Κούρνοβο, 6 Ιούνη 1943: «Όχι κραυγές και κλάματα ιερή σιγή να φέξει, το χώρο ετούτο που έπεσαν οι Άγιοι 106…»

Η εκτέλεση των 106 μαρτύρων έγινε στις 2 με 5 το απόγευμα, κοντά στο χωριό Άγιος Στέφανος. Ανάμεσά τους και πάνω από τους μισούς ήταν Ακροναυπλιώτες και Αναφιώτες, παλιοί αγωνιστές στελέχη του ΚΚΕ και συνδικαλιστές, που παραδόθηκαν τις πρώτες μέρες της κατοχής από τις ελληνικές αρχές στους καταχτητές.

Σαν σήμερα, στις 6 του Ιούνη 1943, οι Ιταλοί φασίστες καταχτητές εκτελούν 106 πατριώτες αγωνιστές, που κρατούνταν στο στρατόπεδο της Λάρισας, σε αντίποινα για την ανατίναξη της σήραγγας του Κούρνοβου από τους μαχητές του ΕΛΑΣ. Ανάμεσα στους εκτελεσμένους και 54 κομμουνιστές Ακροναυπλιώτες, από τους 580 που παρέδωσε η μεταξική δικτατορία στις δυνάμεις κατοχής.

Τη νύχτα της 1ης προς τη 2η του Ιούνη 1943 το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ Δομοκού, ύστερα από διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, που μόλις πριν λίγες μέρες (19 Μάη) είχε συγκροτηθεί με στρατιωτικό αρχηγό το Στέφανο Σαράφη, καπετάνιο τον Άρη Βελουχιώτη και Πολιτικό Επίτροπο αντιπρόσωπο του ΕΑΜ τον Βασίλη Σαμαρινιώτη (Ανδρέα Τζήμα), ανατίναξε αμαξοστοιχία κατάφορτη από Ιταλούς στρατιωτικούς, την ώρα που περνούσε μέσα από τη σήραγγα (γαλαρία) του Κούρνουβου, κοντά στο σταθμό Νεζερού – Δομοκού, με αποτέλεσμα η αμαξοστοιχία να καταστραφεί ολοκληρωτικά.

Όπως αναφέρει ο στρατηγός Σαράφης στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ», στη σήραγγα μαζί με το συρμό, αποτεφρώθηκαν και 580 – 600 Ιταλοί στρατιωτικοί μαζί και ένας στρατηγός, που μεταφέρονταν από την Αθήνα στην Ιταλία, μέσω Θεσσαλονίκης.

Η ανατίναξη της στρατιωτικής αμαξοστοιχίας στο Κούρνοβο ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τις δυνάμεις κατοχής. Γιατί, εκτός των άλλων, η σήραγγα αυτή, που έχει μήκος 510 μέτρα και βρίσκεται στη γραμμή Λιανοκλάδι – Λάρισα και σε υψόμετρο 585 μ., είχε πάθει σοβαρή ζημιά με αποτέλεσμα να κοπεί η συγκοινωνία για 8 μέρες. Λυσσασμένοι οι κατακτητές και για τις απώλειές του σε έμψυχο υλικό, πήραν 106 αγωνιστές κρατούμενους στο στρατόπεδο ομήρων της Λάρισας και τους εκτέλεσαν στις 6 Ιούνη 1943.

Οι περισσότεροι από τους 106 εκτελεσμένους ήταν Ρουμελιώτες, Θεσσαλοί και Πελοποννήσιοι και Αθηνοπειραιώτες. Όλοι τους κρατούνταν στο στρατόπεδο κρατουμένων Λάρισας.

Γενικά προέρχονταν από την Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Ανάμεσά τους και πάνω από τους μισούς ήταν Ακροναυπλιώτες και Αναφιώτες, παλιοί αγωνιστές στελέχη του ΚΚΕ και συνδικαλιστές, που παραδόθηκαν τις πρώτες μέρες της κατοχής από τις ελληνικές αρχές στους καταχτητές.

Η εκτέλεση των 106 μαρτύρων έγινε στις 6 Ιούνη 1943 στις 2 με 5 το απόγευμα κοντά στο χωριό Άγιος Στέφανος, πολύ μακριά από τη γαλαρία, όπου ανατινάχτηκε το τρένο. Φαίνεται πως οι Ιταλοί δεν τόλμησαν ν’ ανέβουν ως τη γαλαρία και προτίμησαν να τους εκτελέσουν χαμηλά στα ριζά.

Το μνημείο στο Κούρνοβο

Στο μνημείο που στήθηκε στα ριζά του βουνού, στο Κούρνοβο, διαβάζουμε τα ονόματα των εκτελεσθέντων και το επιτύμβιο του Γιάννη Ρίτσου:

Όχι κραυγές και κλάματα
ιερή σιγή να φέξει
το χώρο ετούτο που έπεσαν
οι Άγιοι 106
γερόντοι και ανταρτόπουλα
παιδιά της Ρωμιοσύνης
κάθε όνομα και ένα σπαθί
κ’ ένα άστρο αδελφοσύνης
ωσότου να ‘ρθει η Λευτεριά
στάρι κι ανθό να σπείρει
και το θλιμμένο Κούρνοβο
να στήσει πανηγύρι
κ’ οι 106 αδούλωτοι για πάντα αναστημένοι
φρουροί του δίκιου να ορθώσουν
μέσα στην οικουμένη.

Στο στρατόπεδο Λάρισας είχαν πληροφορηθεί πως οι πραγματογνώμονες – ένας Έλληνας και ένας Ιταλός – είχαν αποφανθεί, πως η ανατίναξη ήταν αποτέλεσμα σαμποτάζ ανταρτών, ενώ ο αντιπρόσωπος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού διαφωνούσε και ισχυρίζονταν πως το τρένο πήρε φωτιά από τη μηχανή και ζητούσε να μην εφαρμοστούν αντίποινα. Ωστόσο οι κρατούμενοι δεν είχαν αυταπάτες. Γι’ αυτό όταν στις 5 Ιούνη το απόγευμα ένας Ιταλός υπολοχαγός διάβασε με καταφανή ταραχή ένα μακρύ κατάλογο κρατουμένων και διέταξε γρήγορα να ετοιμαστούν όσοι άκουσαν τα ονόματά τους και να επιβιβαστούν στα στρατιωτικά καμιόνια που περίμεναν κοντά στην είσοδο του στρατοπέδου, ήξεραν πως πάνε για εκτέλεση. Συγκινητικός ήταν ο αποχωρισμός των 106 από τους συμπατριώτες, συναγωνιστές και συντρόφους τους, που μαζί είχαν ως εκείνη την ώρα γευτεί τις πίκρες, τις κακουχίες και τα βασανιστήρια της ομηρίας τους.

Προς το βράδυ τα καμιόνια ξεκίνησαν. Μα τη νύχτα ξαναγύρισαν φορτωμένα και την επομένη το πρωί έφυγαν ξανά από το στρατόπεδο της Λάρισας. Διέσχισαν το θεσσαλικό κάμπο κι ανέβηκαν τις στροφές προς το Δομοκό με αυστηρά μέτρα ασφάλειας. Κατά τις 11.00 π. μ. πέρασαν έξω από το Δομοκό και στη συνέχεια διέσχισαν την καταπράσινη πλαγιά της Όθρυς και κατά το μεσημέρι είχαν φθάσει στο χώρο της εκτέλεσης. Εκεί κοντά στην Ξυνιάδα διαδραματίστηκαν τραγικές σκηνές, που συγκλόνισαν βαθύτατα κι αυτούς ακόμα τους εκτελεστές Ιταλούς.

Ο Ιταλός συνταγματάρχης διάβασε τη απόφαση για την εκτέλεση και στον τόπο του Θυσιαστηρίου ξαναζωντάνεψαν οι ηρωικότερες στιγμές της ιστορίας του Έθνους μας.

Να πως περιγράφει ο εφεδροελασίτης Γιάννης Καραδήμας που από κάποιο παρατηρητήριο εκεί κοντά παρακολουθούσε την εκτέλεση των 106 πατριωτών:

«… Η μέρα προχωρεί. Φτάνει το μεσημέρι και καθώς αγναντεύαμε κάτω προς τον κάμπο της Ξυνιάδας διακρίνουμε μεγάλη φάλαγγα, 25-30 αυτοκινήτων. Ξεπρόβαλαν στα υψώματα της Κορομηλιάς, προχώρησαν για το Νεζερό. Που πάνε άραγε; Υποθέσαμε ότι πάνε για τη Γαλαρία, όπου μετά την ανατίναξη δούλευαν συνεργεία τεχνιτών. Σίγουρα πρόκειται για αντίποινα στην ανατίναξη, σκεφτήκαμε. Καλυμμένοι κάτω από τα πυκνά χαμόκλαδα παρακολουθούμε γεμάτοι αγωνία. Πέρασαν το χωριό Άγιο Στέφανο και κατευθύνονταν προς το Περιβόλι. Μα στο ρέμα εκεί στα πλατάνια σταμάτησαν. Έκαναν κάποια αναγνώριση προς τη γαλαρία, περνούν αντίθετα, τώρα στον Άγιο Στέφανο και κοντά στο Νεκροταφείο του χωριού, εκεί στη μικρή κοιλαδίτσα του Χασνά, ξεφορτώνουν τα αυτοκίνητα. Κατεβαίνουν πρώτα οι Ιταλοί με τον οπλισμό τους και τρέχοντας πιάνουν θέσεις στην πλαγιά με μέτωπο προς το βουνό. Στήνουν τα πολυβόλα και οπλοπολυβόλα και ταυτόχρονα κατεβάζουν από τα αυτοκίνητά τους κρατούμενους δεμένους ανά δύο με χειροπέδες. Μετράμε πάνω από 100. Γύρω τους τα πολυβόλα έτοιμα και οι φασίστες με το χέρι στη σκανδάλη. Οι μελλοθάνατοι κινούνται αριστερά – δεξιά, περπατούν, σκύβουν, χτυπάνε πάνω στις πέτρες, κάνουν ανεξήγητες κινήσεις. Δεν μπορούμε να διακρίνουμε καλά. Μετά καταλάβαμε ότι έσπαζαν τα ρολόγια τους, ξέσχιζαν τα ρούχα και τα χαρτονομίσματά τους για να μη συληθούν από τους δήμιους.

Αυτό κράτησε περίπου 10 λεπτά με ένα τέταρτο. Κι ύστερα όλοι στήσαν το χορό. Χόρεψαν λεβέντικα τον τσάμικο: «Βγήκαν αντάρτες στα βουνά τα ρουμελιώτικα παιδιά και το πρώτο παλληκάρι όλοι το φωνάζουν Άρη…».

Ύστερα αρχίζουν όλοι δυνατά, που το ακούμε και μεις καθαρά, το αθάνατο συρτό τραγούδι που τραγουδούσαν και χόρεψαν οι Σουλιώτισσες πριν πηδήσουν από το βράχο στο βάραθρο: «Έχε γειά καημένε κόσμε έχε γειά γλυκιά ζωή και συ δύστυχη πατρίδα, έχε γεια παντοτινή…».

Το τραγούδι αντρίκιο, βροντερό ξεχύνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Αχολογούν οι ρεματιές και τα φαράγγια. Και τα πόδια των ανδρειωμένων, πατώντας στέρεα στη γη, πηδούν ψηλά και σηκώνουν σύννεφο τον κουρνιαχτό. Μα το παράγγελμα: Πυρ! του Ιταλού αξιωματικού έκοψε απότομα το τραγούδι και σιγά -σιγά έσβησε και τον αντίλαλο. Τα πολυβόλα των Ιταλών ξερνούν φωτιά και καυτό μολύβι. Στα στάχυα στη γη και το αίμα τους ποτίζει το χώμα. Σιγή θανάτου απλώνεται παντού σ’ όλη την πλάση. Και αυτοί ακόμη οι Ιταλοί μπρος σ’ αυτή την άφθαστη παλληκαριά των γενναίων, που μ’ ένα λεβέντικο σάλτο πέρασαν απ’ τη ζωή στην αθανασία, στέκαν άφωνοι, μαρμαρωμένοι. Δεν είχαν το κουράγιο να πλησιάσουν τους γίγαντες για να τους ρίξουν τη χαριστική βολή. Φοβισμένοι κοιτάζουν προς τα υψώματα και ένοχοι για το ομαδικό τους έγκλημα, τα μαζεύουν γρήγορα, ανεβαίνουν στ’ αυτοκίνητα και φεύγουν σαν κυνηγημένοι μέσα στον κάμπο προς τα Μεταλλεία. Η ώρα ήταν 5 με 6 το απόγευμα.

Σ’ αυτή την κατάσταση βρήκαν τους μάρτυρες οι χωρικοί…

Τώρα κάτω στην κοιλάδα κείτονταν τα άψυχα κορμιά. Και η αδούλωτη Ελλάδα συντροφιά με τη Λευτεριά. Η νύχτα που έρχονταν μας κράτησε ξάγρυπνους πάνω στο ύψωμα, σαν τιμητική φρουρά των ηρώων και μαρτύρων της λευτεριάς. Το πρωί κατεβήκαμε στον τόπο της εκτέλεσης μαζί με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών, σκάψαμε λίγο πιο κει στα Βαρκά ένα κοινό μνήμα για τη στερνή τους κατοικία ενώ γυναίκες πνιγμένες στο κλάμα μοιρολογούσαν:

«Σκάψτε βαθιά, σκάψτε πλατιά
κάντε γερό ταμπούρι
ολόρθος για να πολεμώ
και πλαγιαστός να ρίχνω…».

Ευλαβικά αποθέσαμε στον ομαδικό τάφο τους νεκρούς μας. Όλοι μαζί γονατιστοί ψάλλαμε το πένθιμο εμβατήριο:

«Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς
σε άνισο μάχη κι αγώνα…».

Στους γενναίους δεν ταιριάζουν τα δάκρυα. Σταθήκαμε ευλαβικά μπρος στο απέριττο μνήμα τους. Η ζωή για τους ήρωες δεν τελειώνει με το θάνατός τους. Το ζωντανό τους παράδειγμα σφυρηλατεί τις καρδιές των επιγόνων, που συνεχίζουν τον αγώνα τους».

Ο ηρωισμός των μελλοθανάτων εντυπωσίασε βαθιά κι αυτούς τους δημίους τους. Γυρίζοντας οι Ιταλοί στο στρατόπεδο της Λάρισας φοβισμένοι, τρομοκρατημένοι με έντονα τα συναισθήματα αγωνίας, φρίκης αλλά και ενοχής αφηγούνταν, πως ένας από τους κρατουμένους μίλησε στους Ιταλούς κατά του φασισμού και διαδήλωσε την πεποίθησή του για την σίγουρη και αποφασιστική νίκη των λαών. Υπογράμμισε πως στις περιπτώσεις σαν κι αυτή, που οι στρατιώτες διατάσσονται να εκτελέσουν εγκλήματα δεν είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν. Κι αμέσως έστησαν το χορό… Αργότερα δημοσιεύτηκε στο Λαρισαϊκό Τύπο πως στο τραίνο που ανατινάχτηκε στη σήραγγα του Κούρνοβου ήταν μέσα και 50 Έλληνες κρατούμενοι των Ιταλών, που μεταφέρονταν από τις φυλακές Αβέρωφ και στέλνονταν όμηροι σε ιταλικά στρατόπεδα και που βρήκαν οικτρό θάνατο. Κάηκαν μαζί με τους Ιταλούς δεσμοφύλακές τους.

Δυστυχώς συνέβαινε πολλές φορές στα τραίνα που ανατινάσσονταν σε σαμποτάζ να χάνουν τη ζωή τους και Έλληνες πατριώτες είτε σαν κρατούμενοι, είτε σαν σιδηροδρομικοί υπάλληλοι.

 

*Το χρονικό της εκτέλεσης, από τον τρίτο τόμο της έκδοσης “Έπεσαν για τη ζωή”, της ΚΕ του ΚΚΕ, στον οποίο παρατίθενται και τα ονόματα των εκτελεσμένων ηρώων.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: