται… βλέπω και πιο πέρα τη ντουλάπα, το ψυγείο… Στην αρχή, από τον ύπνο που σηκώθηκα δεν έβλεπα τίποτα. Ήμουν στον πόλεμο που έζησα τη νύχτα… Και όταν συνήλθα, σιγά σιγά λέω: Α, ρε Φανή, όνειρο ήταν αυτό. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, αυτά που πέρασα στον Εμφύλιο δεν ξεχνιούνται. Και τώρα κάθε λίγο και λιγάκι όλο τις μάχες ονειρεύομαι.
-Τι κάνεις, όλο τρέχεις τη νύχτα;
-Ναι, ναι, τη νύχτα όλο τρέχω και σκοντάφτω. Όλο μας κυνηγάνε οι αντίπαλοι και όλο κοντεύουνε να μας κυκλώσουν… Και να σκεφτείς… Τη νύχτα όλο τρέχω και τη μέρα δεν μπορώ ούτε να περπατήσω… Είμαι 88 χρονών, πάω στα 89. (Εδώ γελάμε πολύ).
-Απόψε που ήσουν, πάλι στη Χαϊντού;
-Ναι. Θυμάμαι που ήταν μια βροχερή μέρα. Δεν έβρεχε μια και καλά. Σταγόνα σταγόνα έπεφτε πάνω μας μέχρι που βραχήκαμε για τα καλά. Με την Σοφούλα από τις Σέρρες ήμουν στα βουνά της Ξάνθης. Μικρούλα σαν και μένα ήταν η Σοφούλα και όλο τη θυμάμαι. Περπατούσαμε με την ομάδα μας μέσα στα βουνά. Με τόση βροχή, περάσαμε πολλές λακκούβες με νερά. Μια λακκούβα μας παίδεψε πολύ. Γκιόλα τη λέγαμε στο χωριό μου. Κάνει να πηδήξει η Σοφούλα και πέφτει. Την ακολουθώ κι εγώ και πέφτω. Κουβαλούσαμε στην πλάτη μας τον γυλιό μας που ήταν αρκετά βαρύς. Κάναμε να πηδήξουμε ένα βήμα μπρος και πέφταμε κάτω. Δεν θέλαμε και τα τσαρούχια μας να βραχούν στη γκιόλα αλλά ο βαρύς γυλιός μάς πετούσε στα νερά … Μπορείς να μας φανταστείς Άννα μου πεσμένες εκεί στη γκιόλα; Πέφταμε και σηκωνόμασταν. Πέφταμε και σηκωνόμασταν. Έπρεπε να ακολουθήσουμε τους συναγωνιστές μας. Τα καταφέραμε και τώρα τρέχαμε να τους φτάσουμε. Τι ήταν κι αυτό; Και όλα γίνονταν μέσα στη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει. Συνεχίζαμε την πορεία μας μέχρι να βρούμε ένα άνοιγμα, ένα ξέφωτο μέρος για ν’ ανάψουμε φωτιά.
Όλοι γύρω γύρω απ’ την φωτιά περιμέναμε να στεγνώσουμε. Ήταν Οκτώβρης μήνας με τα κρύα και τις βροχές της εποχής. Θυμάμαι που στεγνώναμε μπροστά και κρυώναμε στην πλάτη. Όλο στριφογυρίζαμε δίπλα στη φωτιά και ψάχναμε τη βολική θεσούλα μας. Εγώ Άννα μου δεν ήμουν και καμιά μεγάλη κοπέλα ούτε στην ηλικία μου, μα ούτε και στο μπόι. Γι’ αυτό κουβαλούσα μαζί μου και μια μικρή κουβερτούλα. Δεν είχα τη χλαίνη του μαχητή του ΔΣΕ. Χλαίνες για το μπόι μου δεν είχαμε. Και τότε, έβγαζα την κουβερτούλα μου και την έστρωνα κάτω και κοντά στη φωτιά. Εκεί ξάπλωνα κι ας ήταν όλα βρεμένα. Δεν προλάβαινα να ξαπλώσω και μ’ έπαιρνε ένας γλυκός ύπνος. Ήμουν πολύ κουρασμένη και είχα το νου μου να γυρίσω και από την άλλη πλευρά για να στεγνώσω το παντελόνι μου. Δεν προλάβαινα να γυρίσω και πάλι μούλιαζε το παντελόνι μου γιατί η γη είχε χορτάσει από τις βροχές της ημέρας και δεν πρόλαβε να στραγγίσει ούτε αυτή… Τότε, είχαμε Διμοιρίτη τον Πάρη. Τον θυμάται και ο αγωνιστής Κατσαγώνας Γιάννης, τον ξέρεις και μιλάς μαζί του.
-Ναι, μιλάμε τακτικά στο τηλέφωνο με τον Γιάννη.
-Σε κείνη την πορεία, δεν είχα δυνατότητα να μιλήσω στη Διοίκηση. Ήμασταν μακριά από το Αρχηγείο. Εμένα με λυπόντουσαν οι συναγωνιστές γιατί μ’ έβλεπαν μικρή στο μπόι και στην ηλικία. Δεν είχα κλείσει ούτε τα δεκαεπτά μου χρόνια. Στο βουνό μεγάλωσα και με το ζόρι έπιασα το ένα μέτρο και σαράντα εκατοστά μπόι. Θυμάμαι τον Πάρη που μου είπε: «Μην ακουμπάς την κουβέρτα κάτω, είναι βρεμένο το χώμα και θα βραχεί… Και έφυγε ο Πάρης για λίγο. Δεν ξέρω που πήγε και που βρήκε ένα κομμάτι νάιλον. Κρατούσε το νάιλον και όλο χαρά ήταν. Με συμβούλευε και μου έλεγε: «Να, έτσι, βάλε το νάιλον πρώτα στο χώμα, στρώσε και την κουβερτούλα σου από πάνω. Τώρα δεν θα σου μουσκέψει η κουβέρτα». Και όταν ξεκινήσαμε την επόμενη μέρα, μάζεψα την κουβερτούλα μου και την στρίμωξα πάλι στο γυλιό. Στην πλάτη την κουβαλούσα και δεν την αποχωριζόμουν ποτέ.
Αυτά Άννα μου ξεχνιούνται; Ας έκανα μόνο έναν χρόνο και κάτι μήνες στο «Βουνό».
-Τι, λίγο είναι;;;
-Ήμουν δεκαεπτά και λιγότερο σε ηλικία.
-Και μια μέρα να ήσουν σε συνθήκες πολέμου και κυνηγητού έχει πολύ μεγάλη αξία η παρουσία σου και ο αγώνας σου.
-Βλέπεις Άννα μου, η Διμοιρία μου ήταν πάντα σε εμπροσθοφυλακή. Μπροστά πηγαίναμε. Πολλές φορές πέφταμε σε ενέδρα. Θυμάσαι που έγραψες σ’ ένα κείμενο για την παραλίγο ατυχία μου… Πήγα να ξαλαφρώσω λίγο πιο πέρα και έπεσα σε φαντάρο (αντίπαλο). Ήταν μόλις λίγα μέτρα από εμένα και αν ήθελε θα με έπιανε ή θα με σκότωνε. Μόλις τον αντιλήφτηκα έτρεχα με το βρακί και το παντελόνι στο χέρι. Δεν φοβήθηκα για μένα γιατί όλα ήταν μπροστά μας. Πόλεμος ήταν. Η ζωή και ο θάνατος ήταν δίπλα δίπλα. Έτρεχα να ενημερώσω τη Διμοιρία μου και τους συναγωνιστές μου. Τα καταφέραμε και φύγαμε από την ενέδρα που μας έστησε ο Στρατός. Σου έλεγα και τότε μην γράφεις για το βρακί γιατί ντρέπομαι… Κι εσύ μου είπες: «Αυτό που έχει σημασία είναι να τα γράφουμε όπως είναι και όπως τα ζήσατε γιατί μόνο έτσι θα καταλάβουμε την ψυχούλα σας και το χτυποκάρδι του πολέμου».
Αυτά έβλεπα απόψε στον ύπνο μου και τρόμαξα. Δεν μπορούσα να συνέλθω. Έψαχνα μέσα στο σπίτι μου να δω που είμαι. Και όταν είδα τον Αλέκο να κοιμάται στο σαλόνι, τότε είπα: Α… ρε Φανή, δεν είσαι στο «Βουνό» που σε κυνηγάνε… Εδώ μέσα στο σπίτι είσαι. Και μέχρι το πρωί δεν ξανακοιμήθηκα.
Αυτά που περνάει ο άνθρωπος δεν τα ξεχνάει, ονειρεύεται και τα ξαναπερνάει.
-Ναι, έχεις δίκιο, δεν τα ξεχνάει ο άνθρωπος.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback