Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στην Κόκκινη Πλατεία» του Στεπάν Στσιπάτσεφ

“Και σήμερα ξανά είναι ο Στάλιν πάνου στο ίδιο τούτο Μαυσωλείο
Και δίπλα του είναι οι δοξασμένοι συναγωνιστές του
Κι όλοι μαζί από δω κοιτάμε
Πέρα μακριά-μακριά στον πιο βαθύν ορίζοντα…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Στην Κόκκινη Πλατεία» του Στεπάν Στσιπάτσεφ

Ο Σοβιετικός ποιητής και πεζογράφος Στεπάν Στσιπάτσεφ γεννήθηκε από αγροτική οικογένεια στις 7 του Γενάρη 1899 και έφυγε από τη ζωή την Πρωτοχρονιά του 1980.

Το 1919-1921 υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1919 και δημοσίευσε συνολικά περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές.

Πολλά ποιήματά του τυπώθηκαν σε περιοδικά. Υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Συγγραφέων της ΕΣΣΔ και εκπροσώπησε πολλές φορές τη σοβιετική λογοτεχνική κοινότητα στο εξωτερικό.

Τιμήθηκε για το έργο του με Βραβείο Στάλιν (δυο φορές, το 1949 και το 1951) και άλλα βραβεία.

Από το 1994, στην πόλη Μπογκντάνοβιτς (στην περιοχή Σβερντλόφσκ της Ρωσίας) λειτουργεί το λογοτεχνικό μουσείο «Στέπαν Στσιπάτσεφ»που είναι αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του ποιητή.

Στεπάν Στσιπάτσεφ (1899-1980)

Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», την Πέμπτη 23 του Γενάρη 1947.

Στην Κόκκινη Πλατεία

Τίποτα δεν ξεχνά η Ρωσία
Μέσα στον κόρφο της η αρχαία μας γη ζεσταίνει τους αιώνες
Μονάχα μέρα με τη μέρα η πνοή του χρόνου
Ξεφτάει δυο κόκκους άμμο απ’ του Κρεμλίνου τα οδοντωτά τείχη

Εδώ κάθε πέτρα είναι ακριβή γιομάτη θύμηση
Εδώ δε σβήστηκαν ποτέ τα χνάρια των αιώνων
Κάτου απ’ τις πέτρες μένουν τα ίδια χώματα
Που τ’ άγγιξε του Ιβάν του Τρομερού η αδρή ράβδος.

Πάνου στους χρυσούς τρούλους των εκκλησιών αστράφτει πάντα
Κείνη η αυγή τότε που ο λαός μπουκάριζε μες στην πλατεία
Και στάλες στάλες κόκκινο το αίμα του Ράζιν
Γινόταν το άγιο αλάτι στο καρβέλι αυτής της γης.

Φάλαγγες, φάλαγγες οι πρόγονοί μας μπαίναν στην αθανασία
Ως να ’ρθει η μέρα ν’ αναλάμψει το παγκόσμιο φως
Και ν’ αποτυπωθεί σ’ αυτές εδώ τις πέτρες
Ο ίσκιος της απλής τραγιάσκας του Λένιν.

Όταν όλη η Πλατεία φλογίζονταν απ’ τα κόκκινα φλάμπουρα
Και κόχλαζεν απ’ τυς χειμάρρους των μαζών
Πάνω στο Μαυσωλείο χαμογελούσε ο Στάλιν
Αστειευόταν με τον Καλίνιν και μας χαιρετούσε γνέφοντας με το χέρι του.

Έτσι στ’ ακρόνυχα ανασηκωμένοι βλέπουμε
Πίσω απ’ τις μέρες πίσω απ’ τα χρόνια
Την αυστηρή Μόσχα στην πρώτη γραμμή του μετώπου
Τη μάνα Μόσχα σκεπασμένη απ’ το χιόνι του Νοέμβρη
Ν’ ακούσει τα λόγια του συντρόφου Στάλιν.

Και πάντα εμείς μες στη χαρά και μες στην πίκρα πάντοτε ένα
Απάνου απ’ τα κεφάλια μας πλαταγίζουν οι παντιέρες της νίκης
Κι ο αγέρας της δόξας εγγίζει τ’ άσπρα μαλλιά
Και το χνούδι της νιότης.

Και σήμερα ξανά είναι ο Στάλιν πάνου στο ίδιο τούτο Μαυσωλείο
Και δίπλα του είναι οι δοξασμένοι συναγωνιστές του
Κι όλοι μαζί από δω κοιτάμε
Πέρα μακριά-μακριά στον πιο βαθύν ορίζοντα
Τόσο μακριά όσο κανείς δεν κοίταξεν ακόμα.

Απόδοση Σ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: