Ο κυρ Σπύρος («Όταν ο ήλιος…» – Ζωρζ Σαρή)
Δεν ήταν μαυραγορίτης ο κυρ Σπύρος, για τον άλλον δεν ξέρω. Τούς μεγάλους μαυραγορίτες που συνεργάζονται μαζί τους, που ρουφάνε το αίμα μας και θησαυρίζουν, ούτε που τούς αγγίζουν. Υποκριτές κι εγκληματίες!
Η αγαπημένη των παιδιών και των εφήβων σπουδαία συγγραφέας Ζωρζ Σαρή, πολυγραφότατη και πολυδιαβασμένη, γεννήθηκε στις 23 του Μάη 1925 και έφυγε από τη ζωή στις 9 του Ιούνη 2012.
Στα χρόνια της κατοχής σπούδασε στη δραματική σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Εντάσσεται στην Αντίσταση από τις γραμμές της ΕΠΟΝ. Στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944, τραυματίζεται σοβαρά (παραλίγο να χάσει ένα πόδι και ένα χέρι). Διωκόμενη αναγκάζεται, το 1947, να διαφύγει στο Παρίσι. Εκεί σπουδάζει υποκριτική και εργάζεται στο θέατρο ως ηθοποιός.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1962 και εντάσσεται στο θίασο του Δημήτρη Ροντήρη, ενώ ακολουθούν και άλλες συνεργασίες της στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Στην παιδική λογοτεχνία εμφανίζεται το 1969, με το μυθιστόρημα «Ο θησαυρός της Βαγίας». Θα ακολουθήσουν 17 μυθιστορήματα («Στενά παπούτσια», «Νινέτ», «Το ψέμα», «Οι νικητές», «Ε. Π.», «Ο χορός της ζωής», «Κόκκινη κλωστή δεμένη», κ.ά.), ένα θεατρικό έργο, μια νουβέλα, 10 βιβλία για μικρά παιδιά και πολλές μεταφράσεις της για έργα μεγάλων συγγραφέων (Ιονέσκο, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ιούλιος Βερν, Ανρύ Τρουαγιά, κ.ά).
Διακρίθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας (1994), με το βραβείο του «Κύκλου Παιδικού Βιβλίου» (1999) και με την υποψηφιότητά της για το Διεθνές Βραβείο «Χανς Άντερσεν».
Το 1971 κυκλοφορεί το τρίτο μυθιστόρημα («μυθιστόρημα και για παιδιά») της Ζωρζ Σαρή, με τίτλο «Όταν ο ήλιος…», το οποίο προλογίζει ο Στρατής Τσίρκας. Σημειώνει ανάμεσα σε άλλα στον πρόλογό του: «Ένα από τα δυο πρώτα της, «Το ψέμα», το χαρακτήριζε «παιδικό», ενώ το άλλο, το «Θησαυρό τής Βαγίας», το έλεγε απλά «μυθιστόρημα», μα το χάριζε στα παιδιά της. Τώρα, για το «Όταν ο ήλιος…», θέλει, να το διαβάσουν πρώτα απ’ όλα τα παιδιά, από δώδεκα χρονώ και πάνω, αλλά και οι μεγάλοι να βρίσκουν σ’ αυτό την ίδια αισθητική απόλαυση και ψυχαγωγία. Αυτό σημαίνει πως, σα μυθιστοριογράφος, μπήκε στην πραγματική περιοχή του είδους, εξοστρακίζοντας από το κείμενό της τη διδακτική πρόθεση και την επιτηδευμένη αβρότητα».
Από το μυθιστόρημα αντιγράφουμε ένα απόσπασμα:
Σήμερα το πρωί, στην πλατεία Αγάμων, κρέμασαν τον κυρ Σπύρο μας μαζί μ’ έναν άλλο μπακάλη. Το ξέραμε από μέρες πως θα τούς κρεμάσουν. Το γράψαν οι εφημερίδες: «κατεδικάσθησαν εις τον δι’ απαγχονισμού θάνατον». Η κατηγορία ήταν, «απόκρυψις μεγάλης ποσότητος ελαίου, με σκοπόν την πώλησιν αυτού εις την μαύρην αγοράν.
Πολύς κόσμος μαζεύτηκε να τούς δει. Μια κλούβα σταμάτησε μπροστά στο ξύλινο ικρίωμα που είχε στηθεί μέσα στη νύχτα. Άνοιξε η πόρτα με τα σιδερένια κάγκελα και κατέβηκαν οι καταδικασμένοι. Μοιάζαν με αχυρένιες κούκλες. Ανοιγόκλειναν τα μάτια λες και τα θάμπωνε το πολύ φως. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, έτοιμος να βρέξει. Άρχισαν να περπατάνε αργά, αδιάφοροι. Η Αθηνά μου ψιθύρισε: «θα τούς έχουνε κάνει καμιά ένεση για να μην καταλαβαίνουνε». Στο λαιμό, τούς είχανε κρεμάσει μια πινακίδα που έγραφε με μεγάλα γράμματα: «Είμαι μαυραγορίτης. Εχθρός τού Ελληνικού λαού».
Ο δήμιος τούς περίμενε, όρθιος πάνω στο ικρίωμα. Δεν είχε πρόσωπο. Το ’χε χωμένο μέσα σε μια μαύρη κουκούλα. Δυο τρύπες μόνο γυάλιζαν. Τέσσερεις στρατιώτες, με το ντουφέκι στον ώμο, συνόδευαν τούς μελλοθάνατους. Πρώτος o κυρ Σπύρος ανέβηκε τα σανιδένια σκαλοπάτια. Πίσω του o άλλος, ένας γέρος γκριζομάλλης, αξούριστος και σκυφτός. Οι δυο θηλιές κρέμονταν στον αέρα, έτοιμες. H πλατεία σώπαινε. Ένας Γερμανός αξιωματικός ξεδίπλωσε ένα χαρτί κι άρχισε να διαβάζει την καταδίκη με μια γρήγορη και διαπεραστική φωνή. Έκλεισα τα μάτια, όμως τ’ άνοιξα αμέσως. Έπρεπε να τα δω όλα, όλα. Να περάσουν τα χρόνια, να γεράσω και να θυμάμαι πάντα τον κυρ Σπύρο, τον καλό μας τον μπακάλη κι αυτόν τον άγνωστο, να κρέμονται στη μέση τής πλατείας, μελανιασμένοι κιόλας, με τη γλώσσα απέξω. «Πάμε» είπε η Αθηνά και με τράβηξε από το χέρι. Τα πόδια μου καρφώθηκαν στο πεζοδρόμιο, έσφιξα τις γροθιές μου. «Τούς παλιανθρώπους» φώναξα. Ο Γιώργος μ’ έσπρωξε και βγήκαμε από τον πολύ κόσμο. Η Ειρήνη έγινε έξω φρενών. «Είσαι τρελή; Η πλατεία θα τανε γεμάτη χαφιέδες…».
Είχε δίκιο, ήμουν τρελή. Ούτε τους Γερμανούς μπορούσα να σκοτώσω, ούτε να ξαναζωντανέψω τον κυρ Σπύρο μας. Πάει κι αυτός. Θυμάμαι, ήμουν κοριτσάκι και μ’ έστελνε η μητέρα να ψωνίσω στο μπακάλικό του και κείνος έχωνε το χέρι του μέσα σε μια γυάλα κι έβγαζε μια στριφτή, πολύχρωμη καραμέλα. Μού την έδινε: «είσαι καλό παιδί» μού έλεγε κι εγώ την πιπιλούσα ώρα πολλή γιατί ήτανε μεγάλη. Ύστερα τα δάχτυλά μου κολλούσαν, βαριόμουν να τα ξεπλύνω και νεύριαζε η Ειρήνη.
Ανεβήκαμε το δρόμο μας. Μπροστά στο μπακάλικο με τα κατεβασμένα ρολά στέκονταν μερικές γειτόνισσες και μιλούσανε χαμηλόφωνα.
– Μα γιατί, γιατί τον κρέμασαν; ρώτησε ο Γιώργος με μια φωνή γεμάτη απελπισία.
Εγώ ήξερα το γιατί, μού το ’χε εξηγήσει ο Δημήτρης.
– Για να δείξουνε τάχατες, οι Γερμανοί, πως νοιάζονται για τον Ελληνικό λαό. Δεν ήταν μαυραγορίτης ο κυρ Σπύρος, για τον άλλον δεν ξέρω. Τούς μεγάλους μαυραγορίτες που συνεργάζονται μαζί τους, που ρουφάνε το αίμα μας και θησαυρίζουν, ούτε που τούς αγγίζουν. Υποκριτές κι εγκληματίες!
Στο σπίτι η μητέρα πότιζε, αμέριμνη, τις γλάστρες της. Πλησιάζει η άνοιξη κι έχουνε ξεπεταχτεί κάτι πράσινα φυλλαράκια. «Να μην τής πούμε τίποτε, είπε η Ειρήνη, και στεναχωρηθεί». Πήγαμε και κλειστήκαμε στο δωμάτιό μας κι όταν χτύπησε το κουδούνι κανένας από μάς δε σκέφτηκε να πάει ν’ ανοίξει την πόρτα κι έγινε το κακό. Ακούσαμε τη φωνή, τρέξαμε να προλάβουμε, αλλά ήταν πολύ αργά. Το «μαύρο χταπόδι» στεκόταν στή μέση τού χολ και με περίλυπο ύφος μιλούσε στη μητέρα. «Αχ, κυρία Έμμα μου, αχ, τον κρέμασαν τον μπακάλη μας. Αχ, τι πάθαμε»! Πώς κρατήθηκα και δε χύμηξα πάνω της. Τ’ αχείλι τής μητέρας έτρεμε. Η κυρά Καλλιόπη δος του και συνέχιζε:
«Κι αυτός ο χριστιανός, τι το ’θελε και το ’κρυβε; Γιατί δεν το μοίραζε στον κοσμάκη; Να, εγώ έχω φέρει καλό λάδι σε πολύ καλή τιμή. Αν θέλετε κυρία Έμμα μου, να σάς δώσω κάνα δυο οκάδες. Άνθρωποι είμαστε». Από κει που η μητέρα δε μιλούσε, ξαφνικά αγρίεψε. Την άρπαξε από το γιακά και την έσπρωξε φωνάζοντας: «Έξω από το σπίτι μου, έξω! Εσένα έπρεπε να κρεμάσουν οι Γερμανοί». Το «μαύρο χταπόδι» γούρλωσε τα μάτια του κι όπου φύγει φύγει. Τρία – τρία κουτρουβάλησε τα σκαλιά. Ευχαριστήθηκε η ψυχή μου. Καιρός ήταν να την πετάξουμε έξω αυτήν την οχιά. Μού καθόταν στο στομάχι. Τώρα τελευταία μάλιστα, έχει πάρει ένα «ύφος» και δεν κρύβεται καθόλου. Όλη η γειτονιά το ξέρει πως τα ’χει καλά με τούς Γερμανούς. Μπαινοβγαίνουν στο σπίτι της μέρα μεσημέρι. Κι ο Μήτσος, το γουρούνι, δουλεύει σε μια γερμανική υπηρεσία και γυρίζει πάντοτε φορτωμένος.
Η μητέρα έπαθε νευρική κρίση. Έκλαιγε κι έτρεμε ολόκληρη. Την ξαπλώσαμε με το ζόρι και η Ειρήνη, της έδωσε δυο κουταλιές της σούπας πασιφλορίν.
Τώρα ησύχασε, μπορεί και ν’ αποκοιμήθηκε.
Εμείς καθόμαστε στο δωμάτιό μας, αμίλητοι, σα ζεματισμένοι. Τα κρεβάτια είναι ξέστρωτα και τα ρούχα πεταμένα δω και κει. Έκανα να συμμαζέψω μα δε μ’ άφησε η Ειρήνη. Πάει ο καιρός που θύμωνε για τις ανακατωσούρες μου. Έσβησε κι η «διαχωριστική γραμμή», δεν έχει πιά «δικό σου» και «δικό μου». Κανονικά θα ’πρεπε να ’μουν ευχαριστημένη, έλα όμως που δεν είμαι. Ο κυρ Σπύρος πέθανε κι εγώ νοσταλγώ το «νοικοκυριό» μας. Τότε που μύριζε το σπίτι κερί, που άστραφταν τ’ ασημικά. Τότε που διπλώναμε τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια για να τα σιδερώσει η μητέρα και να τα στοιβάξει μέσα στη μεγάλη ντουλάπα. Τώρα κουρελιάστηκαν και τα πλένουμε στη χάση και στη φέξη… Και να ’τανε μόνο τα σεντόνια… Όλα τα ρούχα λιώσανε και ποιος να τα μπαλώσει; Η μητέρα που πάει κι έρχεται μ’ ένα ξεσκονόπανο και ξεσκονίζει αφηρημένη δυο και τρεις φορές το κάθε έπιπλο; Πέθανε ο κυρ Σπύρος μας κι εγώ σκέφτομαι σαχλαμάρες. Τι σημασία μπορεί να ’χουν όλα τούτα, τα άψυχα, μπροστά στο θάνατο!
Κοιτάω την Αθηνά, κοιτάω την Ειρήνη, κοιτάω το Γιώργο. Έχουμε όλοι μια κρεμάλα μέσα μας και σωπαίνουμε. Όταν πηγαίνουμε στον κινηματογράφο, μόλις τελειώσει το φιλμ, κι ας το ’χουμε δει παρέα, βιαζόμαστε να το διηγηθούμε ο ένας στον άλλον. «Είδες εκεί που κατεβαίνει τις σκάλες ο Σερίφης και τον βλέπει ο ληστής»; «Αμ εκεί που λέει η κοπέλα, εγώ τον σκότωσα γιατί τον αγαπούσα»; «Και τότε με μια σαϊτιά ο Ρομπέν τον ξαπλώνει χάμω, νεκρό». Οι σκηνές που μάς έκαναν εντύπωση ξανάρχονται ανάμεσά μας και τις παίζουμε με τα χέρια, με τα μάτια, μ’ όλο το κορμί. Όμως η πλατεία Αγάμων δεν είναι φιλμ. Ποιος έχει κέφι να πει. «Και κει που ο δήμιος περνάει το βρόχο στο λαιμό του κυρ Σπύρου;..». Την ξαναζούμε τη σκηνή, ο καθένας μόνος του κι εγώ πνίγομαι, πνίγομαι…
Το κουδούνι χτυπάει συνθηματικά. Φίλος! Είναι ο Δημήτρης.
– Τι έχεις; με ρωτάει μόλις με βλέπει.
– Τούς κρέμασαν.
– Το ξέρω, ήμουν εκεί με τον Πέτρο.
– Πάμε μέσα.
Μόλις μπαίνει στο δωμάτιο η Ειρήνη τού λέει για την κυρά Καλλιόπη.
– Τι να κάνουμε, Δημήτρη; Αυτή η γυναίκα είναι πολύ επικίνδυνη. Στη γειτονιά λένε, πως αυτή κάρφωσε τον κυρ Σπύρο. Ποιος άλλος; Όλοι τον αγαπούσαμε…
Ο Δημήτρης σωπαίνει. Πάει κι έρχεται μέσα στην κάμαρα. Ποτέ δεν τον είδα τόσο σκοτισμένο.
Η Αθηνά τον ρωτάει.
– Τι αποφασίστηκε για μεθαύριο;
– Θα γιορτάσουμε. Θ’ αρχίσουμε από τ’ απόψε. Θα γράψουμε στους τοίχους: «Ζήτω η 25 Μαρτίου» και αύριο, παραμονή, θα στεφανώσουμε τον Ξάνθο, στο Κολωνάκι. Θα μαζευτούμε στα Εξάρχεια, από κει θα ξεκινήσουμε…
– Θα ’ρθω κι εγώ μαζί σας, λέει ο Γιώργος κι όλοι τον κοιτάμε απορημένοι. Εκείνος δεν τ’ αποφάσισε να μπει στην αντίσταση και τον τελευταίο καιρό έχουμε λίγο ξεκόψει.
Τώρα προσέχω πως δε φοράει γραβάτα, έχει ανοιχτό το πουκάμισο και τα μαλλιά του είναι αχτένιστα.