«Άι, ωρέ Αβασίλευτε μπάρμπα Βασίλη…άιντε, στο κόκκινο αηδημητριάτικο φαρί σου, χόπλα, χόπλα…» – Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Ρώτας
Σαν σήμερα, στις 30 του Μάη 1977, έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας. Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα…
Ο Βασίλης Ρώτας, γιος φτωχής οικογένειας χωρίς σταθερό εισόδημα, γεννήθηκε στις 5 Μάη 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, το 1889 η οικογένειά του μετακομίζει στην Κόρινθο και το 1903 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα.
Ο Ρώτας τελείωσε με άριστα το Βαρβάκειο, έχοντας από νωρίς ξεχωρίσει ως ιδιαίτερη προσωπικότητα μεταξύ των συμμαθητών του, καθώς η μεγάλη του αγάπη για την ευρύτερη μελέτη αλλά και η αντισυμβατική του συμπεριφορά είχαν εκδηλωθεί από νωρίς. Το πρώτο του ποίημα το έγραψε στην Α´ Δημοτικού και το πρώτο του διήγημα στην Β´ Γυμνασίου.
Η επιθυμία του Βασίλη Ρώτα, παρά την απαγόρευση από τον πατέρα του, ήταν να σπουδάσει Ιατρική. Έτσι γράφτηκε κρυφά στην Ιατρική Σχολή και στην συνέχεια στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία φοίτησε ως το 1910. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τους Κώστα Βάρναλη και Μάρκο Αυγέρη.
Το 1910 μαζί με δημοτικιστές και προοδευτικούς συμφοιτητές του ιδρύουν την «Φοιτητική Συντροφιά», που αποτέλεσε ένα πυρήνα ζύμωσης του πιο προοδευτικού τμήματος της νεολαίας, ζύμωσης γύρω από μια σειρά καυτά ζητήματα της εποχής, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.
Την ίδια χρονιά, κατετάγη στον στρατό ως έφεδρος, αποστρατεύθηκε την ίδια χρονιά, για να επιστρατευθεί εκ νέου το 1912, στους Βαλκανικούς Πολέμους και έκτοτε έμεινε μόνιμα στον στρατό ως τις 5 Αυγούστου 1926 οπότε και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Το 1917 με το ψευδώνυμο «Βασίλης Κορίνθιος» κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων – κρυφός καημός» και το 1924 κυκλοφόρησε η πρώτη του μεταφραστική εργασία, η «Άννα Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι.
Το 1921 ο Ρώτας παντρεύτηκε με την παιδική του φίλη και από την Κόρινθο, Κατερίνη Γιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Ρένο-Παναγιώτη, την Μαρούλα και τον Νικηφόρο.
Το 1949 γνωρίστηκε με την λογοτέχνη Βούλα Δαμιανάκου με την οποία από το 1954 και μετά έζησε μαζί ως τον θάνατό του.
Οι πρώτες επιρροές του Βασίλη Ρώτα προέρχονταν από τα λαϊκά πανηγύρια, των οποίων τον κοινωνικό ρόλο διαπίστωσε από νωρίς, καθώς παρατήρησε ότι σε αυτά οι τσακισμένοι από την φτώχεια και τις δυσκολίες άνθρωποι, έστω σε εκείνες τις ώρες, με τον χορό και το τραγούδι σαν να έβγαζαν φτερά.
Ταυτόχρονα ο Ρώτας με τις μελέτες του για την λαϊκή παράδοση και το έργο του, στη συνέχεια, θωράκιζε την παράδοση, όχι για να την κλείσει σε κάποιο σεντούκι, αλλά βλέποντάς την ως την πρώτη πηγή δημιουργίας κοινωνικής συνείδησης καθώς σε αυτήν έβλεπε ένα θησαυρό αξιών του εργαζόμενου λαού.
Η δεύτερη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα ήταν το οικογενειακό του περιβάλλον το οποίο απέπνεε μια πνευματικότητα και δεν είναι τυχαίο ότι και τα πέντε παιδιά της οικογένειας ασχολήθηκαν με τα γράμματα και τις τέχνες.
Η τρίτη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα έρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, από τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και από το ευρύτερο λογοτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον της εποχής του.
Ο Ρώτας λατρεύει το δημοτικό τραγούδι, την βυζαντινή και κλασική μουσική που έχει σπουδάσει, ψέλνει υπέροχα, αποδίδει θαυμάσια άριες των Μότσαρτ και Βάγκνερ, τραγουδά ξένα λαϊκά τραγούδια, μαθαίνει μόνος του ξένες γλώσσες και χορεύει, καθώς όπως είπε ο Μάνος Κατράκης «ο Ρώτας χορεύει σαν αητός».
Υπάρχει όμως και μια άλλη επίδραση στην προσωπικότητα του Βασίλη Ρώτα που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην διαμόρφωσή του και αυτή ήταν το έργο του Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ το οποίο μετέφρασε στο σύνολό του.
Πέρα από την μετάφραση του έργου του Σαίξπηρ, ο Ρώτας μετέφρασε και μια σειρά έργων άλλων μεγάλων δημιουργών, από τέσσερις γλώσσες.
Η θεατρική καριέρα του Βασίλη Ρώτα ξεκίνησε πριν ο 20ος αιώνας συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία του. Στα παιδικά του χρόνια, οι θεατρικές του εμπειρίες ήταν ελάχιστες. Υπήρχε όμως το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης. Από μικρό παιδί άρχισε να φτιάχνει φιγούρες και να δίνει παραστάσεις. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο: Η απαγγελία ποιημάτων η οποία απαιτεί ορθοφωνία και κάποια θεατρικότητα. Ο Ρώτας είχε έμφυτο ταλέντο στην απαγγελία και μάλιστα «δίδασκε» και τους συμμαθητές του στο σχολείο.
Την περίοδο 1906-1910 ο Βασίλης Ρώτας σπουδάζει θέατρο στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην Σχολή Καλησπέρη και στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Λόττνερ. Θαυμάζει πολύ τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και ο θαυμασμός του γίνεται κίνητρο για να μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά εντελώς μόνος του.
Από το 1926 και μετά διδάσκει στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στο Ωδείο Πειραιώς. Το 1930 ιδρύει και λειτουργεί στο Παγκράτι το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών. Αυτό το θέατρο ήταν το όνειρό του. Δημιούργησε μία σκηνή όπου οριοθέτησε την ιδεολογία του για το τι σημαίνει «λαϊκό». Πιστεύει πως το λαϊκό θέατρο είναι μια υπόθεση δημοκρατική που αφορά την πνευματική ανύψωση και εξέλιξη του λαού, των εργαζομένων και επιθυμεί να αναπτυχθεί μέσα στον λαό, για τον λαό με εθνικά και ταξικά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας νέα θέματα συνδεδεμένα με την κοινωνική πράξη των απλών ανθρώπων και να αντιπαρατίθεται στην αστική δραματουργία και την θεματολογία της.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πενταμελής οικογένεια του Ρώτα μένει μέσα στο θέατρο και πρέπει να είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεάτρου μας.
Το 1935 ο Βασίλης Ρώτας παραχώρησε το θέατρο στο ΚΚΕ για να πραγματοποιήσει την προεκλογική του συγκέντρωση. Από τότε άρχισε να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια.
Με πρόσχημα την μη επαρκή πυρασφάλεια του κτιρίου, η δικτατορία του Μεταξά έκλεισε το θέατρο.
Στις 30 Οκτωβρίου 1940 ο Βασίλης Ρώτας πήρε πρωτοβουλία για την συγκρότηση πολεμικού θιάσου, η οποία όμως απέτυχε.
Στις 9 Νοεμβρίου 1940 με επιστολή του στο ΓΕΣ ζήτησε έγκριση και υποστήριξη για την δημιουργία ενός θιάσου που θα ήταν κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αλλά και στα χωριά, καθώς και στα νοσοκομεία. Η αίτηση απορρίφθηκε.
Το καλοκαίρι του 1942 με την σύμφωνη γνώμη του ΕΑΜ, ο Βασίλης Ρώτας ιδρύει το Θεατρικό Σπουδαστήριο με διοικητική επιτροπή που αποτελούν οι Μέμος Μακρής, Κώστας Ζαΐμης και Βασίλης Ρώτας. Το Σπουδαστήριο –πρώτη περίοδος λειτουργίας καλοκαίρι 1942-Μάρτιος 1944- στάθηκε σχολείο αγώνα, θέατρο, φυτώριο της ΕΠΟΝ και καταφύγιο της σκλαβωμένης νεολαίας.
Και μόνο η αναφορά στις δραστηριότητες του Θεατρικού Σπουδαστηρίου και στα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί θα αρκούσε για να γράψει κανείς ξεχωριστό βιβλίο.
Τον Μάρτιο του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μαζί με τον Νίκο Καρβούνη ανέβηκαν στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας.
Η πρόσκληση στον Ρώτα ερχόταν από την ΠΕΕΑ ώστε να συμβάλλει στην πολιτιστική ανόρθωση των κατοίκων των χωριών και στην εμψύχωση των αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1944 συγκρότησε τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας.
Στην διάρκεια του Δεκέμβρη του ’44 ο Βασίλης Ρώτας βρίσκεται στην Αθήνα και παίρνει μέρος στον αγώνα. Το σπίτι του στο Παγκράτι λεηλατείται, ενώ Εγγλέζος αξιωματικός οδηγημένος από Έλληνες συνεργάτες του, κλέβει το προσωπικό του ημερολόγιο με πρόσωπα και γεγονότα από την δράση των ανταρτών στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Το 1945 ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη όπου εκδίδει και το περιοδικό «Λαοκρατία», ενώ το 1946 επαναλειτουργεί το Θεατρικό Σπουδαστήριο.
Το 1950 παραπέμπεται στο Στρατοδικείο με το αίτημα της αποτάξεως λόγω των ιδεών του, ενώ το 1951 αθωώνεται από το Στρατιωτικό Συμβούλιο.
Το 1959 το Θέατρο Τέχνης σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα ανεβάζει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν σε μια μόνο παράσταση στο Ηρώδειο, γιατί οι υπόλοιπες παραστάσεις απαγορεύθηκαν με εντολή του υπουργού Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Στην περίοδο 1961-1967 ο Βασίλης Ρώτας βοηθά με την εμπειρία του την προσπάθεια για το Παιδικό Θέατρο του Γιώργου Δήμου και της κόρης του Μαρούλας Ρώτα. Ιδρύεται και λειτουργεί η Παιδική Αυλαία την οποία αργότερα οργανώνει και λειτουργεί ο Γιάννης Καλαντζόπουλος.
Το 1963 στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τους εξόριστους και κρατούμενους αγωνιστές. Το 1964 του αποδίδεται το δίπλωμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το 1967 συλλαμβάνεται από την χούντα και εξορίζεται στην Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη όπου μένει με την Βούλα Δαμιανάκου δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου.
Το 1974 ολοκληρώνει την μετάφραση όλων των θεατρικών και ποιητικών έργων του Σαίξπηρ, καρπός τεράστιας δουλειάς σε συνεργασία με την Δαμιανάκου. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε και εκδοτικά το 1985.
Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Βασίλη Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από την περίφημη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για δύο δεκαετίες περίπου, ενώ το εγχείρημα δεν επανελήφθη. Υπάρχουν μόνο οι επανεκδόσεις.
Ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας, ήταν πάνω από όλα ένας αγωνιστής.
Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα. Υπήρχε επίσης η συνείδηση του ότι το «προζύμι» για αλλαγή του κόσμου ήταν μόνο ο λαϊκός αγώνας. Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού. Ο Ρώτας δεν ξέκοψε ποτέ από αυτό και μάλιστα θεωρούσε πως ο τελικός αποδέκτης και κριτής του έργου του είναι ο λαός.
«Έφυγε» στις 30 Μάη 1977.
Σημείωση 1: Τα στοιχεία του κειμένου προέρχονται από το βιβλίο του Θανάση Ν. Καραγιάννη “Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους” (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007). Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο 902.gr στις 31 τον Μάη του2013.
Σημείωση 2: Ο στίχος στον τίτλο της ανάρτησης προέρχεται από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Ο μπαρμπα Βασίλης ο Αβασίλευτος».
Πατώντας εδώ μπορείτε να περιηγηθείτε σε όλες τις πολύ ενδιαφέρουσες αναρτήσεις του περιοδικού για τον Βασίλη Ρώτα.