Η συλλογική δράση στη δυναμική της ταξικής πάλης
Η συλλογική δράση, συμπυκνωμένη στη πολιτική δράση, οφείλει να απευθύνεται στις κοινωνικές ιδιότητες των ατόμων, επομένως και στα υποσυστήματα σχέσεων στα οποία είναι ενταγμένα (εργασία, υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.), συνδέοντας τον αγώνα για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ζωής (τις μεταρρυθμίσεις), με τη κοινωνική απελευθέρωση, καθώς οι άνθρωποι έχουν ιστορικότητα.
Μια βαθιά εμπεδωμένη αντίληψη για τη συλλογική δράση είναι πως αυτή είναι το άθροισμα ατομικών δράσεων. Μαζευόμαστε εγώ, εσύ, ο άλλος/η και μαζί με τις επιθυμίες μας, τις ανησυχίες μας, τα όνειρά μας, τις ηρωϊκές αναφορές στο παρελθόν, γινόμαστε πολλοί/ές. Σαν η κοινωνική δράση να είναι ένα διϋποκειμενικό ζήτημα, σαν αυτή να μη διαμεσολαβείται κοινωνικά. Όμως το νόημα, η κοινωνική συνείδηση παράγονται κοινωνικά, σε ανάδραση με τη συνθήκη εκμίσθωσης και την ανάγκη (συνθήκες εργασίας, ζωής κ.λπ.). Επομένως η συνθήκη εκμίσθωσης με τις εγγενείς σχέσεις εκμετάλλευσης θα επέχει θέση «δομής» που θα ομογενοποιεί άτομα και δράσεις προσφέροντας το οργανωσιακό υπόστρωμα, τη βάση για συλλογική (ταξική) δράση. Αυτό σημαίνει πως η οποιαδήποτε δράση θα αποκτά τα χαρακτηριστικά της δομής ενώ τα άτομα θα φέρουν τις ιδιότητές της (αστοί, εργάτες, αγρότες κ.λπ.). Οι ιδιότητες αυτές, δεν είναι προσωπικές, αλλά κοινωνικές και διαμορφώνουν ανάλογα με τη θέση στο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (σχέσεις με τα μέσα παραγωγής, θέση στη κοινωνική οργάνωση της εργασίας κ.λπ.) μοτίβα συλλογικής δράσης.
Βεβαίως εκτός από τη συνθήκη εκμίσθωσης που διαμορφώνει ταξικές μορφές δράσης, αφού μπορεί να θέσει το ζήτημα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, υπάρχει και η συνθήκη καταπίεσης (έμφυλη, σεξουαλική, φυλετική, αναπηρική κ.λπ.) που δίνει διαταξικές μορφές δράσης, καθώς οι γυναίκες, η ΛΟΑΤΚΙ, οι Μαύροι, οι ανάπηροι κ.ά. είναι διαταξική κοινωνική κατηγορία και όχι κοινωνική τάξη. Εφόσον τεθεί έτσι το ζήτημα δεν υπάρχει λόγος να προσφεύγουμε στη βιολογία (ουσιοκρατία) ή, σε ανιστορικές προσεγγίσεις «κοινωνικής κατασκευής» για να ορίσουμε το κοινωνικό υποκείμενο ή, τι αυτό μπορεί να κάνει; Παρόλο που η εντύπωση είναι πως η «συνθήκη καταπίεσης» με τις αντίστοιχες μορφές δράσης (διαταξικές) ανήκει στο εποικοδόμημα, αυτή είναι εγκιβωτισμένη στη συνθήκη εκμετάλλευσης, με την έννοια πως είναι αναγκαία για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης, πόσο μάλλον όταν συχνά η εκμετάλλευση ταυτίζεται με την καταπίεση: η ταξική θέση με την έμφυλη/σεξουαλική καταπίεση, τη φυλή, την αναπηρία κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση άλλα υποκείμενα μας δίνει η συνθήκη εκμετάλλευσης και άλλα η συνθήκη καταπίεσης, παρόλο που οι έννοιες με τις οποίες νοηματοδοτούμε τα πράγματα παράγονται ιστορικο-πολιτισμικά. Αλλιώς ορίζονταν, λόγου χάρη, η γυναίκα, ο άντρας, η οικογένεια τον 19ο αιώνα, αλλιώς σήμερα.
Επομένως τα άτομα ως αστοί, εργάτες, αγρότες κ.ο.κ. είναι ενταγμένα σε πλέγματα κοινωνικών σχέσεων και πολύ λίγο βοηθάει να τα εγκαλεί κανείς ως πρόσωπα ή να απευθύνεται στο θυμικό τους βάζοντας στην άκρη τις κοινωνικές τους ιδιότητες (ταξικές και διαταξικές καταστάσεις). Αυτό κάνουν σ’ ένα βαθμό οι Αλτουσεριανοί αριστεροί, όταν, απορρίπτοντας τη σχέση ταξικής θέσης και κοινωνικής συνείδησης, μιλούν για έγκληση του υποκειμένου. Σαν κάποιος από εκεί πάνω να μας καλεί: «ε, εσύ!». Όπως γίνεται προφανές πρόκειται τόσο για μια μεταφυσική σχέση όσο και για μια αντίληψη που αποσυνδέει τη κοινωνική συνείδηση από το κοινωνικό γίγνεσθαι, επομένως και τη πολιτική οργάνωση από τις ταξικές θέσεις, αφήνοντας τη συλλογική δράση στο συγκυριακό και στο τυχαίο. Ωστόσο οι υποτελείς τάξεις, η εργατική τάξη έχουν ανάγκη από τη πολιτική οργάνωση που θα συνδέει το ταξικό γίγνεσθαι με τη κοινωνική συνείδηση/ταξική δράση, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η ιστορικο-βιωματική συνέχεια της τάξης, όσο και η πολιτικο-οργανωτική που εξαιτίας των υπαρξιακών συνθηκών απειλείται συνεχώς με εξατομίκευση, ιδιώτευση και παροπλισμό.
Συνεπώς, η συλλογική δράση, συμπυκνωμένη στη πολιτική δράση, οφείλει να απευθύνεται στις κοινωνικές ιδιότητες των ατόμων, επομένως και στα υποσυστήματα σχέσεων στα οποία είναι ενταγμένα (εργασία, υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.), συνδέοντας τον αγώνα για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ζωής (τις μεταρρυθμίσεις), με τη κοινωνική απελευθέρωση, καθώς οι άνθρωποι έχουν ιστορικότητα. Οι άνθρωποι δεν είναι μεταφυσικά όντα χωρίς ανάγκες (κοινωνικές, υπαρξιακές, συναισθηματικές κ.λπ.), η ικανοποίηση των οποίων θα αναβάλλεται σ’ ένα απώτερο μέλλον. Η αποσύνδεση του δεύτερου από το πρώτο θα ήταν «επαναστατικός ακτιβισμός» και ανέξοδος βερμπαλισμός. Αυτός ο τρόπος πολιτικής δράσης μπορεί να στεγανοποιεί επίσης τις συγκρούσεις μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης, ανακόπτοντας μια δυναμική σύνδεσης του αγώνα για τις κοινωνικές ανάγκες με τη ταξική πάλη και το γενικότερο ζήτημα, βγάζοντας εκτός ταξικής πάλης τα ουσιώδη που έχουν όμως ένα άμεσο κόστος για τη κυρίαρχη τάξη και το κεφάλαιο (οικονομικό, πολιτικό-θεσμικό κ.λπ.), πόσο μάλλον όταν το πεδίο αυτό είναι η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα. Εδώ και όχι στο τι λέει, θα δοκιμαστεί η κοινωνική συλλογικότητα, το πολιτικό υποκείμενο να πείσει πως διαθέτει την ηγεμονική ικανότητα και αρμοδιότητα (κουλτούρα κοινωνικής οργάνωσης και συμμαχιών κ.λπ.) να θέσει ακόμη και το ζήτημα εξουσίας. Από την άλλη, εφόσον, δε τίθενται «κόκκινες γραμμές», δε μπορεί να προσδιοριστεί και η αποτυχία, η υποχώρηση, ή, η ανεπάρκεια της πολιτικής δράσης, επομένως δεν υπάρχει και λόγος για αυτοκριτική, αλλαγή πολιτικών κ.λπ.
Επειδή στον Ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό υπάρχουν και άλλες κοινωνικές τάξεις, εκτός των θεμελιωδών (εργατική/αστική), η ταξική δράση που θα εμβολίσει τα υποσυστήματα σχέσεων στα οποία είναι ενταγμένα τα άτομα θα παίρνει τη μορφή της κοινωνικής συμμαχίας της μισθωτής εργασίας. Και αυτό επειδή, δεν είναι όλοι οι μισθωτοί εργαζόμενοι, εργάτες/τριες. Μιας κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα νέα μεσαία στρώματα που σχηματίζονται εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό ταξικές καταστάσεις της μισθωτής εργασίας. Βεβαίως στη δυναμική της η σύμπηξη αυτής της συμμαχίας θα συμπεριλαμβάνει και στρώματα εκτός καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (μικροαστικά στρώματα). Ωστόσο η συλλογική δράση στη μορφή της κοινωνικής συμμαχίας θα περνάει σ’ ένα πρώτο επίπεδο, μέσα από στρώσεις συνείδησης, -μέσα από τις συγκρούσεις με τον εργοδότη, το καπιταλιστή, τις τριβές με το κράτος (συνδικαλιστική δράση κ.λπ.)-, και θα ομογενοποιείται μέσα από κύκλους δράσης (ενότητα στη δράση/συντονισμός συνδικάτων εργαζομένων/πολιτικοποίηση δράσεων κ.λπ.), όταν εργαζόμενοι/ες από διαφορετικές ταξικές καταστάσεις της μισθωτής εργασίας θα πρέπει να «γνωριστούν», να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους-, για να προκύψουν ανώτερες μορφές δράσης. Ουσιαστικά η «ενότητα στη δράση» υπονοεί την αλληλεπίδραση μεταξύ τμημάτων της μισθωτής εργασίας, καθώς η εργασία τους ως μέρος του «συλλογικού εργάτη» προϋποθέτει συχνά διαφορετικούς τρόπους ζωής, διαφορετικό βιοτικό ύφος, «προνομιακή» μεταχείριση (βλ. λευκά και μπλε κολλάρα) από το κεφάλαιο, πράγμα που μπορεί να δημιουργεί επιφύλαξη και καχυποψία μεταξύ των εργαζομένων, αναστέλλοντας την έγερση μια ενιαίας ταξικής συνείδησης. Αυτές οι αντιλήψεις, αυτοί οι τρόποι αυτοπροσδιορισμού τμημάτων της μισθωτής εργασίας μόνο σε πολιτικό επίπεδο και μέσα από μια πολιτική οικονομίας της κοινωνικής δράσης μπορούν να δουλευτούν και να αρθούν.
Το γεγονός αυτό θέτει το ζήτημα της σύγκλησης στο χώρο και στο χρόνο ώστε να προκύψει ο ταξικός αυτοπροσδιορισμός, ο ορισμός των συμμάχων αλλά και του αντιπάλου (ταξική συνείδηση), ώστε η τάξη να ξεφύγει από τη τμηματοποίηση που της επιβάλλει ο τεχνικός καταμερισμός εργασίας (επαγγελματική, κλαδική δομή, μορφή απασχόλησης κ.λπ.) και να γίνει ιστορικό υποκείμενο. Με εργαζόμενους στο Σύνταγμα, στα Προπύλαια ή, στην Ομόνοια να διαδηλώνουν για το ίδιο πράγμα (τα εργασιακά, την υγεία, το εκπαιδευτικό, το στεγαστικό κ.λπ.), δε μπορεί να υπάρχει αυτή η σύγκληση, επομένως και ανώτερες μορφές ταξικής δράσης, εκτός αν δεχτούμε, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, πως αυτές, όπως και η ταξική συνείδηση, παράγονται εξωϊστορικά μέσω της έγκλησης του υποκειμένου (μεταφυσικά).
Παρόλο που η Ελληνική κοινωνία διαθέτει αντικειμενικά τους πόρους (οργανωσιακούς, πολιτικούς, πολιτισμικούς), υπάρχει μια εγγενής αδυναμία σε επίπεδο συλλογικών και πολιτικών υποκειμένων για αναστοχασμό, κριτική αποτίμηση και αξιόπιστη ανάλυση για να εξηγηθεί πως και γιατί στη δεκαετία της οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης (2010), της κοινωνικής έκπτωσης, της μαζικής ανεργίας και του lockdown το λαϊκό και εργατικό κίνημα «έμεινε πίσω», αδυνατώντας να κεφαλαιοποιήσει τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης, την αποσάρθρωση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, τη διάλυση των κοινωνικών υποδομών (νοσοκομεία, σχολεία, συγκοινωνίες κ.λπ.). Με ανάγλυφο τρόπο αυτή η αδυναμία εκδηλώθηκε με την εμφάνιση της πανδημίας το περσινό Μάρτιο (2020), όταν ουσιαστικά όλοι αποδέχτηκαν την πολιτική διαχείρισή της από τη Κυβέρνηση, αδυνατώντας όμως να παράξουν, -εκτός γενικών διαπιστώσεων και αιτημάτων στη κοινοβουλευτική λογική-, πολιτική (συντονισμό, οργάνωση συμμαχιών). Από εδώ θα προέκυπταν επίσης κρίσιμοι οργανωσιακοί, κοινωνικοί και πολιτικοί πόροι, -όπως κάποτε, λόγου χάρη, με το ΕΑΜ-, για τη συνέχιση-κλιμάκωση της ταξικής πάλης, για να προωθηθούν τα αιτήματα, για τη «σωτηρία του λαού». Μόνο έτσι θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν οι θανατοπολιτικές της κυβέρνησης απέναντι στα εργατικά και λαϊκά στρώματα με τους χιλιάδες θανάτους, την υποθεραπεία, τη διάλυση των κοινωνικών κόσμων της υγείας, της εργασίας, του σχολείου στους οποίους όμως ζουν και κινούνται οι άνθρωποι ως έμψυχα, ιστορικά όντα.