Ερωτήματα για το 1821 – Ποιο ρόλο έπαιξε η Αθήνα στην Επανάσταση;
Σε κανέναν από τους πρωταγωνιστές και άλλους εμπλεκόμενους στην Επανάσταση δε διέφευγε η ιδιαίτερη συμβολική σημασία, των Αθηνών που συμπυκνωνόταν στην Ακρόπολη, η οποία δεν ήταν μόνο το ιστορικότερο έμβλημα της πόλης, αλλά και το στρατηγικό της επίκεντρο.
Μπορεί η Αθήνα να ήταν μια μικρή εμποροβιοτεχνική πόλη της Στερεάς την εποχή που ξεκινούσε η Επανάσταση, με περίπου 10.000 κατοίκους, σε κανέναν όμως από τους πρωταγωνιστές και άλλους εμπλεκόμενους σε αυτή δε διέφευγε η ιδιαίτερη συμβολική της σημασία, που συμπυκνωνόταν στην Ακρόπολη, η οποία δεν ήταν μόνο το ιστορικότερο έμβλημα της πόλης, αλλά και το στρατηγικό της επίκεντρο.
Ο ίδιος ο Μεχμέτ Ρεσίντ πασάς, γνωστότερος ως Κιουταχής, έγραφε προς το Μεγάλο Βεζύρη το Σεπτέμβρη το 1826, περίπου 8 μήνες από την κρίσιμη μάχη της Αθήνας, τα εξής για την Ακρόπολη των Αθηνών, δείχνοντας πως και οι ίδιοι οι Οθωμανοί, ή μάλλον η οθωμανική ελίτ, είχε αντιληφθεί το τεράστιο φορτίο που κουβαλούσε το μνημείο, έστω και με όρους συγκεχυμένους, όχι πολύ διαφορετικούς όμως από την πλειονότητα των ίδιων των ραγιάδων την ίδια εποχή:
Η ακρόπολη των Αθηνών… χτίστηκε τα παλιά χρόνια σε ένα ψηλό και απότομο βράχο, που αψηφά εξίσου νάρκες και επιθέσεις… Και το κάστρο αυτό είναι τόσο αρχαίο και περιέχει τόσα μνημεία και πολλοί φιλόσοφοι ξεκίνησαν από εκεί, που γεμίζει με θαυμασμό τους μορφωμένους μεταξύ των Φράγκων, κι όλα τα έθνη των απίστων… τη λατρεύουν ως ιερό μέρος και τη βλέπουν σαν ιδιοκτησία τους. Για το λόγο αυτό έχουν συνωμοτήσει, υποσχόμενοι να βοηθήσουν το ένα το άλλο και να κάνουν τα πάντα ώστε να μη φύγει ποτέ από τα χέρια των απίστων.
Η αναγνώριση της πολιτιστικής σημασίας της Ακρόπολης και από τα δύο στρατόπεδα δε σήμαινε φυσικά ότι τα μνημεία της έμειναν αλώβητα από τις συγκρούσεις. Μάλιστα, η Ακρόπολη πολιορκήθηκε δύο φορές, την πρώτη από τους επαναστάτες, στο διάστημα Απρίλη 1821 και Ιούνη 1822 και τη δεύτερη από τους Οθωμανούς, από τον Ιούνη τους 1826 ως το Μάη του 1827, καταλήγοντας στην παράδοση των Ελλήνων υπερασπιστών της στα στρατεύματα του Κιουταχή. Τα μνημεία του Ιερού Βράχου υπέστησαν μεγάλες ζημιές στη διάρκεια αυτών των αναμετρήσεων, καθώς χαρακτηριστικό είναι πως μόνο τον Αύγουστο του 1826 στην Ακρόπολη έπεσαν πάνω από 2000 μπάλες κανονιών.
Μετά την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα των Οθωμανών να πάρουν τον έλεγχο των Αθηνών, όπου παραδοσιακά οι χριστιανοί ήταν περισσότεροι από τους μουσουλμάνους, η πόλη γέμισε με πρόσφυγες από την Αττική, τη Χίο, την Εύβοια και αλλού, ανεβάζοντας τον αριθμό των κατοίκων σε 13.000, από τους οποίους περίπου το ένα τέταρτο ζούσε σε συνθήκες έσχατης ένδειας.
Ενώ οι υπερασπιστές της Αθήνας απέκρουαν πετυχημένα τις οθωμανικές δυνάμεις, που τόσο το 1823, όσο και το 1824 επιχείρησαν να εισβάλουν στην πόλη, η εξουσία στο επαναστατικό στρατόπεδο περνούσε όλο και περισσότερα στα χέρια του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού Οδυσσέα Ανδρούτσου και του συνεργάτη του, Ιωάννη Γκούρα. Οι δυο άντρες που άρχισαν να βρίσκονται σε έναν ολοένα και πιο ανοιχτό ανταγωνισμό, διακρίνονταν για τη γενναιότητα και τις στρατιωτικές τους αρετές, παράλληλα όμως ήταν και οι δύο διψασμένοι για δύναμη και συχνά αδίστακτοι στις μεθόδους τους. Αυτό παραδόξως δεν εμπόδισε να εξελιχθεί η Αθήνα υπό την αιγίδα τους σε πολιτιστικό επίκεντρο της επαναστατημένης επικράτειας, με την έκδοση της 15ήμερης “Εφημερίδος Αθηνών” υπό τον Γεώργιο Ψύλλα, την ίδρυση σχολείων και μουσείου στον Παρθενώνα και στη συνέχεια στο Ερέχθειο, τη δημιουργία ταχυδρομικής υπηρεσίας και νοσοκομείου. Η προοπτική να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα του μελλοντικού ελληνικού κράτους ενίσχυε αυτές τις κινήσεις, ωστόσο η εχθρότητα Γκούρα – Ανδρούτσου έριχνε ολοένα και πιο βαριά τη σκιά της στις εξελίξεις, δεδομένης μάλιστα και της γενίκευσης των εμφύλιων συγκρούσεων εντός των επαναστατικών δυνάμεων. Τελικά ο ο Γκούρας κατάφερε να βγάλει από τη μέση τον Ανδρούτσο, που ήδη κατηγορούνταν πως είχε συμμαχήσει με τους Οθωμανούς και ρίχτηκε στα βράχια της Ακρόπολης τον Ιούνη του 1825.
Το 1826 ο Κιουταχής εισέβαλε στην Αττική, προσεταιριζόμενος τμήματα της πολιτικής ελίτ και αποσπώντας την υποταγή των χωρικών πέριξ της Αθήνας. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή παρενέβη ο οπλαρχηγός από τη Χασιά, Μελέτης Βασιλείου, που είχε παίξει και το 1821 σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση των Αθηνών. Ο Βασιλείου και οι άντρες του, γνωστοί ως “ξωτάρηδες”, όργωσαν τα χωριά της περιοχής με το σύνθημα “Θάνατος στους προσκυνημένους”, κατορθώνοντας έτσι να ανακόψουν την ορμή του Κιουταχή και παράλληλα να δώσουν χρόνο στον Καραϊσκάκη, που ήδη μεγαλουργούσε στη Ρούμελη, να συγκροτήσει στρατόπεδο στην Ελευσίνα και αργότερα σε περιοχές όπως το Κερατσίνι, τα Ταμπούρια και η Καστέλλα. Ο ίδιος ο Βασιλείου ωστόσο, το Μάιο του 1826, έχοντας αντισταθεί στην Ομέρ πασά της Εύβοιας, συγκρούστηκε με τους “προσκυνημένους” συντοπίτες του, πέφτοντας θύμα δολοφονικής ενέδρας από κύκλους προσκείμενους στους τελευταίους. Σε αψιμαχίες με τους Οθωμανούς σκοτώθηκε και ο Ιωάννης Γκούρας, στερώντας την πόλη από έναν ακόμα ικανό υπερασπιστή.
Αν όμως ο Καραϊσκάκης έμοιαζε να προβάλλει ως λογική επιλογή για την ηγεσία του αγώνα ενάντια στον Κιουταχή, η κεντρική κυβέρνηση των Ελλήνων είχε άλλα σχέδια. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας αποφάσισε να αναθέσει τη διοίκηση των δυνάμεων της Στερεάς στον Βρετανό Τσορτς και εκείνη των ναυτικών δυνάμεων στο συμπατριώτη και συνεργάτη του Τόμας Κόχραν. Αμφότεροι ήταν τυχοδιωκτικά στοιχεία με στενούς ωστόσο δεσμούς με τη βρετανική κυβέρνηση, στην οποία και προσανατολίζονταν η νικήτρια πλευρά των ελληνικών εμφύλιων αναμετρήσεων. Για τους αντίπαλους του αγγλικού κόμματος, όπως ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο διορισμός των δυο αντρών σχετίζονταν με την επιδίωξη της Αγγλίας και των εδώ συμμάχων της να δημιουργηθεί κρατικός σχηματισμός αποκλειστικά στην Πελοπόννησο και όχι τη Ρούμελη, εξού και η αντιπαλότητά τους προς τον Καραϊσκάκη και άλλους οπλαρχηγούς, που έπαιρνε το μανδύα πολιτιστικών διαφορών μεταξύ “Φράγκων” και ντόπιων, αλλά και διαφωνιών στην υιοθέτηση πρακτικών τακτικού στρατού ή την επιμονή στα ειωθότα, δηλαδή τον ανταρτοπόλεμο.
Πολύ κακός οιωνός για την τύχη της πόλης ήταν φυσικά ο αμφιλεγόμενος θάνατος του Καραϊσκάκη, από τραυματισμό του τις παραμονές της μεγάλης αναμέτρησης με τον Κιουταχή. Το ερώτημα για το αν δολοφονήθηκε από Οθωμανούς ή φίλια πυρά δεν έχει απαντηθεί οριστικά μέχρι και σήμερα. Το μόνο σίγουρο είναι πως η απώλεια αυτού που και ο ίδιος ο Κόχραν αναγνώριζε ως “σαφώς καλύτερο στρατηγό της συγχρόνου Ελλάδος”, ήταν ένα ανέλπιστο δώρο για τους πολιορκητές.
Ο επίλογος του δράματος γράφτηκε στον Ανάλατο στις 24 Απρίλη 1827, όπου πολλαπλάσιες δυνάμεις Ελλήνων δέχτηκαν συντριπτικό πλήγμα από τους σαφώς λιγότερους Οθωμανούς. Μέσα σε μια ώρα, έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες υπερασπιστές της Αθήνας, ενώ εκατοντάδες τραυματίστηκαν. Ενθαρρυμένος από τη μεγάλη του νίκη, ο Κιουταχής απαίτησε την παράδοση της Ακρόπολης, κάτι που συνέβη μετά από αντίσταση των υπερασπιστών της στις 25 Μάη 1827. Η Ακρόπολη θα παρέμενε σε οθωμανικά χέρια μέχρι και το Μάρτη του 1833, όταν ήδη στη νεότευκτη χώρα είχαν καταφτάσει ο Όθωνας και η βαυαρική Αντιβασιλεία. Άνοιγε έτσι ο δρόμος ώστε περίπου ένα χρόνο μετά, η Αθήνα να ανακηρυχθεί σε “Βασιλική καθέδρα και πρωτεύουσα” του μικρού βασιλείου, εγκαινιάζοντας ένα νέο κεφάλαιο στην πολυτάραχη ιστορία της. Όσο για τη Μάχη του Αναλάτου, η μόνη ανάμνησή της στη σύγχρονη δημόσια σφαίρα είναι η ονοματοδοσία ενός δρόμου που ενώνει το Νέο Κόσμο με τη Νέα Σμύρνη, στο σημείο όπου έγινε η ιστορική μάχηυ, δίχως οι περισσότεροι διαβάτες του να γνωρίζουν την τραγική της ιστορία.
Δείτε εδώ όλα τα Ερωτήματα για το 1821