Σώτια Τσώτου – «Μια νέα τάξη με πλουτοκράτες και δυνατούς, μάς κοροϊδεύει με συναυλίες για τους φτωχούς»
Ασυμβίβαστη και αντισυμβατική η σπουδαία στιχουργός Σώτια Τσώτου συγκαταλέγεται στους δημιουργούς που τους γνωρίσαμε μέσα από το έργο τους, ενώ για τους ίδιους ελάχιστα μάθαμε όσο ζούσε.
Η θεματολογία και οι στίχοι της Σώτια Τσώτου έμοιαζαν και ήταν ασυνήθιστοι την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε στο τραγούδι. Στίχοι στιβαροί, χωρίς φιοριτούρες, με έντονες κοινωνικές αναφορές και πολιτικές προεκτάσεις. Και τα ερωτικά της τραγούδια έφερναν κάτι διαφορετικό καθώς απείχαν από πολυχρησιμοποιημένες γλυκερές αναφορές και τη μανιέρα της καψούρας.
«Τα τραγούδια μου έχουν ένα μύθο. Υπάρχει μια μικρή ιστορία μέσα εκεί. Δεν είναι παράθεση εικόνων και λέξεων μόνο», έλεγε. Στους στίχους της βρήκαν χώρο η φτώχεια, η αδικία, ο πόνος, οι κοινωνικές ανισότητες που γεννάει η εκμετάλλευση, ο πόλεμος, η προσφυγιά, τα βάσανα του βιοπαλαιστή, η αγάπη, ο έρωτας, η πραγματική φιλία.
«Εμείς παλεύουμε χρόνια και χρόνια για μια αυλή, για μια γωνιά στην Κοκκινιά.
Εμείς γιατρεύουμε τα χελιδόνια και τα σπουργίτια που παγώνουν στον χιονιά.
Εμείς είμαστε ο αφέντης λαός, εμείς είμαστε του κόσμου το φως
εμείς είμαστε τ’ αλάτι της Γης όπως είπε και ο Χριστός…»
Τα τραγούδια της Σώτιας Τσώτου, ζυμωμένα με μεράκι και ψυχή, κουβαλούσαν την παιδεία και την καλλιέργειά της, τις ιδεολογικές και αισθητικές της καταβολές και πάντα βαθύ σεβασμό προς τους αποδέκτες τους. Η ίδια έλεγε ότι σε κάθε εποχή οι πρώτοι ακροατές όλων των τραγουδιών είναι οι νέοι, άρα αυτοί λαμβάνουν πρώτοι και το μήνυμα που το τραγούδι κουβαλάει κάθε φορά.
Η σπουδαία στιχουργός γεννήθηκε στις 14 του Μάη 1942, στη Λιβαδειά και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Δεκέμβρη 2011. Ήταν παιδί της οικογένειας του αγωνιστή του ΕΛΑΣ Γιώργου Κρανιώτη. Τον πατέρα της τον εκτέλεσαν οι Γερμανοφασίστες καταχτητές τον Σεπτέμβρη του 1943 και στη συνέχεια πυρπόλησαν το σπίτι της οικογένειας. Το άγριο κυνηγητό εναντίον της οικογένειας θα οδηγήσει στην υιοθεσία της.
«Έξω αστράφτει και βροντά κι ένας διαβάτης περπατά χαμένος μες τη μπόρα.
Κάπου δε θα ‘χουνε ψωμί, κάπου πεινάει ένα παιδί και κλαίει αυτή την ώρα.
Κι εμείς χορτάτοι, μα το ναι κάνουμε γλέντια ρεφενέ
Βρε δε βαριέ βρε δε βαριέσαι αδερφέ…»
Από νεαρή ηλικία εργάστηκε ως δημοσιογράφος, σπουδάζοντας παράλληλα στην Πάντειο και στις δραματικές σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Κωστή Μιχαηλίδη.
Το 1964 βρίσκεται στη μπουάτ όπου εμφανίζεται ο Κώστας Χατζής. Εκεί του εμπιστεύεται τους πρώτους της στίχους και μπαίνουν τα θεμέλια μιας δυνατής φιλίας.
«Παιδί της νύχτας μια ζωή δε το αντέχω το πρωί
με τους κυρίους στα κασμίρια τους σφιγμένους
εγώ τη νύχτα μόνο ζω μαζί με κείνους π’ αγαπώ
με τους παράνομους και τους αδικημένους…»
Το 1967 η χούντα των συνταγματαρχών σφραγίζει την «Ελευθερία», την εφημερίδα που εργαζόταν, και μένει άνεργη. Τα όργανα της χούντας τη συλλαμβάνουν πολλές φορές και τη σέρνουν στην Ασφάλεια. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας η Σώτια καίει τη δημοσιογραφική της ταυτότητα και μετά από προτροπή του Λευτέρη Παπαδόπουλου αποφασίζει να στραφεί προς το τραγούδι.
Στην απομόνωση εμπνέεται τα τραγούδια «Βρε δε βαριέσαι, αδελφέ» και «Να ‘τανε το ’21», που λίγο μετά θα την κάνουν γνωστή ως στιχουργό. Παράλληλα σηματοδοτούν το ξεκίνημα μιας σπουδαίας διαδρομής, γεμάτη υπέροχα τραγούδια, που θα χαραχτεί ανεξίτηλα από τη συνεργασία της με τον Κώστα Χατζή. Η συνεργασία τους ξεκινάει το 1968 και από αυτή θα γεννηθούν τα επόμενα χρόνια μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια και των δυο. Η Σώτια Τσώτου εκτιμούσε και θαύμαζε απεριόριστα τον Κώστα Χατζή. «Αν δεν υπήρχε ο Χατζής δεν θα υπήρχα κι εγώ» έλεγε.
«Μια νέα τάξη με πλουτοκράτες και δυνατούς
μας κοροϊδεύει με συναυλίες για τους φτωχούς
αχ, Μπόμπυ Ντύλαν να κλαίω μ’ έκαναν κάποτε οι στίχοι σου
τώρα αυτοκράτορα σ’ έχουν κάνει οι ανθρακωρύχοι σου…»
Ασυμβίβαστη και αντισυμβατική η σπουδαία στιχουργός συγκαταλέγεται στους δημιουργούς που τους γνωρίσαμε μέσα από το έργο τους, ενώ για τους ίδιους ελάχιστα μάθαμε όσο ζούσε. Απόφευγε τα φώτα της δημοσιότητας, έχοντας επιλέξει να μη μιλάει στα μάτια αλλά στις ψυχές των ανθρώπων. Και αυτό το κατάφερνε με τα τραγούδια της.
«Εγώ είμαι μυστήρια ιστορία κόντρα πηγαίνω στον καιρό
και βάζω την καρδιά μου τιμωρία αν καταλάβω πως πονώ
κομμάτια κι αν με κάνει η ορφάνια, λέξη για σένανε καμιά
το βράδυ με κοιμίζει η περηφάνια και με ξυπνάει η ερημιά…»
Εκτός από την εμβληματική συνεργασία της με τον Κώστα Χατζή, η Σώτια Τσώτου συνεργάστηκε με πολλούς ακόμα σημαντικούς συνθέτες και ερμηνευτές όπως ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Τάκης Σούκας, ο Δώρος Γεωργιάδης, ο Γιώργος Κριμιζάκης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Λίνος Κόκοτος, ο Γιώργος Μουζάκης, ο Χρήστος Γκάρτζος κ.ά. Επίσης τραγούδια της έχουν τραγουδήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, η Ελπίδα, η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Πάριος, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Κώστας Σμοκοβίτης κ.ά.
«Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε από ψηλά αν τους κοιτάξεις
θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι που στη στιγμή θα τούς ξεχάσεις.
Αγαπημένη μου, μην κλαις, πάμε μαζί ψηλά, αν θες
να δεις τη γη απ’ τη σελήνη, ένα φεγγάρι είναι και κείνη…»
Δεν της άρεσε ο ντόρος. Έκανε ό,τι μπορούσε για να μη φαίνεται. Μετρημένες στα δάχτυλα οι τηλεοπτικές της εμφανίσεις. Δεν την απασχόλησε ποτέ η εικόνα της, δεν διατηρούσε προσωπικό αρχείο, τους τοίχους του σπιτιού της δεν γέμιζαν οι πολλοί χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι που της ανήκαν και δεν πήγαινε να παραλάβει ή τα βραβεία που της απένειμαν κατά καιρούς. Δεν πάσχιζε να εξασφαλίσει υστεροφημία.
«Εμείς θα δοξαστούμε μετά θάνατο» έλεγε στους φίλους της, αυτοσαρκαζόμενη. Την υστεροφημία της η Σώτια Τσώτου την έχτιζε με άφθαρτα υλικά: τους στίχους των τραγουδιών της, τον ντόμπρο και ακέραιο χαρακτήρα της και τον σεμνό, αταλάντευτο βηματισμό της στον μακρύ δρόμο της τέχνης της.