Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι ξένοι» του Ανρί Μπαρμπύς
Και η κοπέλα, ολόχρυση, έμεινε άφωνη μπρος στα πήλινα ανθρωπάκια που η δυστυχία είχε μεγαλειωδώς σμιλέψει και που για την ώρα ήταν καθισμένα σε καρέκλες στην κουζίνα, μα που ήταν χτες και που θάναι αύριο οι εκτελεστές. Και οι εκτελεσμένοι…
Ο σπουδαίος Γάλλος αντιφασίστας συγγραφέας Ανρί Μπαρμπύς γεννήθηκε στις 17 του Μάη 1873 κι έφυγε από τη ζωή στις 30 του Αυγούστου 1935.
Ποιητής, συγγραφέας επαναστατικών μυθιστορημάτων και διηγημάτων, δραματουργός, κριτικός θεάτρου της «Ουμανιτέ», ο Μπαρμπύς έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η κόλαση» το 1908.
Πήρε μέρος ως εθελοντής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που είχε ήδη καθιερωθεί ως λογοτέχνης και η υγεία του ήταν σε κακή κατάσταση. Συγκλονισμένος από τις συνθήκες της στρατιωτικής ζωής και για τον εγκληματικό χαρακτήρα του ιμπεριαλιστικού πολέμου θα γράψει το βιβλίο του «Η φωτιά» (1915), που είναι ένα από τα καλύτερα αντιπολεμικά μυθιστορήματα.
Η Μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση είχε σημαντική επίδραση στη ζωή και το έργο του Μπαρμπύς. Το 1919 υπήρξε ιδρυτής της αντιμιλιταριστικής, διεθνιστικής ομάδας «Κλαρτέ» («Εξέγερση»).Το 1923 εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και συνέχισε το έργο του με τη συγγραφή κυρίως πολιτικών μυθιστορημάτων.
Το 1927 κάνει το πρώτο του ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση και το 1928 ξεκινά την έκδοση της εβδομαδιαίας κομμουνιστικής εφημερίδας Monde.
Το 1929, ως πρόεδρος της «Επιτροπής προστασίας των θυμάτων του φασισμού και της λευκής τρομοκρατίας» κατά των κομμουνιστών, ο Ανρί Μπαρμπύς καταγγέλλει σε γράμμα του προς την ελληνική κυβέρνηση την τρομοκρατία που ασκείται κατά του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.
Έργα του είναι «Οι δήμιοι στα Βαλκάνια», όπου καταγγέλλει τις δικτατορίες κατά της εργατικής τάξης και «Η λευκή τρομοκρατία».
Το 1935, έπειτα από επανειλημμένες επισκέψεις στη Σοβιετική Ένωση, γράφει το τελευταίο του βιβλίο, μια βιογραφία του Στάλιν. Ως το τέλος της ζωής του συγκέντρωνε υλικό για μια μεγάλη βιογραφία του Λένιν, την οποία δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει.
Υπήρξε επικεφαλής της Παγκόσμιας Επιτροπής Αγώνα κατά του φασισμού και δραστήριο μέλος των «Φίλων της Σοβιετικής Ένωσης».
Το διήγημα «Οι ξένοι» δημοσιεύτηκε τον Μάρτη του 1963 στο περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης», της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη, σε μετάφραση Γ.Μ.
Από το περιοδικό παρατίθεται το ακόλουθο αντιπολεμικό εισαγωγικό κείμενο, με αναφορά στην πρόσφατη ακόμα – τότε – αποτυχημένη εισβολή των Αμερικάνων στον Κόλπο των Χοίρων, στην Κούβα: «Ήταν μέσα στον πόλεμο του 14. Το διήγημα αυτό φέρει στο νου την απελπισία, την οδύνη των ανθρώπων του χαρακώματος. «Οι ξεχασμένοι καιροί». Τι μένει, αλήθεια, σήμερα στη μνήμη από κείνα τα χρόνια που η γης και η λάσπη έπιναν πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα το αίμα των στρατιωτών. Σήμερα τούτο το διήγημα του Ανρί Μπαρμπύς, γραμμένο λίγο μετά το Μεγάλο Πόλεμο, φέρνει πολύ κοντά μας αυτούς τους ανθρώπους με τη στολή της λάσπης, απαράλλαχτα ίδιους απ’ τη μια κι απ’ την άλλη μεριά, κείθε των συνόρων. Ο πόλεμος! Δεν πάει καιρός, τα γεγονότα της Κούβας έκαναν να βαρύνει πάνω μας ο κίνδυνος της ατομικής καταστροφής. Ο θρίαμβος του πνεύματος των διαπραγματεύσεων μας έσωσε αυτή τη φορά. Σήμερα μπορούμε να λύνουμε τα προβλήματα ανάμεσα στις χώρες με τη συζήτηση. Σήμερα, οι λαοί μπορούν να επεμβαίνουν και ν’ αλλάζουν τις αποφάσεις των αρχηγών τους. Σήμερα η ιδέα του αφοπλισμού, αυτό το παλιό όνειρο των ανθρώπων, παίρνει σάρκα και οστά. Η φιλία ανάμεσα στους ανθρώπους δεν μπορεί νάναι αληθινή και στερεωμένη, παρά μέσα σ’ έναν κόσμο απαλλαγμένο από όπλα και στρατούς».
Οι ξένοι
του Ανρί Μπαρμπύς
(μετάφραση: Γ. Μ.)Ήταν μέσα στον πόλεμο: Το 1916 – στους ξεχασμένους καιρούς.
Δεν είπαν τίποτα. Δεν εμπορέσαν, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, όσο βρίσκονταν μέσα σ’ αυτή την αρχοντική κουζίνα.
Οι τρεις στρατιώτες πού είχαν έρθει στο «κατάλυμα αναπαύσεως» στη μικρή πολιτεία, καθισμένοι στη μέση αυτής της κουζίνας, πλάι – πλάι, πρόσεχαν να λερώνουν όσο γινόταν πιο λίγο τα πράματα με τη λάσπη τους και να φοβίζουν όσο γινόταν πιο λίγο με τις φυσιογνωμίες τους κείνους τους ανθρώπους που, χωρίς λόγο, τους υποδέχονταν έτσι ευγενικά.
Το σύνταγμα ολόκληρο, στο γυρισμό απ’ τα χαρακώματα, γέμισε την μικρή κωμόπολη μ’ ένα θόρυβο σιδερικών. Ο πύργος δέσποζε στη μικρή πόλη σαν ένα καπάκι πολυτέλειας, κι αστοί βρισκόντανε μέσα σ’ αυτόν τον πύργο.
Δεν έμεναν εκεί μα τούς είχαν προσκαλέσει. Πραγματικά, αφού άφησαν τους σάκους και τα ντουφέκια τους στο υπόστεγο που τούς είχε υποδειχτεί για διαμονή της διμοιρίας τους (ανοιχτό στον άνεμο και το νερό, έτσι που ’μοιαζε πιο σωστά με αχούρι), ο Τριαντού, ο Πουϊγιόν κι ο Πέπε αποφάσισαν να κάνουν έναν περίπατο πριν ξεβρωμιστούν και γράψουν γράμματα. Περπάτησαν άσκοπα μέσ’ στις οδούς, χωρίς καν να βιάζονται ξαποσταίνοντας και περιδιαβάζοντας εδώ κι εκεί, καθώς κάνουν οι ελεύθεροι άνθρωποι.
Τα βήματα τούς έφεραν γειτονικά στον πύργο και τους προσκάλεσαν να μπουν. Ο σωφέρ, η καμαριέρα, ο πρώτος γιος του κηπουρού ήταν εκεί, έπειτα ήρθαν τα κοριτσάκια της θυρωρού. Τους πρόσφεραν βερμούτ, εκείνο το παράξενο πιοτό πούχει μια γεύση ζουμί.
Τους κοίταζαν.
Τα πρόσωπά τους ήταν τυλιγμένα με μια γκρίζα φλούδα που τούς έκανε να δίνουν την εντύπωση παχυδέρμων, και τα μάτια τους έμοιαζαν με παράθυρα. Ακόμα κι ο Πέπες, είχε κάτι από ελέφαντα, έστω κι αν στην πραγματικότητα ήταν περίπου αδύνατος όσο και ο ίδιος του ο σκελετός. Οπωσδήποτε, θα χρειαζόταν αρχαιολόγος για να φέρει στο φως την αληθινή τους μορφή κάτω απ’ την τρομερή τους βρώμα.
Οι άλλοι απασχολούνταν με το να τους παρατηρούν και τα τρία περίεργα «όντα» απασχολούνταν, αν μπορεί να πει κανείς, με το να παρατηρούνται απ’ τούς άλλους. Δεν υπήρχαν και πολλά να ειπωθούνε μέσα σ’ αυτή την τεράστια παστρικιά κουζίνα με τούς λείους τοίχους, τις ορθές γωνίες καθώς στα ξώφυλλα των βιβλίων, λαμπερή απ’ το χαλκό και το αλουμίνιο. Οι φαντάροι χαμήλωναν το κεφάλι, και τα πλευρά τής χλαίνης τους στέκονταν σαν ξυλένια φτερά απάνω στο παρκεταρισμένο πλακόστρωτο. Ακούγονταν από μακριά – γύρωθε, να μπουμπουνίζει το μεγάλο κανόνι κι αν οι πολεμιστές είχαν μιλήσει, θα είχαν γυρέψει να τους συχωρέσουν για κείνους εκεί τους βρόντους.
Οπότε, στην κουζίνα πούχε μεταβληθεί σε ζωολογικό κήπο, κατέβηκε η δεσποινίς Κλωτίλδη, η κόρη του Κόμη και τής Κόμισσας τού πύργου. Είχε τη χάρη στα τρυφερά της μάτια κι ήτανε γύρω στα είκοσι της χρόνια, ίδια με τους καινούργιους της κλάσης του 15.
Με τη μαγική εμφάνιση της νεαρής κυράς, το προσωπικό ορθώθηκε σαν ένα πρόσωπο. Οι τρεις φαντάροι παρασυρμένοι απ’ την ομαδική κίνηση, μισοσηκώθηκαν, και ξανάπεσαν μ’ όλο το βάρος τους – προλάβαινες οπωσδήποτε, να ιδείς πως η υγρασία που κουβαλούσαν στις χλαίνες τους είχε μισοσβήσει τη γυαλάδα απ’ τις ξύλινες βερνικωμένες καρέκλες.
Το κορίτσι προχώρησε κατά τη μεριά τους. Ο σωφέρ, με ύφος ιμπρεσάριου, πολυλογάς, σαν πολιτικάντης, τούς παρουσίασε. Ήταν περήφανος γι’ αυτά που έλεγε και όπως όλοι οι ιμπρεσάριοι ζούσε το ρόλο του:
– Επετέθηκαν πενήντα φορές με την ξιφολόγχη. Από το σύνταγμά τους, πούχει πέντε χιλιάδες άντρες, πέρασαν και σκοτώθηκαν τριάντα χιλιάδες: Εκείνοι που έφτασαν πρώτοι σ’ αυτό το σύνταγμα, ήταν έξη φορές καταδικασμένοι στο θάνατο.
Εκείνο που έλεγε ο σωφέρ, έφερνε στο νου έναν άλλο κόσμο, που μόλις άγγιζε τούτον εδώ, που τον αγνοούν ολότελα όσοι δεν πήγαν εκεί και από τον οποίον είχαν περάσει για πέντε λεφτά αυτοί εδώ οι άνθρωποι. Η χειροπιαστή παρουσία αυτού τού κόσμου, στάθηκε εκεί δα για μια στιγμή, λες κι ο τοίχος της κουζίνας δεν ήταν παρά μια αυλαία που σηκώθηκε ξαφνικά πάνω από το θέατρο των πραγμάτων. Έβλεπες τόσο καθαρά ότι πέρασε μια πνοή αέρα. Αδύνατο να μην αισθανθείς την εφιαλτική γούβα από αίμα και κεραυνούς. Αδύνατο να μην νοιώσεις πως αυτοί εδώ οι επιζήσαντες, ήταν παράξενες υπάρξεις, που επέπλεαν ακόμα μέσα στον απίθανο αγώνα του ανθρώπου ενάντια στο θάνατο, ήτανε θαύματα προσωποποιημένα.
Είχαν περάσει τριάντα μήνες μέσα σε δισεκατομμύρια σταγόνες χυμένο σίδερο. Αν μια σταγόνα σ’ ακουμπήσει, δεν έχεις πιά μορφή, χώνεσαι στή γης, και μένεις στους αιώνες των αιώνων. Τίποτα δεν έχει τελειώσει και φτάνει μια σταγόνα. Εκείνοι πού βρίσκονται προσωρινά εδώ έχουν τόνα ποδάρι μέσ’ στο παγκόσμιο μνήμα.
Το κορίτσι είπε:
– Άμοιρα παιδιά!
Όμως, δεν είχε καλά καλά μιλήσει, κι ένοιωσε πως δεν ήταν αυτό που έπρεπε να πει. Οι φαντάροι δεν τής απάντησαν. Έμειναν φρόνιμοι, «προσοχή» πάνω στα καθίσματά τους. Ανίχνευαν μονάχα το νεανικό πρόσωπο, ολοκαίνουργο και ολόγλυφο, πάνω στο οποίο πάγωσε το αρχινημένο χαμόγελο.
Γίνηκε φανερό πως η φράση αυτή της συμπόνιας ήταν ένα εξαιρετικά μικρό πράγμα και πως δεν έλεγε την αλήθεια.
Πόσο είναι δύσκολο να μιλήσεις! Είναι, ωστόσο, απλό. Κάθονται εκεί, ολοφάνερα, και η μοίρα τους κάθεται εκεί, επίσης ολοφάνερα. Όμως, ακριβώς γιατί είναι απλό είναι τόσο δύσκολο.
Άρχισε να τούς φοβάται αυτούς τους διαβάτες του θανάτου, που στάθηκαν εδώ στο διάβα τους. Χαμήλωσε το κεφάλι και ψιθύρισε:
– Είσαστε ήρωες.
Δεν απάντησαν ούτε και τώρα, δεν διαμαρτυρήθηκαν.
Είχαν ακούσει κι έμοιαζαν να μην έχουν καταλάβει. Ούτε κι αυτός ο λόγος δεν τούς άγγιζε. Γιατί δεν ήτανε ήρωες. Ε, ναι, αν το είχαν θελήσει θα αναθυμούνταν πολεμικά κατορθώματα παρόμοια, τελοσπάντων, με κείνα των ανθρώπων του Πλουτάρχου ή άλλα, που είχανε πραγματοποιήσει Από δω κι από κει. Όμως, πρέπει νάσαι τρελός για να πεις: ήρωας.
Ο Πέπες ψάχτηκε να βρει το μυξομάντηλό του. Ριγμένος πίσω πάνω στο κάθισμά του, το πόδι τεντωμένο, και ανοίγοντας την κοκκαλωμένη γωνιά της χλαίνης του ίδια με μια πόρτα, τράβηξε απ’ την τσέπη του το μαντήλι μαζί με κάτι κορδόνια για αρβύλες, ένα τσακμάκι κι ένα πολεμικό σταυρό.
Ο ηρωισμός τους ήταν μια λεπτομέρεια που την έριχναν μέσα στην τσέπη τους.
Χρειαζόταν να βρεθεί κάτι άλλο από κείνες εκεί τις κακόμοιρες λέξεις.
Υποχρεώθηκαν να τους βλέπουν καλύτερα. Και ανακάλυψαν πως δεν είχαν μείνει και τόσο ανέγγιχτοι κατά τη διάρκεια του παράλογου ταξιδιού τους μέσα στις μπάρες. Όσο νάναι είχανε λίγο γδαρθεί και λίγο λερωθεί με κόκκινο, τριάντα μήνες τώρα.
Εκεινού, λογουχάρη, το ζερβό του προφίλ το είχε χτυπήσει μια σφαίρα και ήταν ξαναπλασμένο μ’ ένα τρόπο αλλού λίγο αλλού πολύ όμοιο με το δεξί του.
– Σας θαυμάζω, διακινδύνεψε η κοπέλα.
Τα τρία κεφάλια κούνησαν για λίγο. Ο πρώτος έκανε μια προσπάθεια να γυρίσει απ’ τη γερή μεριά, το ξανασκαλισμένο απ’ το χειρουργό πρόσωπό του. Ο δεύτερος ορθώθηκε, όχι χωρίς να τρίξει: είχε καταντήσει, από τις πολλές θύελλες, να γίνει ευαίσθητος στα ρεύματα του αέρα. Ο τρίτος δίπλωσε και ξεδίπλωσε το πιασμένο πόδι του, που η ακινησία τού έφερνε αγκύλωση. (Αν αναπαφτείς πας χαμένος! ).
– Σας λυπάμαι! είπε η φωνούλα.
Αμέσως έπειτα, σαν κάποιον που έπεσε σε λάθος είπε:
– Συγγνώμη!
Πράμα περίεργο: τη στιγμή που ζητούσε συγγνώμη για το ότι δεν κατάφερε να κρατηθεί και να μη φωνάξει: «Σας λυπάμαι», ο Πέπες έβηξε, ο Πουϊγιόν ανατρίχιασε από πυρετό, και μια γωνιά στο μούτρο του Τριαντού κουνήθηκε μοναχή της.
Εκείνη θέλησε να πει κάτι άλλο. Γιατί αυτή η πεταλούδα ήταν θαρραλέα και είχε κουράγιο. Θέλησε να πει: «Εκάματε το καθήκον σας, ως Γάλλοι, και…». Όμως αυτή η φράση ηχούσε τόσο ψεύτικα που δεν την ξεστόμισε – και όλοι τους είδαν πως οι λέξεις έστεκαν στο λαιμό της.
Και η κοπέλα, ολόχρυση, έμεινε άφωνη μπρος στα πήλινα ανθρωπάκια που η δυστυχία είχε μεγαλειωδώς σμιλέψει και που για την ώρα ήταν καθισμένα σε καρέκλες στην κουζίνα, μα που ήταν χτες και που θάναι αύριο οι εκτελεστές.
Και οι εκτελεσμένοι.
Τριγύρω, το προσωπικό φάνταζε ωσάν ένα άμορφο κοινό. Η νεαρή Κυρά δοκίμασε απ’ την αρχή, με θάρρος.
– Κύριοι…
Και μετά:
– Φίλοι μου…
Όμως, δεν ήτανε κύριοι και ακόμα λιγότερο φίλοι.
Εκείνοι, πολύ θα τόθελαν να πετάξουν ένα καθωσπρέπει λόγο. Όμως, δεν το μπορούσαν. Ήταν πιο μεγάλοι, απ’ τούς εαυτούς τους, ριζωμένοι βαθιά στην τάξη τους, της οδύνης.
Έτσι, εξακολούθησε αυτός o διάλογος, που δεν ήταν διάλογος και που έδειχνε ένα δράμα που δεν είχε τη γνώριμη μορφή των δραμάτων – γιατί ήταν η συνάντηση, συμπτωματικά και χωρίς κακία, δύο ειδών υπάρξεων, που βρίσκονται το καθένα σε μια άλλη άκρη της ζωής.
Όπως και νάναι, καθώς κάτι έπρεπε να ειπωθεί, άνοιξε ο Πεπέ το στόμα κι είπε:
– Μάλιστα.
Και η λέξη στάθηκε εκεί βαριά ριζωμένη, ωσάν μια λέξη απ’ το υπερπέραν.
Ο Τριαντού σηκώθηκε – αλλά επειδή ήταν καιρός να φύγουν – και μίλησε – αλλά για να πει:
– Άντε για το στάβλο. Έρχεσαι;
Δεν ήταν ούτε καν στάβλος εκεί που κοιμόνταν, όμως αυτό ήταν τ’ όνομα που δίναν από συνήθειο.
Τραβήχτηκαν πισωχωρώντας, χαιρετίζοντας με μικρές κινήσεις αδέξιες την κοπέλα.
Και εκείνη, χάθηκε ταπεινωμένη, με τα δάκρυα να λαμπυρίζουν στα μάτια της.
Συνάντησε σ’ ένα υπέροχο κεφαλόσκαλο έναν κομψό και καλοσυνάτο κύριο.
– Είδα στρατιώτες.
– Είναι άνθρωποι σαν κι εμάς, βεβαίωσε φιλοσοφικά ο κύριος.
– Όχι, είπε εκείνη, μια και δεν μπορούμε να τούς μιλήσουμε.
«Θάλεγε κανείς πως υπάρχει ανάμεσα σε κείνους και σε μάς ένας λεκές που δεν μπορούμε να σβήσουμε».
Ντρεπόταν γι’ αυτήν την ομολογία. Μιλούσε με λίγη μελαγχολία και με πολύ τρόμο, και καλόβλεπες πως εκείνος ο τρόμος, όταν θα ήταν πια λιγότερο νέα και λιγότερο τρυφερή, θα μεταμορφωνόταν σε μίσος.
«Υπάρχει ο κόσμος των ανθρώπων που είναι ο κόσμος του πολέμου και, αποπάνω, ο κόσμος των ωραίων σπιτιών που ’χουν χρηματοκιβώτια με παχιές πόρτες και όπου οι κουζίνες αστράφτουν σαν εκκλησιές. Ένας άλλος κόσμος, μια άλλη χώρα, που κατοικείται από ξένους με άγνωστες μορφές».
Ο Πεπέ το συλλογιόταν αυτό συγκεχυμένα και μετά από εκατό βήματα συμπυκνωμένης σιωπής μαζί με τους συντρόφους του, ξεστόμισε την κοινή και στους τρεις αλήθεια:
– Πώς θες να κουβεντιάσεις αφού δεν μιλάς την ίδια γλώσσα;
– Μα το Θεό!, αποκρίθηκαν οι άλλοι.
– Να κι ο πύργος μας, είπε ο Τριαντού που βαλνόταν να ξαναγίνει πολυλογάς.
Πριν το υπόστεγο βρισκόταν ένα είδος κοτετσιού απ’ όπου οι κότες είχαν από καιρό γίνει καπνός. Μέσ’ στο συρμάτινο κοτέτσι, ήταν κλεισμένος ένας άνθρωπος.
Ήταν ο Γερμανός αιχμάλωτος, που ο λόχος έσουρνε μαζί του.
Ζυγώσανε. Ένας άλλος άνθρωπος στεκόταν στο πλάι οπλισμένος με το ντουφέκι του και την ξιφολόγχη στην άκρη. Αυτός ο φρουρός καθόταν πάνω στο χοντρό κορμό δέντρου όπου παλιότερα έσφαζαν τις πάπιες και με το ντουφέκι ανάμεσα στα πόδια, γέμιζε την πίπα του.
Ο αιχμάλωτος ζύγωσε επίσης, τα χέρια στο μαλακό καφασωτό. Ήταν κουρελής, λιγδιάρης και σουφρωμένος, με σβησμένη την ηλικία πάνω στο μούτρο του κι είχε ακριβώς την ίδια στολή μ’ αυτούς: από στεγνή λάσπη.
Ο Πεπέ έχωσε το χέρι του από μια τρύπα του δικτυωτού, και τον χτύπησε στον ώμο. Ο άνθρωπος χαμογέλασε σαν παιδάκι.
Και βάλθηκε ν’ απαγγείλει μια φράση σ’ αυτήν την ακαταλαβίστικη μιλιά που είναι η γερμανική γλώσσα.
Εκείνοι βάλαν τα γέλια ακούγοντας να ηχούν τα γερμανικά, μετά χαμογέλασαν, έτριψαν τα χέρια, ευχαριστημένοι.
– Άντε, μωρέ, μη σε μέλει, άντε!
Τού απλώσανε απ’ την τρύπα, τρία χέρια, που τάσφιξε, ενώ ο σκοπός τους παρατηρούσε όλους αντάμα κι έμοιαζε νάναι ο προστάτης της οικογένειας.
Χώθηκαν στο κοτέτσι. Ένοιωθαν λυτρωμένοι απ’ ένα μεγάλο βάρος, και έλεγαν:
– Τουλάχιστο, τούτη δω τη φορά, βρήκαμε κάποιον που να μιλάει τη γλώσσα μας.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.