Σκέψεις με αφορμή την ταινία «Γλυκέ μου Ματαδόρ»
Για όλες τις «βασίλισσες» της καρδιάς μας που τη δυνατή τους λάμψη και το πηγαίο τους φως δεν το άντεξε η υποκρισία αυτού του κόσμου. Και ό,τι δεν αντέχεται με μεγάλη μανία και αβυσσαλέο μίσος, καταστρέφεται…
Γλυκέ μου Ματαδόρ / Tengo miedo torero (2020) σκην. Ροντρίγκο Σεπούλβεδα
«Γλυκέ μου Ματαντόρ». Αυτός είναι ο μυστικός τους κώδικας, το συνθηματικό που επιλέγει η γερασμένη τρανς, να υπάρχει ανάμεσα σε εκείνη και τον Κάρλος, έναν νεαρό Μεξικανό επαναστάτη που ανήκει σε αντάρτικη ομάδα που σκοπό έχει την ανατροπή του δικτάτορα Πινοσέτ. Χρονικά η ταινία μάς τοποθετεί στο 1986, λίγο πριν την απόπειρα δολοφονίας κατά του δικτάτορα. Δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι συναντιούνται μέσα σε μια κοινωνία που πληρώνει αδρά τις συνέπειες της πολύχρονης χούντας του στυγνού δικτάτορα. Ο Κάρλος ονειρεύεται έναν άλλον κόσμο και αγωνίζεται πολιτικά για αυτόν, δρώντας μέσα στην παρανομία. H τρανς ονειρεύεται και εκείνη έναν άλλον κόσμο. Γνωρίζει όμως ότι αυτός ο κόσμος ποτέ δεν θα υπάρξει. Η αδικία που έχει υποστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, καθώς και οι αρνητικές εμπειρίες που έχει αποκομίσει εξαιτίας του τρόπου ζωής της, που καθόλου αποδεκτός δεν είναι φυσικά από την κοινωνία της Χιλής του 1986, δεν της επιτρέπουν να ονειρεύεται ή να ελπίζει άλλους κόσμους όπου η διαφορετικότητα, η ελεύθερη έκφραση, η ελεύθερη εκδήλωση των συναισθημάτων, η γνήσια επικοινωνία των ανθρώπων, ο έρωτας, η αγάπη δεν θα συναντούν εμπόδια στην έκφρασή τους.
Για αυτό και η ίδια δημιουργεί μόνη της αυτόν τον κόσμο. Γνωρίζοντας όλο το ψυχικό κόστος που φέρει η δημιουργία αυτού του κόσμου, το βάρος του οποίου αναλαμβάνει να σηκώσει στους ώμους της, εκεί… που ο ταυρομάχος (ανάμεσα στους ώμους του ταύρου) καρφώνει το σπαθί του… Και παρ’ όλο που η γερασμένη τρανς αποκαλεί τον νεαρό επαναστάτη Ματαντόρ, και παρ’ όλο που «ο γλυκός της Ματαντόρ» δοκιμάζει τις αντοχές, την ψυχραιμία, τη γενναιότητά της, οι ρόλοι αντιστρέφονται και ο γενναίος, ο δυνατός, αποδεικνύεται η ίδια, που φαινομενικά δείχνει αδύναμη. Που όμως καθόλου τέτοια δεν είναι γιατί τολμά να αγαπήσει με όλη της τη δύναμη, να δοθεί ολοκληρωτικά στον αγαπημένο της, γνωρίζοντας ότι εκείνος δεν μπορεί να την αγαπήσει όπως τον αγάπησε εκείνη. Γνωρίζοντας το απέλπιδο του έρωτά της, γνωρίζοντας τη δυσκολία του αγαπημένου της να ξεφύγει από τα δεσμά του μεγαλύτερου των φόβων του. Του εσωτερικού. Αυτού που δεν του επιτρέπει να εκδηλώσει τους πραγματικούς του πόθους, τις πραγματικές του επιθυμίες. Αυτού που η ανάγκη να είναι συνεπής σε μια ιδέα σε μια απόφαση ζωής, που καθόλου ευκαταφρόνητη φυσικά δεν είναι, επισκιάζει τις άλλες βαθιές του ανάγκες που σχετίζονται με τη βαθύτερη επικοινωνία των ανθρώπων, το ψυχικό τους πλησίασμα, την ουσιαστική τους επαφή. Μια επαφή που προϋποθέτει τη βαθιά γνώση αυτού που πραγματικά είναι, καθώς και τη γενναιότητα της αποδοχής αυτού και όχι της συγκάλυψής του.
Αξίζει να γίνει και ιδιαίτερη αναφορά στη συγκλονιστική ερμηνεία του πρωταγωνιστή, Alfredo Castro. Για να μπορέσεις να υποκριθείς έναν ρόλο, του τρανς ατόμου στην προκειμένη, θα πρέπει να πείσεις ακόμα και τον πιο δύσπιστο θεατή,τον φορτωμένο με πλήθος προκαταλήψεων και στερεοτύπων, που αρνείται για λόγους ασφάλειας να αποβάλλει, ότι πίσω από κάθε άντρα, κάθε γυναίκα, κάθε ΛΟΑΤΚΙ υπάρχει ο άνθρωπος που τολμά και ο άνθρωπος που δεν τολμά. Υπάρχει ο άνθρωπος που αναλαμβάνει το ρίσκο της δοτικότητας, της προσφοράς και της θυσίας και αυτός που δεν μπορεί να σηκώσει όλο αυτό το φορτίο. Και ο Alfredo Castro με την υποκριτική του ικανότητα το πετυχαίνει στον μέγιστο βαθμό. Και πείθει (έστω και στον λίγο χρόνο που διαρκεί η ταινία) ακόμα και τον πιο καχύποπτο θεατή.
Η κεντρική ηρωίδα της ταινίας δεν μας λέει το όνομά της. Όταν ο Κάρλος την ρωτά πώς τη λένε, εκείνη του απαντά: «Δεν έχω όνομα αλλά εσύ μπορείς να με αποκαλείς βασίλισσα». Και ναι. Είναι η «βασίλισσα» του δικού της παραμυθένιου αλλά και τόσο αληθινού συνάμα κόσμου της. Ενός κόσμου που είναι δικό της δημιούργημα γιατί ξέρει ποια είναι, ξέρει τι θέλει και ξέρει ταυτόχρονα και πως θα ήθελε να είναι ο κόσμος που θα μπορούσε να ζήσει, αλλά επειδή αυτός δεν υπάρχει και αυτός που υπάρχει δεν έχει χώρο για αυτήν, έτσι έχει δημιουργήσει τον δικό της. Είναι η «βασίλισσα» λοιπόν σε αυτόν τον κόσμο. Όπως βασίλισσες ήταν στον δικό τους κόσμο και η Δήμητρα της Μυτιλήνης και η Zackie της Ομόνοιας και τόσες άλλες. «Βασίλισσες» στους δικούς τους, ίσως και τους μόνους αληθινούς κόσμους, που δεν χώρεσαν μέσα στους άλλους τους ψεύτικους μιας βαθιά υποκριτικής κοινωνίας.
Η ταινία αγαπήθηκε από το κοινό του 61ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου και προβλήθηκε, αποσπώντας το Βραβείο Κοινού.