«Πιστεύω, πατερούλη μου, να μ’ αφήσουν οι φύλακες να σε χορτάσω…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Αυτή είναι η συγκλονιστική ιστορία της Γαρουφαλίτσας Παπαϊωάννου, που έγινε το στήριγμά του πατέρα της στον έξω από τη φυλακή-εξορία κόσμο. Από τα εφτά της άρχισε να γράφει και να του στέλνει γράμματα, ως τα δέκα της που έφυγε από τη ζωή…

Η στήλη φιλοξενεί σήμερα μια συγκλονιστική ιστορία. Μια ιστορία που αναδεικνύει από τη μια το ήθος των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης – του έπους της οποίας ψυχή και πρωτεργάτες υπήρξαν τα στελέχη και τα μέλη του ΚΚΕ – που μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας διώχτηκαν χωρίς έλεος από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς και τους συνεργάτες του – πρώην δοσίλογους και συνεργάτες των ναζί καταχτητών -, σύρθηκαν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, βασανίστηκαν στις φυλακές, εκτοπίστηκαν σε δεκάδες τόπους εξορίας. Και ταυτόχρονα την ένταση της ταξικής πάλης στην προ του εμφυλίου περίοδο που θα κορυφωθεί στη συνέχεια στην ένοπλη μορφή της.

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, αγωνιστής της ΕΑΜικής Αντίστασης, το καλοκαίρι του 1946 βρίσκεται παράνομος μαζί με χιλιάδες συναγωνιστές του, καθώς οι αντιστασιακές οργανώσεις τίθενται εκτός νόμου. Κοινή η μοίρα για όσους δεν βγήκαν στο βουνό: τους περίμεναν οι φυλακές και οι τόποι εξορίας.

Για τρία χρόνια η κόρη του Γ. Παπαϊωάννου, Φιλιώ (Γαρουφαλίτσα), θα γίνει το στήριγμά του στον έξω από τη φυλακή-εξορία κόσμο. Από τα εφτά της αρχίζει να του στέλνει γράμματα, να τον βοηθά και να τον εμψυχώνει με διάφορους τρόπους, να τον επισκέπτεται, να  συμμετέχει σε διαδηλώσεις, εντυπωσιάζοντας πολλούς ενήλικες με την ωριμότητά της. Θα του στέλνει γράμματα ως τα δέκα της που έφυγε από τη ζωή…

Η Φιλιώ ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά φυλακισμένων αγωνιστών και εξορίστων που τα παιδικά τους χρόνια σημαδεύτηκαν από τα γεγονότα της ταραγμένης δεκαετίας του 1940 – 1950 που συγκλόνισε την Ελλάδα και που μεγάλωσαν πριν την ώρα τους. Με τη διαφορά ότι η Φιλιώ δεν πρόλαβε να μεγαλώσει, ούτε καν να ζήσει όλα τα παιδικά της χρόνια…

Γαρουφαλίτσα (Φιλιώ) Παπαϊωάννου

Ακολουθεί ένα κείμενο της Βασιλικής Παπαγιάννη, που αντιγράψαμε από ένα παλιό τεύχος  του περιοδικού «Αντί», στο οποίο δίνει «φωνή» στον αγωνιστή Γιάννη Παπαϊωάννου, πατέρα της Φιλιώς.  Και στη συνέχεια μερικά γράμματα του κοριτσιού, από εκείνα που έστελνε στον φυλακισμένο – εξόριστο πατέρα της.

–Η στήλη ευχαριστεί θερμά τον καλό φίλο του περιοδικού Α. για την αποστολή του υλικού.

Στα χρόνια του εμφυλίου

Φιλιώ

(Μνήμη Γιάννη Παπαιωάννου)

από το περιοδικό Αντί, 8\9\2000

 

Να σου πω για το κορίτσι μου τη Φιλιώ. Όπως μου ’ρχονται στο νου.

Ήταν καλοκαίρι του 1946. Τότε ψηφίστηκαν τα μέτρα που μας έβγαλαν εκτός νόμου. Την ΕΠΟΝ και όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις.

Είμασταν παράνομοι πια αλλά συνεχίζαμε να τυπώνουμε και να μοιράζουμε μπροσούρες.

Για έναν καλύτερον κόσμο. Τον ίδιο χρόνο, το Νοέμβριο, μ’ εκτόπισαν στην Ικαριά. Εκτόπισαν πολλούς. Είχε περάσει ένα εξάμηνο και ήρθε η γυναίκα μου να με δει. Και τότε, εκεί, πιάστηκε η Φιλιώ.

Στην εξορία.

Στις αρχές, όταν τελείωνε ο χρόνος της εξορίας, μας άφηναν να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Γύρισα, έμεινα μονάχα δεκαπέντε μέρες και με στέλνουν πάλι στην Ικαριά. Και η Βιργινία, η γυναίκα μου, έμεινε μονάχη της. Γέννησε τη Φιλιώ κι εγώ ήμουν εξόριστος.

Στην οικογένειά μου θα γυρίσω, από τη Μακρόνησο κατόπιν, ως άρρωστος.

Με το φορείο.

Ήμουν δυόμιση χρόνια στο γύψο, γιατί οι γιατροί, εκεί, είχαν διαπιστώσει πως είχα στο γόνατό μου λευκό όγκο.

Κι όταν γύρισα η Φιλιώ ήταν δυόμιση χρόνων.

Ήταν η πρώτη χαρά από τόσων χρόνων πίκρα.

Πώς να συντηρηθούμε;

Οι γιατροί λένε να πάμε κοντά στη θάλασσα. Και μας συντηρούσε στον Πειραιά, η γειτονιά. Ήταν πρόσφυγες αυτοί, Μικρασιάτες. Ένας υπέροχος κόσμος. Ψώνιζαν για μένα ψάρια.

Είμαι στο γύψο άλλους έξι μήνες. Γυρίζω στο χωριό μου στον Αμπελώνα, κοντά στη Λάρισα.

Έχω μαζί μου τη Φιλιώ. Κάποτε την καθίζω μπροστά στο ποδήλατο και πηγαίνουμε βόλτα.

Σε όλον το δρόμο να με ρωτά. Τριών χρονών και την απασχολούσαν τέτοια ρωτήματα: «Γιατί τα λουλούδια έχουν άλλα κόκκινο χρώμα, άλλα κίτρινο, άλλα γαλάζιο; Το φεγγάρι πώς στέκεται εκεί;»

Ίσως και για άλλα τέτοια να με είχε ρωτήσει κι εγώ τι να της αποκριθώ που δεν ήξερα;

Τον πατέρα μου τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί με συνεργάτες συγχωριανούς μου. Τη μάνα μου την είχαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως οι Ιταλοί στη Λάρισα και μόλις την ελευθέρωσαν πέθανε.

Είπα στη γυναίκα μου να πάρουμε μαζί μας την αδερφή μου, που ήταν έντεκα χρονώ κι είχε μείνει έρημη.

Δεν το ήθελε όμως η γυναίκα μου το κορίτσι.

Και επέμενα να την έχουμε την αδερφή μου στο σπίτι μας, ειδεμή να χωρίσουμε το ανδρόγυνο.

Και η Φιλιώ ν’ ακούει… Ήταν τότε τεσσάρων χρονών. «Καθείστε τώρα να σας πω κι εγώ» λέει «ν’ αφήσει ο ένας τη βαλίτσα του, να βάλει και η άλλη μυαλό και να μη χωρίσετε. Γιατί ποιος ξέρει αν θα ξανανταμώσετε. Εγώ δεν έρχομαι με κανέναν από σάς. Θα πάω να μείνω με τη θεία μου».

Θα πήγαινε με την αδερφή μου. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει.

Δεν σκορπίσαμε. Η διάλυση ήρθε κατόπιν, όταν καταδικάστηκα ισόβια.

Χρειάζεται δύναμη για ν’ ανέβει κανείς αυτόν τον Γολγοθά.

Αρχίζουν, ξανά, άλλοι παιδεμοί. Τώρα μ’ έχουν στις φυλακές της Λάρισας. Στην Πυριτιδαποθήκη. Ένα τουρκικό κτίσμα.

Η Φιλιώ έρχεται, με βλέπει. Είναι πέντε χρονών. Κι είναι οι πρώτες μέρες που μας έχουν βγάλει απ’ την ασφάλεια, μετά τις ανακρίσεις. Τρομαχτικές μέρες είχαμε περάσει απ’ τα βασανιστήρια που μας κάνανε. Έρχεται η Φιλιώ, μας βλέπει όλους στενοχωρεμένους κι ήθελε να μας δώσει λίγη χαρά.

Και μας λέει αστεία, ποιήματα, μικρές ιστορίες, κάνει χορευτικές φιγούρες και όλοι συγκεντρωμένοι γύρω από τη Φιλιώ γελούσαμε.

Αλλά οι φύλακες δεν το έβλεπαν με καλό μάτι αυτό.

Να χαίρονται οι κρατούμενοι… είναι σωστό πράγμα αυτό;

Έτσι την άλλη μέρα δεν την αφήνουν να περάσει μέσα.

Κι αυτή για να τους καταφέρει λέει: «Αφήστε με να μπω για να πω του μπαμπά μου να κάνει δήλωση μετανοίας». Το άφησαν.

Όμως από κοντά και οι φύλακες.

Τους βλέπει η Φιλιώ, λέει: «Μπαμπά, δεν κάνεις μια δήλωση για να βγεις από τη φυλακή κι εσύ; Όλα τα παιδιά έχουν τους μπαμπάδες τους, εγώ δεν έχω.»

Της απαντώ: «Να κάνω, μωρέ Φιλιώ. Αλλά ξέρεις τι πρέπει να γράψω σ’ αυτήν τη δήλωση; Να μη σε στέλνω στο σχολείο, να σε δέρνω, να σ’ αφήνω νηστικό, να μη νοιάζομαι για σένα καθόλου. Και δεν έχω να τα γράψω μόνον όλα αυτά αλλά πρέπει και να τα κάνω κιόλας».

«Καλά» λέει, «έβγα εσύ και κάνε τα».

Στο μεταξύ είχε απομακρυνθεί ο φύλακας.

Και η Φιλιώ: «Μπαμπά, ψέμματα σου είπα. Δεν θα μ’ άφηναν να έρθω να σε δω και τους είπα αυτά, για τη δήλωση. Ξέρω εγώ, δεν γράφουν τέτοια πράματα, γράφουν άλλα που είναι ζόρικα.»

Με φέρνουν στον Πειραιά. Τώρα μπορούσα να τους συντηρώ, μες απ’ τη φυλακή.

Ένας φίλος μου φωτογράφος έκανε μεγεθύνσεις φωτογραφιών – πορτραίτων.

Τις έφερνε στη φυλακή η μάνα της Φιλιώς, τις ρετουσάριζα, τις πήγαινε έτοιμες, πληρωνόταν, ζούσαν. Για σπίτι είχαν  ένα δωμάτιο. Και η Φιλιώ, μου είπε η μητέρα της, είχε ανορεξίες.

Ανησύχησα. Μήπως είναι άρρωστο; Κι έρχονταν στη φυλακή και μόνο του.

«Γιατί δεν τρως Φιλιώ;» το ρωτάω. «Μήπως πονάνε τα ποδαράκια σου; Μήπως έχεις πυρετό; Μήπως κουράζεσαι;»

Μου λέει -όχι δεν είναι άρρωστη, ούτε κουράζεται αλλά να, δεν θέλει να τρώει, γιατί δεν έχουμε λεφτά.

«Το έχω καταλάβει μπαμπά – δεν έχουμε λεφτά. Κι έχουμε και δικαστήρια μπροστά μας Έτσι, για καλό και για κακό, ας έχουμε και καμιά δεκάρα στην άκρη».

Της λέω να μην τα σκέφτεται αυτά και μάλλον θα μας αφήσουν.

Εκείνον, πάλι, τον καιρό, της είχε δώσει η μητέρα της δύο δραχμές ν’ αγοράσει καραμέλες. Έρχεται στη φυλακή, φέρνει ένα μικρό καρπούζι.

Απόρησα.

Ποιος της το’ δωσε; Μου εξηγεί: «Είπα μπαμπά, αντί να πάρω καραμέλες, δεν παίρνω ένα καρπουζάκι να γλυκαθείς λίγο;»

Ήταν τότε έξι χρονών.

Μας σηκώνουν, μας πάνε στην Κρήτη, στο φρούριο του Ιτζεδίν. Η Φιλιώ ήρθαν εκεί με τη μητέρα της. Έμειναν τρείς μέρες. Και σ’ ένα από τα επισκεπτήριά τους -έχοντας αισθανθεί η μάνα πόση ήταν η αγάπη του παιδιού για μένα- είπε πως τώρα εγώ, όντας καταδικασμένος σε ισόβια, δεν ξέρουμε πότε θα βγω απο τη φυλακή κι αν θα βγω. Και πώς να τη μεγαλώσει τη Φιλιώ;

Πώς να τη μορφώσει;

Αφού δεν έχουμε;

Γι’ αυτό επειδή βρέθηκε ένας πλούσιος σκέφτηκε να τον πάρει. Και ό,τι θέλει η Φιλιώ θα της το αγοράσει αυτός.

Άκουγε το παιδί. Και προς τη μητέρα του: «Και αστείο που το λες αυτό πρόσεξε! Γιατί θα πάρω ένα μαχαίρι κρητικό και θα σου κόψω το λαιμό!»

Πώς τα άκουγα όλα ετούτα! Με τι θλίψη!

Και σε άλλο επισκεπτήριο μου απάγγειλε ένα ποίημα για την Κύπρο.

«Εγώ το έκανα μπαμπά» μου λέει.

Και η μητέρα της είπε πως, όταν η Φιλιώ άκουγε ότι γινόταν διαδήλωση, την τραβούσε απ’ το χέρι να πάνε κι αυτές.

Όταν οι επισκέπτες ήταν από μακρινό τόπο συνηθιζόταν, με το τέλος του επισκεπτηρίου, ν’ ανοίγουν την πόρτα και να χαιρετιούνται οι φυλακισμένοι με τους δικούς τους, χωρίς εκείνη τη σίτα μπροστά σου.

Έτσι, μόλις οι φύλακες άνοιξαν την πόρτα, η Φιλιώ ρίχνεται στον λαιμό μου κι αρχίζει να κλαίει σπαραχτικά.

Οι φύλακες να της λένε: «Παιδάκι μου, τελείωνε.Πρέπει να φύγεις».

Η Φιλιώ είχε γαντζωθεί επάνω μου.

Ώσπου την αρπάζει βίαια ένας φύλακας – «Άντε, μπρος, φύγε» – κι αυτό κλαίγοντας να γυρίζει κάθε λίγο και να με κοιτάζει ,έως ότου έφτασε στην εξωτερική πόρτα.

Αυτή είναι και η τελευταία εικόνα που έχω απ’ τη Φιλιώ.

Της έγραφα, της έστελνα ζωγραφιές, άλλα καλλιτεχνήματα. Μου έγραφε, μου έστελνε τις ιχνογραφίες της με τα σχέδιά της, ζητούσε τη γνώμη μου. Άλλοτε έκανε αυτοκριτική.

Ένα γράμμα μου το είχα στείλει στο ορεινό χωριό όπου είχε πάει με τη μητέρα της. «Φιλιώ» της έγραφα, «τώρα που είσαι μέσα στα έλατα και στα δροσερά νερά δεν στενοχωριέμαι. Χαίρομαι».

Μου απάντησε πως «καλά είναι και τα έλατα και το κρύο νερό, αλλά θα προτιμούσα να ερχόμουνα στη Κρήτη και να σου ’φερνα κάθε μέρα πάγο, να έβαζες επάνω το κύπελλο με το νερό, να κρυώνει».

Κι άλλη φορά από το ίδιο χωριό, μου έγραφε:

«Πολύ σε λυπάμαι μπαμπά, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Το μόνο που θα μπορούσα, είναι να ερχόμουνα αυτού κοντά σου και τώρα, με τη ζέστα να σου ’φερνα ένα ποτηράκι με δροσερό νερό. Κι αυτό είναι δύσκολο».

Στην Κρήτη πηγαίνοντάς με, δεν είχαν πιά ούτε για το ψωμί της μέρας.

Μαθαίνει η Βιργινία να ράβει πουκάμισα.

Η Φιλιώ αλώνιζε την Αθήνα.

Πήγαινε σε όλους που γνωρίζαμε και τους έλεγε πως η μαμά της ξέρει να ράβει πουκάμισα. «Και πολύ θα σας παρακαλέσω, να ράψετε ένα πουκάμισο. Γιατί όπως ξέρετε, ο μπαμπάς μου είναι φυλακή κι έχουμε δυσκολίες».

Κουράζονταν, μα δεν το έλεγε. Είχε στην έγνοια της και τη γριούλα, εκεί, στη γειτονιά της. Και με τόση φτώχεια, έπαιρνε σαπούνι, λίγη ζάχαρη, της τα πήγαινε -ότι τη σκέφτεται.

Την είχε στείλει η μητέρα της στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Λαβαίνω γράμμα της Φιλιώς στο Ιτζεδίν. Μου γράφει πως έχει γνωρίσει ένα κορίτσι που έχει πατέρα υπουργό. Και σκέφτεται να την κάνει φιλενάδα της, ώστε να πλησιάσει και να μιλήσει στον υπουργό για μένα. Να με βγάλει από τη φυλακή ή ας με φέρει σε άλλη φυλακή κοντά στην Αθήνα.

Και πηγαίνει, λέει του  υπουργού: «Θείε, θα σε παρακαλέσω να βγάλεις τον μπαμπά μου από τη φυλακή κι αν δεν μπορείς να τον φέρεις πιο κοντά για να τον βλέπω».

Της υποσχέθηκε πως θα της έκανε το χατήρι, θα μ’ έφερνε σε φυλακή κοντινή, αλλά να του τα γράψει αυτά που του ζητούσε, για να μη ξεχάσει.

Η Φιλιώ του τα έγραψε και τελείωνε μ’ ένα «ευχαριστώ»’.

 

Μια μέρα, με την ανατολή του ήλιου, όπως άνοιξε η πόρτα της φυλακής και βγήκα στο προαύλιο, βλέπω έναν φίλο -έκλαιγε. Τι συμβαίνει; Γιατί κλαίει; Βλέπω κι έναν φύλακα-έκλαιγε. Ο Μανώλης Γλέζος λέει: «Γιάννη, πάμε μια βόλτα να σου πω κάτι.»

Πηγαίνουμε και ο Μανώλης ξανά: «Η Φιλιώ είναι λίγο άρρωστη». «Πώς το ξέρεις;» τρέμει η ψυχή μου.

«Να είχαμε ένα τηλεγράφημα». Κι εγώ: «Για να το στείλουν είναι βαριά άρρωστο το παιδί».

Γύρω μου σύντροφοι, κι εγώ να ρωτάω. Τότε ένας: «Τη Φιλιώ τη χάσαμε».

Μένω άφωνος. Κρύος. Μέρες και νύχτες κλαίγοντας. Με φέρνουν στην Αθήνα. Με την επιμονή του γιατρού και με δίκες απανωτές μ’ ελευθερώνουν σε ενάμιση χρόνο. Η Φιλιώ είπαν, είχε και φυματίωση. Ήταν δέκα χρονών.

Η οικογένεια σκόρπισε. Τη φωτογραφία της Φιλίτσας την έχουν πολλοί συγκρατούμενοί μου – τη φυλάγουν.

Και μένουν κι αυτά από τα γράμματά της, να τα φέρνω στο μυαλό μου…να τα σκέφτομαι.

«Εγώ, όλη τη μέρα τραγουδώ».

«Πιστεύω, πατερούλη μου, να μ’ αφήσουν οι φύλακες να σε χορτάσω.»

«Σου στέλνω λουλούδια του βουνού και φύλλα κουμαριάς».

«Τις γαρυφαλλιές τις φύτεψα και όταν σκάσουν τα μπουμπούκια, θα έρθεις.

Αυτό θα το θυμάμαι».

Βασιλική Παπαγιάννη

Λάρισα Ιούλιος  2000

“Η Γαρυφαλίτσα Παπαϊωάννου έγραψε ετούτα τα γράμματα στο φυλακισμένο πατέρα της. Από τα εφτά της άρχισε να του γράφει ως τα δέκα της που πέθανε.

Ο πατέρας της σύναζε τα γράμματα σ’ ένα λεύκωμα. Ζωγράφισε ένα βουνό που σκίζεται σαν από συγκλονισμό της γης κι ένα δέντρο που γκρεμίζεται στο βάραθρο. Κι’ έγραψε: «…Τώρα χωρίς εσένα, χωρίς τα όνειρα και τις ελπίδες μου για σένα, νιώθω να με τυλίγει μαύρη και θλιβερή ερημιά. Σα να μην υπάρχει δρόμος, σα να μην υπάρχει φως. Στή ζωή θα βρω χαρές, όμως ή πίκρα απ’ το χαμό σου είναι τρικυμισμένος ωκεανός».

Δεν είναι απλά μια μαρτυρία τα γράμματα τού παιδιού. Μια δροσεράδα έχουν, όλη την αθωότητα της ηλικίας του, μαζί με μια πρώιμη ωριμότητα κι ένα βαθύ σπαραγμό.

Και τίποτα δεν έχει αλλαχτεί. Μήτε μια τελεία. Μονάχα χωρίστηκαν σε παραγράφους”…

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: