«Κόκκινη Πρωτομαγιά»
Ταγμένο στις εξεγέρσεις που έρχονται…
“Σικάγο πρώτη Μάη.
Πλατεία Χειμάρκεν 1886μχ.
Τραγουδά, το μέλλον… “την Ενάτη”
Το σύμπαν υποκλίνεται,
στων έργων τη σοφία.
Συγγράφουν εργάτες “την Διεθνή”.
Τα γιορτινά τους ντύνονται,
της γης οι κολασμένοι.
Δεν τους δεσμεύουν σύνορα,
το μίσος δεν τους δένει.
Τα ροζιασμένα χέρια τους
τους κεραυνούς ορίζουν.
Απληστίες, αφέλειες και ψευτιές,,
στο χάος εκσφενδονίζουν.
Τα Μανιφέστα της οργής,
την απονιά συντρίβουν.
Φυσάει ο αχός και απλώνεται,
γελάνε οι Μπολσεβίκοι.
Οργώνουμε και σπέρνουμε,
τις απέραντες πεδιάδες.
Τις πόλεις κτίζουμε εμείς
Σκάβουμε τα ορυχεία.
Στη μέση των θαυμάτων μας.
Δεν μας ανήκει τίποτα…
Τα πάντα είναι δικά μας….
Απόκληροι και ταπεινοί..
Στο μέλλον ορθοβαδίζουμε..
Φωλιάζει στην γροθιά μας,
η ύπαρξη και τα καλά,
του κόσμου της ανάγκης.
Μέσα στα φυλλοκάρδια μας,
σφυροδρέπανα κρατάμε.
Φυλάμε την ΕΝΟΤΗΤΑ,
την πάλη αρχινάμε.
Στάχτη να γίνει το παλιό.
Καινούργια ζωή γεννιέται.
Δώδεκα ώρες για δουλειά.
Φτάνει και περισσεύει.
Αυτό είναι μόνο η αρχή.
Καλά να το σκεφτείτε”….
Αναζητούν προσχήματα,
τα αφεντικά του κόσμου .
Ψάχνουν για προβοκάτορες…
πάντα υπάρχουν τέτοιοι.
Μια βόμβα ρίχνει “στο ψαχνό”.
Τα βάζει…. λέει με το νόμο!!!
Το αίμα τρέχει σαν νερό.
Το αίμα του εργάτη.
Ανοίγει ο δρόμος των πολλών…
Ζαρώνουνε “οι λίγοι”.
Στήνουν κρεμάλες οι άθλιοι,
οι κάνες κροταλίζουν.
Στόχο έχουν το χαμόγελο,
την ομορφιά, τα μάτια…
Μάταιος κόπος τους μηνάει,
“ένα το χελιδόνι….”
Απόφαση σαν πήραμε
κανείς δεν σας γλυτώνει.
Ριζώνει σήμερα στη γη,
το βήμα του ανθρώπου.
Δάσος και δένδρο γίνεται..
το κάθε βάσανο μας.
Φωτιά να κάψει τους καημούς
και το παράπονο μας.
Τραγούδι ατελείωτο
“στα μαύρα” όνειρα μας.
Φτάνει και στην πατρίδα μας.
Σαλπάρει για τα πέρατα,
στα στέκια της ανάγκης.
Η τάξη αναπτύσσεται,
μπολιάζεται με μίσος.
Μαθαίνει από τα λάθη της,
γεννάει δικό της Κόμμα.
Φυτρώνουν κρινοδάχτυλα…
Λέγονται Σωματεία.
Θερμαστές, υφαντουργοί,
μηχανικοί, οι τυπογράφοι πρώτοι.
Οι αστοί συνδικαλίζονται.
Μη χάσουνε τα πλούτη.
Δαυίδ Γολιάθ συγκρούονται.
Αυτό κρατάει ακόμη.
Εργάτες ακούστε τη βουή….
μαζέψτε την οργή σας.
Τις φέρνουνε στα πέρατα….
χιλιάδες περιστέρια.
Τα πρώτα καταστατικά,
γραμμένα με το αίμα.
Του μάρτυρα, του ήρωα,
του Άγνωστου Εργάτη.
Νόμος “το απαγορεύομεν,
γίνεται… “εις μάτην”.
Έχει και αποτελέσματα…
για τον απεργοσπάστη!
Άνδρας μπήκε για δουλειά..
Μα ντύθηκε γυναίκα.
Να γλυτώσει από το κακό.
Αυτός και άλλοι δέκα.
Πιάνουν δουλειά οι δικαστές
και δίπλα οι αστυνόμοι.
Να πιάσουν τους υπαίτιους.
Να εφαρμοστούν …. οι νόμοι.
Στο εδώλιο ένας κλωστοϋφαντουργός
και ένας καπνεργάτης.
“Ακούει”… την απολογία τους,
“του Έθνους” ο δραγάτης.
“Ποτάμι τρέχει ο ιδρώτας μας
κανείς δεν μας πονάει.
Οι μηχανές μας λιώνουνε.
Και η ζωή μας πάει”.
Θα σπάσουμε τη φυλακή.
Της φάμπρικας το αίσχος.
Πέτυχε η απεργία μας.
Ακόμη κι’ αν θυσιάστηκαν,
πεντέξι σύντροφοι μας.
Απόφαση που βγάλατε.
Στη φυλακή να μπούμε.
Θάρθει στιγμή, που μια φορά…
Θε να λογαριαστούμε.
Καιρός να κλάψουμε νεκρούς
και τους αδικημένους.
Τίποτα δεν πάει χαμένο.
Ας μας λέν για πεπρωμένο.
Μετράτε λοιπόν αχόρταγοι.
Μην περιμένετε οίκτο.
Εμείς θα στήσουμε χορό.
Στης Καισαριανής τον τοίχο.
Γράφει το ημερολόγιο
της Ταξικής της πάλης.
Εκεί στα 1917 το πρώτο μας το Κράτος.
“Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης…”
Στου 1918 το βάθρο.
Μια μάνα κλαίει το παιδί.
Το αδικοσκοτωμένο.
Καταμεσής της δημοσιάς…
Στου 1936 τη χρονιά.
Μανιάτικα τα λόγια της,
μα και τα μοιρολόγια.
“Βασίλεψες αστέρι μου.
Βασίλεψε όλη η πλάση.
Ο ήλιος κουβάρι ολόμαυρο.
Το φέγγος του έχει μάσει….”
1941.. “Με το ντουφέκι του στο δρόμο..”
1944… Οι διακόσιοι της Καισαριανής.
Λίγες λέξεις πριν την εκτέλεση…
Απολογισμός και περίληψη της ζωής.
“Όμορφος είναι ο κόσμος.
Πεθαίνουμε για να γίνει καλύτερος”.
“Για την Ελλάδα και την λευτεριά”.
“Μας χαιρετάει η ζωή κι’ είναι να κλαίς από χαρά”.
“Σε γνωρίζω από την κόψη…”
“Μανούλα μην κλάψεις.
Φίλησε μου την Ελένη.
Πες της να παντρευτεί.
Να μη με περιμένει”.
“Φέγγει ο ήλιος σήμερα.
Το βόλι δεν πονάει.
Μας αγναντεύει ο Χάροντας.
Μαζί και αυτός λυγάει”..
1945.. έφτασε.
Η σημαία ανεμίζει.
Το τέρατο του φασισμού.
Συντρίβει και σκορπίζει.
Το σκοτάδι υποχωρεί.
Παραμονεύει πάλι.
Στου 1990.. τη χρονιά.
Ζητάει ρεβάνς.
Ψάχνει ξανά.
Στης ιστορίας τη ζάλη.
Να μας νικήσουν δεν μπορούν.
Χρόνο αποζητούνε.
Μπας και τα καταφέρουνε.
Να τους ελυπηθούμε.
Ψυχές τρώει ο Μινώταυρος,
“στη Θεία” Παλαιστίνη.
Αυτός που έχει δεν μπορεί
και όποιος δεν έχει δίνει.
Ξανά λοιπόν από την αρχή.
Πιάνουμε το κουβάρι.
“Λυσσάει” η χαρά και καρτερεί.
Να λύσει το ζωνάρι.
Πικρό πολύ το φαγητό.
Που μπαίνει στο τραπέζι.
Να κοιταχτούμε μια φορά.
Να σφίξουμε τα χέρια.
Να δώσουμε όρκο ανθρώπινο
και ταξικό συνάμα.
Έχει ο κόσμος άφθονη,
λύπη και μιζέρια.
Συρματοπλέγματα παντού.
Ακόμη και στα αστέρια.
Η φθορά των συνειδήσεων.
Ο βασικός τους στόχος.
Εμάς όμως τα μάτια μας.
Καταμεσής του δρόμου.
Εδώ που όλα θα κριθούν.
Και θέσφατα και νόμοι.
Μια μάνα κλαίει και θρηνεί.
Είναι η δική μας μάνα.
“Γιέ μου πάψε να ρωτάς.
Για ποιόν κτυπάει η καμπάνα”.
Ένα λεπτό σιγής.
Απόψε σύντροφοι μου.
Περνάν νεκροί μα…. ζωντανοί.
Αυτοί που μας ορίζουν.
Δάσος η απόφαση.
Βουνό η θέληση μας.
Ένα πέλαγος το δίκιο μας.
Το μέλλον είναι μαζί μας.
Αφιερωμένο στην καρδιά του Λαού…
‘’στον Άγνωστο Εργάτη’’
Σπάρτη Μάνη 1η Μάη 1990μχ.
“Ο Παράνομος” Πολίτης και Ποιητής
Νίκος Φωτίου Σταθάκος