«Φτιάχνοντας στίχους έκανε τους αστούς να τρέμουν» – Αμπιντίν Ντινό: Ναζίμ Χικμέτ, ο φίλος μου
Η διαδρομή του Ναζίμ Χικμέτ, ποίηση και επανάσταση, «Οι ρομαντικοί», η Τουρκία και το Παρίσι πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα από τα μάτια του Τούρκου ζωγράφου Αμπιντίν Ντινό
«Οι ρομαντικοί (Όμορφη που ’ναι η ζωή!…)» είναι ο τίτλος του μοναδικού μυθιστορήματος, που έγραψε ο Ναζίμ Χικμέτ λίγο πριν το θάνατό του. Ο μεγάλος Τούρκος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 του Γενάρη 1902 και έφυγε από τη ζωή στις 3 του Ιούνη 1963, ενώ βρισκόταν εξόριστος στην ΕΣΣΔ.
Έζησε 61 χρόνια γεμάτα αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο, τον καταπιεσμένο άνθρωπο, τον άνθρωπο που δυσκολεύεται ν’ ανασάνει κάτω από το βάρος των αλυσίδων της εκμετάλλευσης. 61 χρόνια, τα περισσότερα γεμάτα ποίηση και επαναστατική πάλη, για να γίνουν ζωή τα οράματα και οι κομμουνιστικές ιδέες του, σε μια κοινωνία ειρηνική, σοσιαλιστική-κομμουνιστική. Ο Χικμέτ πλήρωσε την όλη διαδρομή του με μακρόχρονες διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, με αφαίρεση της ιθαγένειάς του από το αντιδραστικό, πότε απροκάλυπτα απολυταρχικό και πότε «δημοκρατικά» σκοταδιστικό καθεστώς της Τουρκίας, χωρίς να κοντοσταθεί, δίχως να πισωγυρίσει ούτε εκατοστό, θέτοντας την ποίησή του και συνολικά το έργο του, όπλο στη σκέψη και την ψυχή των Τούρκων καταπιεσμένων προλετάριων και των καταπιεσμένων όλου του κόσμου.
Το μυθιστόρημα του Χικμέτ πρωτοεκδόθηκε στη Μόσχα. Στα γαλλικά κυκλοφόρησε το 1964. Από αυτή την έκδοση το μετέφρασε στα ελληνικά ο κομμουνιστής λογοτέχνης Κώστας Κοτζιάς και τυπώθηκε από το «Θεμέλιο» ένα χρόνο μετά. Την έκδοση του ίδιου οίκου, του 1976, προλογίζει ο Τούρκος ζωγράφος Αμπιντίν Ντινό, φίλος του Χικμέτ. «Ο Ναζίμ είχε κατά νου από καιρό να γράψει ένα μυθιστόρημα που θα ήταν ένα είδος αυτοβιογραφίας. Σ’ αυτό, θα έπλεκε δυο μύθους, δυο παράλληλα δράματα που θα ταυτίζονταν μεταξύ τους. Θα ήταν ένα μυθιστόρημα λυσσασμένου έρωτα, επανάστασης και μια ιστορία απλής λύσσας. Όλα τούτα, με επίκεντρο τον εαυτό του. Για πρώτη φορά το κουβεντιάσαμε στο Παρίσι» σημειώνει ανάμεσα σε πολλά άλλα στο εκτενέστατο, πολύ ενδιαφέρον κείμενό του, που αντιγράψαμε και ακολουθεί πιο κάτω. Μάλλον άγνωστος στις μέρες μας και στη χώρα μας, γι’ αυτό ας παραθέσουμε λίγα στοιχεία.
Ο Αμπιντίν Ντινό (Abidin Dino) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 23 του Μάρτη 1913 και έφυγε από τη ζωή στις 7 του Δεκέμβρη 1993. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στην Ευρώπη.
Τα πρώτα του σχέδια δημοσιεύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930, πριν καν συμπληρώσει τα 20 του χρόνια. Την ίδια περίοδο σχεδιάζει τα εξώφυλλα βιβλίων του Ναζίμ Χικμέτ.
Το 1933 ιδρύει μαζί με άλλους Τούρκους ζωγράφους την περίφημη καλλιτεχνική ομάδα «D Group». Την ίδια χρονιά ο διάσημος Σοβιετικός σκηνοθέτης Σεργκέι Γιούτκεβιτς βρίσκεται στην Τουρκία για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ, βλέπει πίνακες του Ντινό και τον προσκαλεί για σπουδές στην ΕΣΣΔ. Ο Τούρκος ζωγράφος θα βρεθεί στην ΕΣΣΔ το 1934 και για τρία χρόνια θα σπουδάσει κινηματογράφο, ενώ παράλληλα θα εργάζεται δίπλα σε σπουδαίους Σοβιετικούς κινηματογραφιστές μεταξύ των οποίων ο Γιούτκεβιτς και ο Σεργκέι Αϊζενστάιν.
Πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ντινό αναγκαστικά εγκαταλείπει την ΕΣΣΔ, όπως συνέβη και με άλλους ξένους φοιτητές. Μεταβαίνει στο Λονδίνο και από εκεί στο Παρίσι, απ’ όπου ζητάει να πολεμήσει μέσα από τις τάξεις της διεθνούς εθελοντικής ταξιαρχίας στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Η αίτησή του δεν γίνεται δεκτή καθώς η έκβαση του πολέμου είχε κριθεί σε βάρος των δημοκρατικών. Εργάζεται ως ζωγράφος και διακοσμητής στο Παρίσι και επιστρέφει στη χώρα του το 1939.
Το 1942 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας (TKP). Εξορίζεται με τον μεγαλύτερο αδελφό του, ποιητή Αρίφ Ντινό (Hikmet Arif Dino, 1892-1957) και άλλους συντρόφους του στα Άδανα και άλλες πόλεις και τα έργα του κατάσχονται από το αντιδραστικό καθεστώς. Δεν σταματά να αρθρογραφεί εναντίον του επερχόμενου φασισμού.
Το 1952 ο Αμπιντίν Ντινό βρίσκεται ξανά στο Παρίσι με τη σύζυγό του, Γκιζίν Ντινό. Έρχεται σε επαφή με διανοούμενους και καλλιτέχνες, συναναστρέφεται με τον Λουί Αραγκόν, συνεργάζεται με τον Πικάσο και τον Σαγκάλ, ενώ τα έργα του εκτίθενται σε διάφορες γκαλερί και μουσεία, στη Γαλλία και άλλες χώρες του κόσμου.
Ο Μάης του 1968 τον βρίσκει στους δρόμους του Παρισιού στις διαδηλώσεις, στο πλευρό της αγωνιζόμενης νεολαίας. Στον καμβά του αποτυπώνει τους αγώνες της. Το 1979 εκλέγεται επίτιμος πρόεδρος της Γαλλικής Ένωσης Πλαστικών Τεχνών.
Ας επανέλθουμε στον Χικμέτ για να μεταφέρουμε το όμορφα γραμμένο σύντομο βιογραφικό από το οπισθόφυλλο των «Ρομαντικών»: «Ο Ναζίμ Χικμέτ είναι ο πιο σημαντικός ποιητής της νέας Τουρκίας, της Τουρκίας που γεννήθηκε ύστερα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά την επανάσταση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Νέος δέχτηκε τον κλονισμό της Επανάστασης του Οχτώβρη και ένιωσε βαθιά τα προβλήματα και την αγωνία που κατείχε τον τουρκικό λαό. Ψυχή ευαίσθητη και επαναστατική, έγινε ο βάρδος του τουρκικού λαού, τραγούδησε τους πόθους του και τους πόνους του, έδειξε το δρόμο για την κοινωνική του απελευθέρωση. Χτύπησε αμείλιχτα την τυραννία, την καταπίεση και την εκμετάλλευση που υφίσταντο οι λαϊκές μάζες στο νέο «δημοκρατικό» καθεστώς που διαδέχτηκε το απολυταρχικό καθεστώς των πασάδων και των μπέηδων. Πιάστηκε και φυλακίστηκε πολλές φορές. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε πάλι στη φυλακή. Βγήκε από τη φυλακή για να πάρει το δρόμο της εξορίας. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε μακριά από το λαό του που τόσο αγάπησε και τραγούδησε. Πέθανε στή Μόσχα τον Ιούνη του 1963. Έγραψε πολλά ποιήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, άρθρα και μελέτες. «Οι ρομαντικοί» είναι το μοναδικό του μυθιστόρημα, που τελείωσε λίγο πριν το θάνατό του».
Στον πρόλογό του ο Αμπιντίν Ντινό κάνει λόγο για τον Χικμέτ, τη γνωριμία τους, τη στενή φιλική-συντροφική σχέση τους που σφυρηλατήθηκε στα χρόνια των αγώνων και των διώξεων. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαδρομή του παραθέτει στοιχεία από την λαϊκή παράδοση της Τουρκίας αλλά και την ποίηση και τους ποιητές που διαχρονικά, στο πέρασμα των αιώνων στάθηκαν στο πλευρό του δοκιμαζόμενου τουρκικού λαού («που είχανε “φασαρίες” με τούς ισχυρούς αυτού τού κόσμου» σημειώνει χαρακτηριστικά). Εκτός από βιογραφικά και στοιχεία για το έργο του φίλου του, μεγάλου ποιητή, ο Ντινό «σκιτσάρει» το ιστορικό πλαίσιο της εποχής που ο Χικμέτ έδρασε και δημιούργησε, που σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την άνοδο του προλεταριάτου και την επικράτηση στη Ρωσία της Μεγαλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης – στοιχεία που ο Αμπιντίν Ντινό θεωρεί «καθοριστικά για τη μοίρα του Ναζίμ Χικμέτ». Στο κείμενο εκτός των άλλων περιγράφεται και η ιστορία των «Ρομαντικών», από τη σύλληψή τους στο μυαλό του Χικμέτ μέχρι το σοβιετικό τυπογραφείο που «βάφτισε» σύμφωνα με τον Ντινό με τον γνωστό τίτλο το μυθιστόρημα.
NAZIM XIKMET, Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ
Κάποτε, ένας βάρδος του Μπαλικεσίρ, ακουμπώντας το δάχτυλο στον αφαλό του, μου είπε: «H ποίηση βγαίνει από δω μέσα». Κι επανέλαβε για να τον καταλάβω καλά: «από δω μέσα»…
Από τον αφαλό, τα έντερα ή τα σπλάχνα!… O βάρδος στα τούρκικα λέγεται «ασίκης» που σημαίνει «ερωτευμένος».
Στη Μικρασία η ποίηση τραγουδιέται με υπόκρουση ενός οργάνου με τρεις χορδές, του «σατζ».
Το είδος αυτό της λαϊκής ποίησης κρατάει απ’ τα «Κοσχμά» (ερωτικά τετράστιχα) ή την «Γκιουζελέμ» (τραγούδι της πεντάμορφης) ως τον «Ντεστάν» (επικό ποίημα) και τον «Τουρκουλού – Νικάγιε» (είδος μύθων σε στίχους). Είναι ένα κράμα ποίησης και πρόζας που απαγγέλλεται τραγουδιστά.
Η λέξη «ασίκης» προέρχεται απ’ τη λέξη «ασκ» —έρως—και υποδηλώνει το κύριο συστατικό της ποίησης. Το να είσαι ερωτευμένος, συν επαρμένος απ’ το πάθος, αποτελεί τον αδιάκοπο, τον αιώνιο στόχο του ασίκη. Είναι ένας επαγγελματίας της αγάπης, ερωτεύεται χωρίς απαραίτητα το αντικείμενο τού έρωτά του να είναι κάτι το συγκεκριμένο.
Θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς διάκριση, πως ένας ασίκης είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα ή με την ίδια την ποίηση. Η παράδοση θέλει τον ασίκη όταν δημιουργεί το έργο του να βρίσκεται σε ονειρική κατάσταση, και να είναι συνεπαρμένος από το όραμα της καλής του κι από το ίδιο το χάρισμα τού ποιητικού οίστρου του. Κι όλη η δημιουργία του να συντελείται μέσα σε μια νύχτα. Στη ζωή όμως, για νάσαι ασίκης, σημαίνει πως από δέκα χρόνων παιδάκι ή λίγο μεγαλύτερος σού πήραν τα μυαλά οι ρίμες. Τόσο που δε σού απομένει πιά άλλη διέξοδος, παρά να παρατήσεις τα ζώα που βόσκεις ή τα χτήματα που οργώνεις και ν’ αφιερωθείς ολόψυχα στην αγωνία της έκφρασης. Ο νέος μαθητευόμενος ποιητής δε θα ξανασκάψει τη γη, θ’ αρχίσει να δουλεύει ποίηση. Θα ελέγχει και θα κατευθύνει τους στίχους σα να οδηγάει πρόβατα στη βοσκή.
Η ποίηση θα απασχολεί από δω και μπρος, ολοκληρωτικά τον ασίκη. Θα εγκαταλείψει το χωριό με τις κάθε λογής αντιξοότητές του, και θα πλανιέται αδιάκοπα σε μια περιοχή δίχως όρια και σύνορα που ονομάζεται «κουρμπέτι». Θα πλανιέται αδιάκοπα από χωριό σε χωριό κι οι άνθρωποι θα λένε δείχνοντάς τον, να ένας «γκαρίπης». Οι μανάδες κι οι αγαπημένες ξέρουν πως δεν υπάρχει γιατρειά γι’ αυτό το πάθος.
Ασκ, ασίκης, γκαρίπης, όλες είναι λέξεις αραβικής προέλευσης, ριζωμένες πιά στην Τουρκία.
Το «κουρμπέτι» είναι κάθε χώρος ή τόπος όπου κανείς βρίσκεται μόνος, ξένος και σε προέκταση η ξενιτιά.
Το «κουρμπέτι» με μια λέξη είναι μια εξορία κι ο ασίκης ξέρει πιο καλά απ’ τον καθένα πόσο είναι σκληρή. Στα τούρκικα, η λέξη «γκαρίπης» σημαίνει «παράδοξος».
Το νάσαι ποιητής λοιπόν σημαίνει πως βρίσκεσαι σε μια ειδική και παράδοξη κατάσταση.
Τον ασίκη τον σέβεται ο λαός και τον φοβούνται οι άρχοντες. Ο λαός τον θεωρεί διάδοχο των μεγάλων σοφών της Κεντρικής Ασίας. Όπως εκείνοι, έτσι κι αυτός εκφράζει τη ζωή και δρα με όπλο τις λέξεις.
Τα τραγούδια των ασίκηδων, λέει ο θρύλος, γοητεύουν τ’ αηδόνια, μα μπορούνε συνάμα να είναι μοιραία κι οι αφέντες τα τρέμουνε σαν τη χολέρα. Τρέμουνε να «βρεθούνε εκτεθειμένοι στους στίχους» τού ποιητή. Οι λέξεις είναι δράση. Στο θρύλο τού Κερέμ και της Ασλί, ο ήρωας για να ξεκουμπώσει το φόρεμα της καλής του, χρησιμοποιεί στίχους και κάθε στίχος ξεκουμπώνει ένα κουμπί…
Λέξεις, λέξεις!… Θα μου πείτε όμως, πως υπάρχουν πολλές που πρέπει να τις χρησιμοποιεί κανείς με μεγάλη σύνεση. Από τη λέξη στην δράση, απ’ την πλασμένη εικόνα στην πραγματική, τα σύνορα φαίνονται κάπως μπερδεμένα, ακόμα και σήμερα, στα μέσα τού 20ού αιώνα. Αυτό ακριβώς το γνώρισμα κάνει τόσο ριψοκίνδυνο το επάγγελμα τού ποιητή ή τού ζωγράφου.
Αναφέρομαι στην κοινωνική θέση του λαϊκού βάρδου στην Τουρκία για να γίνει πιο κατανοητή η περίπτωση του Ναζίμ Χικμέτ. Αυτός, από αντίδραση ενάντια στην ίδια την κοινωνική τάξη του, θα εγκαταλείψει την Ισταμπούλ για να αναζητήσει την Ανατολή. Όπως κι άλλοι πολλοί νέοι διανοούμενοι, άφησε πίσω του την πρωτεύουσα της αποσυνθεμένης αυτοκρατορίας και πλανήθηκε μέσα στη στέπα της Ανατολής, μέσα σ’ αυτό το απογυμνωμένο και μεγαλειώδες οροπέδιο, που μοιάζει με τεντωμένο ταμπούρλο που ηχεί σε κάθε βήμα σου.
Ρίχτηκε στο «κουρμπέτι». Θα γίνει «γκαρίπης», θα γίνει «ασίκης», και θα πλανιέται μέσα στην ατέλειωτη στέπα.
Ύστερα από μια σύντομη διαμονή του στην Άγκυρα η πρώτη εμπειρία της Ανατολής θα είναι γι’ αυτόν το Μπολού. Μ’ όλο που ήθελε να πάει στο μέτωπο, τον διορίσανε δάσκαλο σε μια περιοχή όχι μακριά απ’ τη ζώνη του πυρός. Από εκείνο το μέρος πότε-πότε, αν κολλούσες τ’ αυτί σου στο χώμα, θ’ αφουγκραζόσουνα τον ήχο των κανονιών. Οι πληγωμένοι φτάνανε — στρατιές ολόκληρες από φτωχούς χωριάτες με στρατιωτικές στολές βουτηγμένες στα αίματα.
Ο Ναζίμ ξέρει πως ένας ολόκληρος λαός ζει μια εποποιία που οι βαθιές ρίζες της πάνε πολύ μακρύτερα από την ξενική εισβολή.
Το Μπολού είναι μια πολίχνη ανάμεσα στην Ισταμπούλ και την Άγκυρα, τριγυρισμένη από απέραντα δάση. Μα το Μπολού δεν είναι απλώς μια πολίχνη. Είναι πασίγνωστο σ’ όλη την Τουρκία για δυο λόγους. Πρώτα-πρώτα, οι καλύτεροι μάγειροι της αυτοκρατορίας προέρχονται από το Μπολού. Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος είναι πως εδώ, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, έζησε ο Κεΐρογλου, ο «Γιος του τυφλού». Δεν υπάρχει Τούρκος που να μην ξέρει αυτό το όνομα. «Ο Γιος του τυφλού» είναι ο ήρωας ενός επικού τραγουδιού, του έπους του Κεΐρογλου. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες, το έπος αυτό άρχισε να διαμορφώνεται στις αρχές του XVIIου αιώνα.
Το Μπολού είναι χτισμένο απάνω στο δρόμο της Άγκυρας. Όσο για το έπος του «Γιου του τυφλού», που αποτελείται από αναρίθμητα τραγούδια κι επεισόδια, τραγουδιέται από τους ασίκηδες τις παγερές χειμωνιάτικες νύχτες. Να ο σκελετός του μύθου του:
Ο πρίγκιπας του Μπολού, ένας απάνθρωπος και τυραννικός μπέης, διατάζει να βγάλουνε τα μάτια ενός γέρου τον οποίο κρατάει άδικα φυλακισμένο. Ο γέρος αυτός έχει ένα γιό, ένα γενναίο παλικάρι, που βγαίνει στο κλαρί, αντάρτης. Σε λίγο καιρό τον ακολουθάνε κι άλλα παλικάρια. Ο Κεΐρογλου, καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο, υπερασπίζεται το λαό. Θα εκδικηθεί τον πατέρα του και θα νικήσει την τυραννία.
Ναι, για κάτι ανάλογο πρόκειται όταν μιλάνε και για κείνον τον ξανθό, γαλανομάτη αξιωματικό, τον Μουσταφά Κεμάλ, ή για τον άγνωστο έφηβο, ξανθό και γαλανομάτη κι αυτόν – τον Ναζίμ Χικμέτ. Ο Μπέης του Μπολού βρίσκεται ζωντανός ακόμα, είναι ο τελευταίος σουλτάνος που συνεργάζεται με τις δυνάμεις κατοχής, είναι οι συνεργάτες του, οι βεζίρηδες, κι οι πασάδες, από τούς οποίους ο λαός πρέπει να πάρει την εκδίκησή του.
Η εικόνα που παρουσιάζει το 1919 ο κόσμος στον οποίο ζει ο Χικμέτ είναι πάνω κάτω τούτη. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, ύστερα από μια μακροχρόνια περίοδο αγωνίας, έχει καταρρεύσει, το ίδιο κι η Ρωσική αυτοκρατορία. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μετατόπισε τα γεωγραφικά και πνευματικά σύνορα, η Αμερική πάτησε το πόδι της στην Ευρώπη, και διάφοροι απεσταλμένοι προτείνουνε αμερικανικές «χορηγήσεις» στην Τουρκία. Καινούργια κοινωνικά συστήματα συνταράζουνε τον πλανήτη μας, καινούργιες τάξεις, καινούργιες ιδέες μετατοπίζουνε το παλιό φεουδαρχικό ή αστικό αλλού οικοδόμημα και στο ιστορικό προσκήνιο ανέρχεται το προλεταριάτο. Είναι μια απ’ τις στιγμές που η Ιστορία γίνεται Έπος, που τρίζουνε τα θεμέλια κάθε αξίας η οποία φαινότανε αιώνια, που τα πάντα αναθεωρούνται – κι η ίδια η ποίηση. «Η τελική πάλη» είναι ένα ποιητικό απόσπασμα, μα είναι συνάμα το Σμόλνι κυριευμένο απ’ τους προλετάριους, είναι ο Λένιν με το χέρι απλωμένο ανάμεσα στα κόκκινα λάβαρα, είναι ο δικαστής τού Μπολού, που αθωώνει τους φτωχούς και καταδικάζει τους πλούσιους αγάδες, είναι ο Μουσταφά Κεμάλ κοιμισμένος στα χιόνια πριν από τη μάχη, είναι ο ίδιος ο Ναζίμ αναμαλλιασμένος απάνω σε μια καρέκλα, να απαγγέλλει στίχους στους χωριάτες.
Θα αναφέρω μια παράγραφο από ένα λόγο που εκφωνήθηκε το 1921. «Ξέρετε πως ο λαός μας στέναζε αιώνες ολόκληρους κάτω από τον αμείλικτο ζυγό δύο τυραννικών και καταστροφικών εξουσιών. Την πρώτη απ’ αυτές τις εξουσίες την ασκούσανε οι ντόπιοι καταπιεστές που ισχυρίζονταν ότι κυβερνάνε τον τόπο και το λαό, τη δεύτερη, την αποτελούσε ο ιμπεριαλιστικός και καπιταλιστικός κόσμος».
Αυτό το κείμενο δεν είναι του Ναζίμ Χικμέτ, εκφωνήθηκε στην Τουρκική Βουλή στην Άγκυρα, το 1921 από τον Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ».
Οι λαοί της δύσης και της ανατολής θα μπορούσανε να κάνουν την πλάστιγγα της ιστορίας να γείρει απ’ τη μια ή την άλλη πλευρά, μα το παιχνίδι δεν παίχτηκε. Ο Λένιν περίμενε πως το προλεταριάτο της δύσης θα έπαιρνε στα χέρια του την εξουσία. Η επανάσταση στη Ρωσία δεν θα ήταν παρά ο πρόλογος της παγκόσμιας επανάστασης, μιας επανάστασης, που θα επακολουθούσε άμεσα παντού, έτσι θα μπορούσε να πιστέψει κανείς.
Μια Πράσινη Στρατιά, που δε γράφτηκε ακόμα η ιστορία της, μιλούσε γι’ αυτήν στην Τουρκία. Το Συνέδριο των λαών της Ανατολής έγινε στο Μπακού το 1920, ένα βήμα, δηλαδή, από τα τουρκικά σύνορα. Το Συνέδριο εκείνο καλούσε όλους τους υπόδουλους λαούς ν’ αγωνιστούν ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Με δυο λόγια, η Διεθνής ανέλαβε να βοηθήσει όλους τους αποικιακούς λαούς ή τους λαούς που κινδύνευαν να αποικιοποιηθούν, να κατακτήσουνε ή να διατηρήσουνε την εθνική ανεξαρτησία τους.
Ο Ναζίμ ήταν ποιητής, ήταν ένας «ασίκης». Έτσι βγαίνει κι αυτός με τη σειρά του στο «κουρμπέτι» το 1922, διψασμένος για δράση, συνεπαρμένος απ’ το πιο καθολικό ιδανικό της εποχής του. Θέλει να πολεμήσει ενάντια «σ’ έναν κόσμο ιμπεριαλιστικό και καπιταλιστικό». Και βλέπει αυτό τον κόσμο σαν ενιαίο σύνολο που μέσα του ζει ο λαός της πατρίδας του, για τον οποίο ποθεί μια πραγματική και καθολική ανεξαρτησία. Έτσι ξεκινάει για τη Σοβιετική Ένωση. Πρώτα πάει στο Μπακού, ύστερα στη Μόσχα. Διψάει να διδαχτεί τους νόμους που διέπουν τις κοινωνίες και να μυηθεί στο διαλεκτικό υλισμό.
Στη Μόσχα, ο Λένιν ζει ακόμα, η ρούσικη φουτουριστική ποίηση βρίσκεται στο επίκεντρο των ιστορικών ανακατατάξεων, στή λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, παντού, νέοι επαναστάτες έχουν ριχτεί με τα μούτρα στη δημιουργική δουλειά. Ο Ναζίμ Χικμέτ, αυτός ο Τούρκος παίδαρος, κάθισε να φωτογραφηθεί απάνω στο θρόνο του τσάρου πασών των Ρωσιών. Από δω και μπρος αυτός ο θρόνος ανήκει πιά σ’ όλους τους Κεΐρογλου του κόσμου και πρώτα – πρώτα στους ποιητές. Δε θα επαναλάβω αυτά που όλοι ξέρουμε τόσο καλά. Η πλημμύρα της επανάστασης εκτίναξε πολύ μακριά τα πελώρια κύματά της. Ύστερα τα νερά αποτραβηχτήκανε σε πολλά σημεία αφήνοντας ψόφια στη λάσπη τα ψάρια της ανοιχτής θάλασσας που τα κυκλώσανε αμέσως τα καβούρια, τα κοράκια δηλαδή του βυθού. Η επανάσταση περιχαρακώθηκε σιγά -σιγά στα όρια της Σοβιετικής Ένωσης. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να σκεφτεί κανείς να οικοδομήσει το σοσιαλισμό σε μια μόνη χώρα. Ο Λένιν, ρεαλιστής όπως πάντα, το υποστήριξε. Κι ύστερα από το θάνατό του, όπως ξέρουμε, ανέλαβε ο Στάλιν να το πραγματοποιήσει. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης οικοδομούσανε το σοσιαλισμό. Οι νεαροί επαναστάτες της Ανατολής, της Ασίας και της Αφρικής που σπούδασαν στη Μόσχα γυρίσανε πίσω στις πατρίδες τους. Εκεί, αλλού η εθνική αστική τάξη ή σ’ άλλες περιπτώσεις ο ιμπεριαλισμός, ύστερα από πολλές αναταραχές, είχαν κατορθώσει να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους.
Μετά από μια περίοδο ταλαντεύσεων και υπολογισμών η αστική τάξη της Τουρκίας βρέθηκε καλά εδραιωμένη, φίλη των Σοβιέτ και σε ψυχρότητα με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Καταδιώκει όμως ανελέητα τους οπαδούς του προλεταριάτου. Εννοώ φυσικά τους οπαδούς μιας πραγματικής αγροτικής μεταρρύθμισης που θα αγκάλιαζε το 70 ως 80% του πληθυσμού, ή τους οπαδούς του ελεύθερου συνδικαλισμού, των εργατικών συμβουλίων και της συμμετοχής του λαού στη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο καπιταλισμός είχε χάσει έδαφος σε μια εκτεταμένη περιοχή του κόσμου, σε άλλες όμως εξακολουθούσε να διατηρεί τις θέσεις του. Η Τουρκία αγωνιζότανε να βρει μια ισορροπία στο σημείο ακριβώς που τη σπρώχνανε οι ίδιες οι εσωτερικές ανταγωνιστικές δυνάμεις της. Ωστόσο η άρχουσα τάξη, παρ’ όλες τις διακηρύξεις της για να θολώνει τα νερά, είχε ήδη διαλέξει το δρόμο της. Η Τουρκία, αργά ή γρήγορα, θα έκοβε κάθε δεσμό με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο για να ενταχθεί στο στρατόπεδο των καταχτητών της του 1919.
Στάθηκα σ’ αυτά τα σημεία γιατί τα θεωρώ καθοριστικά για τη μοίρα του Ναζίμ Χικμέτ. Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί μόλις επέστρεψε στην Τουρκία ρίχτηκε με τα μούτρα σε μια ποιητική δημιουργία που να αποκαλύπτει την αλήθεια στους εργάτες και τους χωρικούς.
Ο Ναζίμ σέ πείσμα όλων θα γίνει ο τρουβαδούρος του σοσιαλισμού. Μπορεί η επανάσταση να έχασε προσωρινά έδαφος σε ορισμένες χώρες, μα αυτό δεν εμποδίζει τον ποιητή να διδάξει την αλήθεια στην ίδια τη χώρα του που ακολουθεί το δρόμο του αστικού καπιταλισμού. Τίποτα δε θα τον εμποδίσει να δώσει ένα υψηλό παράδειγμα ποίησης και αγώνα. Φυσικά ήτανε μάταιο να υποθέτει πως η δράση του αυτή μπορούσε να έχει άμεση ωφελιμότητα. Ήταν όμως βέβαιος πως είχε επωμισθεί να εκφράσει με υποδειγματικό τρόπο τα πεπρωμένα της επανάστασης μέσα σ’ έναν κόσμο εχθρικό.
Έχεις δίκιο
Η Δουλτσινέα είναι ή ομορφότερη γυναίκα του κόσμου.
Μα βέβαια έπρεπε αυτό να το βροντοφωνάξεις
κατάμουτρα στους κούφιους μικροεμποράκους.
Μα βέβαια έπρεπε απάνω σου να χιμήξουν
και να σε τσακίσουν στο ξύλο.
Όμως εσύ είσαι ο αήττητος ιππότης της δίψας.(Απόσπασμα από το ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ «Δον Κιχώτης»).
Αισθανόμαστε αμέσως την πρωτοτυπία του Ναζίμ Χικμέτ. Κι αυτό όχι μόνο σε σχέση με τη λαϊκή ή τη λόγια τούρκικη παράδοση, αλλά και σε σχέση με την παγκόσμια λογοτεχνία.
Ο επαναστάτης ποιητής, διαλέγει για ήρωά του την Επανάσταση. Η ποίηση είναι ένα όργανο, ένα εργαλείο αγώνα κι εκείνος που κατασκευάζει αυτό το όργανο είναι ο ποιητής. Δεν νομίζω πως πέφτω έξω λέγοντας πως με τον Ναζίμ Χικμέτ μιλάει η ίδια η Επανάσταση χωρίς κανένα μεσολαβητή. Σ’ αυτόν το «εγώ» σημαίνει ένας άλλος» του Ρεμπώ μεταβάλλεται στο «εγώ σημαίνει όλοι οι άλλοι». Μιλώντας, δηλαδή, σε πρώτο πρόσωπο του ενικού ο Ναζίμ μιλάει στον επαναστατικό πληθυντικό. Το «εγώ» του από προσωπική αντωνυμία γίνεται απρόσωπη ανθρώπινη μάζα. Είναι η Ασία, η Αφρική, η Ευρώπη, η Αμερική, η ίδια η Επανάσταση.
«Είμαι Θεός!» αναφώνησε ο Χαλάντζ-Μανσούρ πεθαίνοντας κάτω από ένα ολόκληρο σωρό πέτρες. Ο Ναζίμ Χικμέτ θα μπορούσε να φωνάξει στους διώχτες τού λαού του: «Είμαι η Επανάσταση». «Η ποίηση για όλο τον κόσμο», που ανάφερε ο Λωτρεαμόν, δεν είναι τάχα η ποίηση τού Ναζίμ Χικμέτ; Δεν είναι τάχα το καινούργιο έπος, η δράση όλων των Επαναστατών τού κόσμου; Στον Ναζίμ, η ποιητική εικόνα δεν είναι απλώς ρεαλιστική, είναι η πραγματικότητα.
Μέσα στο λίμνασμα και στην ατολμία που μάστιζε το λογοτεχνικό κόσμο της Τουρκίας στα χρόνια γύρω απ’ το 1930, η εμφάνιση τού Ναζίμ υπήρξε για μας τους νεότερους, κάτι σα θαύμα.
Ψηλόσωμος, γεροδεμένος με δυο γαλανά μάτια πεισματάρικου παιδιού, με μια τραγιάσκα στο κεφάλι κι ένα τριμμένο σακάκι στον ώμο αλώνιζε την πόλη, απαγγέλλοντας ποιήματα σ’ όποιους θέλανε να τον ακούσουνε. Τον ακολουθούσαν πάντα ένα μπουλούκι θαυμαστές και χαφιέδες με πολιτικά.
Οι μετριότητες αρχίσανε αμέσως να φωνάζουνε πως καταλύει την ποιητική παράδοση. Είναι άραγε η ποίηση τού Χικμέτ καταλυτική; Κάθε μεγάλη ποίηση είναι καταλυτική, μα ετούτη ήταν θαυμαστά τέτοια. Τι το πιο καταλυτικό, φυσικά, από την ομορφιά συνδυασμένη με την αλήθεια; Ο Ναζίμ ήτανε ωραίος και συνάμα αληθινός, μ’ άλλα λόγια, πραγματικός δημόσιος κίνδυνος, αυτή τουλάχιστον ήτανε η γνώμη των αρχών, οι οποίες μόνο την αηδιαστική ομαλότητα θεωρούσανε πατριωτική. Ο Ναζίμ ήτανε η ζωντανή απόδειξη τού αντίθετου, κι άρχισε να τούς γίνεται ενοχλητικός.
Όλη η τραγωδία μας προέρχεται από το γεγονός ότι η παρουσία τού Ναζίμ ήτανε ακριβώς το αντίθετο από μια «καθυστερημένη συνείδηση». Κι αυτό σ’ έναν τόπο υποανάπτυχτο, όπου η εμφάνιση «προωθημένων συνειδήσεων» είναι φαινόμενο κάπως σπάνιο. Παρά την πτώση τού σουλτάνου και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, ο Ναζίμ εμφανίζεται σε μια χώρα μισοφεουδαρχική ακόμα, με μια εργατική τάξη ηρωική αλλά μόλις σχηματισμένη και μια αγροτιά ξεκληρισμένη απ’ τους πολέμους που επιφέρανε την πτώση της αυτοκρατορίας, τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τη νίκη ενάντια στα συμμαχικά στρατεύματα κατοχής. Έστω και «γερός σαν Τούρκος», ο αγρότης είχε αποκάμει πιά.
Κι οι διανοούμενοι; 40.000 απ’ αυτούς πέσανε το 1915 στα Δαρδανέλλια, 40.000 νεαροί διανοούμενοι! Ο άνθος της χώρας, οι πιο γενναίοι, οι πιο ζωντανοί!
Η συκοφαντία, η καιροσκοπία, η υποδούλωση στους ισχυρούς, η ανάπτυξη της αισχροκέρδειας, εξακολουθούσαν ν’ αποτελούνε τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας άρχουσας τάξης. Μετά το 1922 η κούραση μιας μεγάλης μερίδας παλιών αγωνιστών εξυπηρέτησε τα συμφέροντα εκείνων που ποτέ δεν πάτησαν το ποδαράκι τους στο μέτωπο. Με το Ναζίμ ορθό απέναντί τους, δεν υπήρχαν ούτε υπεκφυγές ούτε συμβιβασμοί. Ή ήσουνα ταγμένος με τον αντιουμανισμό, την οπισθοδρόμηση, το θάνατο, ή εναντίον τους. Δεν είναι ότι σού ζητούσε να διαλέξεις, μα η ίδια η παρουσία του δεν άφηνε κανένα περιθώριο συμβιβασμού.
Ο Ναζίμ δεν συνωμότησε. Ό,τι είχε να πει το βροντοφώναξε, ακόμα και την εποχή που φαντάζονταν πως τον εμποδίζουνε να το φωνάξει. Ποιος φταίει τάχα, αν οι συλλήψεις καταλήξανε σε δραπετεύσεις κι οι διωγμοί στην παρανομία; Οι φίλοι του, εργάτες, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ποιητές, κάνανε το ίδιο που έκανε κι ο ίδιος ο Ναζίμ. Εκδίδανε δηλαδή διάφορα έντυπα και περιοδικά ή γράφανε ό,τι μπορούσανε, όπου καταφέρνανε να το δημοσιέψουν. Δεν πρόκειται για κατάληψη εξουσίας μα περισσότερο για κατάχτηση συνειδήσεων. Κι όμως! Όλα εκείνα τα παλικάρια τα φυλακίσανε, τα βασανίσανε, τα εκπαραθυρώσανε ή τα εξορίσανε. Έχουμε παραδείγματα, που μοιάζουνε μ’ εκείνα των μαρτύρων του χριστιανισμού. Κανένας τους δεν προσδοκούσε τίποτα άλλο παρά νάναι συνεπής με το προλεταριάτο ή με την ταξική συνείδησή του, αν θέλετε. Ήταν αληθινοί πατριώτες. Ο Ναζίμ έγινε η σημαία τους.
Στην Ανατολή, είναι πολύ παλιά ιστορία η διαμάχη ποιητών και αρχόντων. Για να αποκτήσετε μια ιδέα, θα παραθέσω ένα μικρό κατάλογο, με πολλές παραλείψεις, των Τούρκων ποιητών που είχανε «φασαρίες» με τούς ισχυρούς αυτού τού κόσμου:
ΝΕΣΙΜΙ. XlVος αιώνας. Συμβολιστής ποιητής. Τα ποιήματά του κρίθηκαν αντίθετα απ’ το ορθόδοξο πνεύμα του μουσουλμανισμού και δολοφονήθηκε με γδάρσιμο του δέρματός του στο Χαλέπι.
ΚΑΔΗ ΜΠΟΥΡΑΧΕΝΤΙΝ. XlVος αιώνας. Ποιητής, ίδρυσε χωριστό κράτος στη Σίβα κι αποκεφαλίστηκε ύστερα μπροστά στα τείχη αυτής της πόλης.
ΑΧΜΕΤ ΠΑΣΑ. ΧVος αιώνας. Ποιητής του Ντιβανιού. Σύμβουλος του Μωάμεθ του Καταχτητή, καταδικάστηκε αργότερα σε θάνατο και μόλις γλίτωσε το κεφάλι του.
ΤΖΑΦΕΡ ΚΕΛΕΠΗ. ΧVος αιώνας. Ποιητής του Ντιβανιού. Διοικητής της φρουράς του σουλτάνου Σελήμ I. Αναμίχθηκε σε μια εξέγερση των γιανίτσαρων και καταδικάστηκε σε θάνατο απ’ τον αφέντη του.
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ NTZEM. ΧVος αιώνας. Ποιητής του Ντιβανιού. Γιός του Μωάμεθ του Καταχτητή, Πάλεψε για την κατάληψη της εξουσίας ενάντια στον αδερφό του Μπαζαζιέτ II. Νικήθηκε κι εξορίστηκε στη Γαλλία και την Ιταλία. Πέθανε δηλητηριασμένος στη Νεάπολη.
ΠΙΡ ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ ΑΠΤΑΛ. ΧVΙος αιώνας. Έγραψε πολλά περίφημα ποιήματα σε λαϊκή γλώσσα. Αρχηγός μιας επανάστασης των Τούρκων χωρικών ενάντια στο Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή. Κρεμάστηκε στη Σίβα.
ΦΟΥΖΟΥΛΗ. ΧVΙος αιώνας. Μεγάλος ποιητής του Ντιβανιού. Καταδιώχτηκε όμως και κατέφυγε στη Βαγδάτη. Το δηκτικό πνεύμα του στάθηκε αφορμή να μη τού επιτραπεί ποτέ να ξαναεπισκεφθεί την Ισταμπούλ.
ΝΕΦΗ. ΧVΙΙος αιώνας. Ποιητής τού Ντιβανιού. Ευνοούμενος του Μουράτ IV. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να μαστιγώνει τους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας με τους στίχους του. Την πρώτη φορά τού το συχώρεσαν, μα το επανάλαβε και τον στραγγάλισαν. Το πτώμα του το πέταξαν να το φάνε τα ψάρια.
ΦΕΧΙΜ. ΧVΙΙος αιώνας. Ποιητής του Ντιβανιού. Έπεσε σε δυσμένεια και δεν τού επιτρέψανε να επανέλθει στην Ισταμπούλ παρά μόνο στα γεράματά του. Πέθανε όμως στο δρόμο.
ΝΕΝΤΙΜ. ΧVΙΙΙος αιώνας. Ποιητής του Ντιβανιού. Αυτός ο μεγάλος ποιητής της Ισταμπούλ πέθανε δολοφονημένος στη διάρκεια της αντιδραστικής εξέγερσης τού Πατρόνα Χαλήλ.
ΧΑΣΧΜΕΤ. ΧVΙΙΙος αιώνας. Ποιητής τού Ντιβανιού. Εξορίστηκε απ’ το μέγα Βεζίρη για τις καυστικές σάτιρές του και πέθανε από ένδεια στη Ρόδο.
ΕΝΤΕΡΟΥΝΛΟΥ ΦΑΖΗΛ. ΧVΙΙΙος αιώνας. Ποιητής τού Ντιβανιού. Ύστερα από μια περιπετειώδη ζωή εξορίστηκε στη Ρόδο. Τού επιτρέψανε να ξαναγυρίσει στην Ισταμπούλ μόνο αφού τυφλώθηκε.
ΣΕΪΡΑΝΗ. ΧΙΧος αιώνας. Λαϊκός ποιητής. Επειδή καυτηρίαζε την αδικία και τους κατατρεγμούς τού λαού εξορίστηκε στο Ντεβελί, όπου πέθανε απ’ τη φτώχεια.
ΝΤΑΝΤΑΛΟΓΛΟΥ. ΧΙΧος αιώνας. Λαϊκός ποιητής. Τραγούδησε την εξέγερση των Τουρκμένων ενάντια στο Σουλτάνο και εξορίστηκε με τα απομεινάρια της κατασφαγμένης φύτρας του στα περίχωρα της Σίβα.
ΝΑΜΙΚ ΚΕΜΑΛ. ΧΙΧος αιώνας. Μεγάλος ποιητής τού Ταντζιμάτ. Πνευματικός οδηγός των Νεότουρκων στο Παρίσι. Μόλις γύρισε στην Τουρκία τον εξορίσανε πάλι στή Ρόδο. Η ζωή του ήτανε γεμάτη περιπέτειες κι ο θάνατός του υπήρξε τραγικός.
Και πάει λέγοντας… Όσο για τους σύγχρονους, ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς. Ο Ναζίμ Χικμέτ κατάγεται από μια γενιά τούρκων ποιητών που τη φωνή της αλήθειας την πλήρωσαν με εξορία, φυλακή ή θάνατο.
Η συνοικία τής «Υψηλής Πύλης» δεν είχε πιά τίποτα το «υψηλό», όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον Ναζίμ.
Είχε ενσκήψει σαν καταιγίδα σ’ εκείνη τη συνοικία που μύριζε έντονα τυπογραφικό μελάνι, κεμπάπ και κύματα – κύματα ανάσαινες τη μυρωδιά της κοντινής θάλασσας.
Απομακρυσμένη πιά απ’ τους πασάδες της αυτοκρατορίας η Υψηλή Πύλη ήτανε τώρα μια φωλιά λινοτυπικές μηχανές και κυλινδρικά πιεστήρια που τα είχαν κουβαλήσει κομμάτι κομμάτι στους ώμους τους οι αχθοφόροι ως τα ψηλότερα πατώματα μερικών κτιρίων ακαθόριστου ρυθμού κι αιώνα. Ωστόσο όλη τούτη η συνοικία των μεγάλων εφημερίδων και τυπογραφικών εγκαταστάσεων της Ισταμπούλ δεν χρησίμευε σε πολλά πράματα. Και σε καμιά περίπτωση, φυσικά, για να μαθεύεται η αλήθεια.
Τα πρώτα μου σατιρικά σκίτσα τα δημοσίεψα σε μια εφημερίδα της αντιπολίτευσης, το «Γιαρίν» (Αύριο), που την έβγαζε ένας περίεργος τύπος και τη διεύθυνε ένας παλιός σύντροφος τού Ναζίμ στη Μόσχα το 1923, ο Ν. Ναζήφ. Αυτός είχε κατορθώσει, χωρίς να δίνει κανένα σαφή πολιτικό προσανατολισμό, να ανεβάσει το τιράζ της εφημερίδας σε 50.000 φύλλα, γεγονός που αποτελούσε ρεκόρ. Ήμουνα τότε δεκαπέντε χρόνων. Εκείνη την εποχή (1928) νομίζω πως συνάντησα για πρώτη φορά τον Ναζίμ. Τα κατασκευάσματά μου φαίνεται πως είχανε κάτι το «μοντέρνο», όσο μοντέρνος φυσικά μπορεί νάναι ένας δεκαπεντάρης ζωγράφος στην Ισταμπούλ. Ο Ναζίμ ενθουσιάστηκε με τα σχέδιά μου, με χειροτόνησε αμέσως ζωγράφο και επαγγελματία εικονογράφο. Του εικονογράφησα ένα δυό παλαιά βιβλία κι αργότερα δουλέψαμε μαζί σε μια άσημη εφημερίδα στην οποία ο ίδιος έγραφε χρονογράφημα με ψευδώνυμο.
Στην «ανάβαση» για την Υψηλή Πύλη που άρχιζε απ’ το λιμάνι, διασταυρωνόμουνα ταχτικά με το Ναζίμ και την ομάδα του. Προχωρούσε μ’ ένα στυλ που θύμιζε πολύ «Νίκη της Σαμοθράκης» και πάντα τον ακολουθούσανε μερικοί τύποι που δεν τον χάνανε ποτέ απ’ τα μάτια τους. Τελικά αυτοί οι τύποι καταλήξανε να μάθουνε απ’ έξω τα ποιήματα τού Ναζίμ. Από επαγγελματική υποχρέωση ή από ειλικρινή θαυμασμό; Ίσως κι από τα δυο. Εκείνη ακριβώς την εποχή ακούστηκε από το στόμα του διοικητή της Ασφάλειας μια φράση που επαναλήφθηκε πολλές φορές από τότε: «Πρέπει να κρεμαστεί ο Ναζίμ Χικμέτ κι ύστερα όλοι μας να κλάψουμε κάτω απ’ την κρεμάλα…» Κι ένας νεαρός ποιητής απάντησε: «Αν είναι για να τον κλάψουμε μονάχα, το προτιμότερο είναι να μην τον κρεμάσουμε καθόλου…»
Να κρεμαστεί ή να μην κρεμαστεί; That was the question! Σε τέτοιο σημείο είχαμε φτάσει. Ανάμεσα στους φίλους τού Ναζίμ ήτανε και κάποιος που έγραφε περίφημα διηγήματα. Τον λέγανε Κεμάλ Αχμέτ και δούλευε διορθωτής. Ήταν κοντός, λίγο καμπούρης, με κάτι κοκκαλιάρικα δάχτυλα κίτρινα απ’ το τσιγάρο και δυο χαριτωμένα βατραχίσια μάτια. Ο Κεμάλ Αχμέτ λάτρευε την ποίηση. Πέθανε φυματικός κι ο Ναζίμ τον έκλαψε. Οι φίλοι τού Ναζίμ διακηρύχνανε παντού τις ιδέες τους. Ζητούσανε να μπει ένα τέλος στην εκμετάλλευση των λαϊκών μαζών από την αστική τάξη που αποδείχτηκε ανίκανη να πραγματοποιήσει την αγροτική μεταρρύθμιση και τον εκβιομηχανισμό της χώρας.
Φυσικά, σήμερα όλοι στην Τουρκία, λένε τα ίδια και μάλιστα τα γράφουν, χωρίς βέβαια να φέρνουν κανένα αποτέλεσμα και χωρίς να διακινδυνεύουνε.
Άλλοτε φυλακισμένος κι άλλοτε ελεύθερος, με χειροκροτήματα ή με γιουχαΐσματα, με τους χαφιέδες και τους προβοκάτορες σε κάθε βήμα του, με τη λατρεία των γυναικών και το μίσος των συζύγων, ο Ναζίμ αλώνιζε τη χώρα. Ήτανε κάτι το απίστευτο! Φτιάχνοντας στίχους έκανε τους αστούς να τρέμουν. Συνάμα κατέλυσε τη λόγια οθωμανική ποιητική παράδοση, μεταμόρφωσε το λεξιλόγιο, έπλασε ένα σύστημα εικόνων βασισμένο στο φουτουρισμό και στη λαϊκή τουρκική ποίηση, ξέθαψε από τη λήθη υπέροχα ποιήματα λησμονημένα και μ’ αυτό τον τρόπο άνοιξε στην τουρκική ποίηση το δρόμο της φύσης και του ανθρώπου. Ο Ναζίμ κατόρθωσε, ώστε ν’ ακουστεί για πρώτη φορά ύστερα από τόσους αιώνες, η φωνή της τούρκικης ποίησης, σ’ όλο τον κόσμο. Μόνο, ο Τζελαντίν Ρουμί τον ΧΙΙΙο αιώνα, το κατόρθωσε πριν απ’ αυτόν. Τον αναφέρω παρ’ όλο που έγραψε σε περσική γλώσσα και η ποιητική του μόνο από ορισμένες πλευρές μπορεί να θεωρηθεί τουρκική. Ο Ναζίμ όμως είναι Τούρκος εκατό τα εκατό. Ούτε οι στιχοπλάστες τού Ντιβανιού ούτε οι καλύτεροι λαϊκοί βάρδοι δεν φτάνουν το ανάστημα τού Ναζίμ. Μόνο ο Γιουνούς Εμρέ, εκείνος ο ταπεινός δερβίσης τού ΧΙΙΙου αιώνα με τη δύναμη της χωριάτικης γλώσσας του και με τη βαθιά νόηση τού ανθρώπινου πεπρωμένου, μπορεί να θεωρηθεί ο πραγματικός πρόγονος τού Ναζίμ.
Πριν ακόμα φυλακιστεί ο Ναζίμ είχε καταγγείλει το φασισμό. Από πολύ νωρίς ένιωσε πως η σύγκρουση θα ήτανε αναπόφευκτη. Ο χρόνος κύλησε, και ξαφνικά ξεσπάει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Ο ποιητής πληροφορείται στη φυλακή τις αβάσταχτες ήττες τού πρώτου καιρού κι αργότερα με βαθιά συγκίνηση, τις νίκες, το Στάλινγκραντ, την Απελευθέρωση τού Παρισιού, το Βερολίνο… Μόνος, κλεισμένος σ’ ένα κελλί των φυλακών της Προύσσας. Κόντευε να τρελαθεί.
Μα σχετικά με την πεζογραφία, σχετικά με το μυθιστόρημα; θα ρωτήσετε. Έρχομαι στο θέμα… Η τούρκικη πεζογραφία αναπτύχθηκε πολύ αργά, δηλαδή στο δεύτερο μισό τού ΧΙΧου αιώνα. Ύστερα απ’ την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας (1923) βλέπουμε ν’ αναπτύσσεται με γοργότητα το μυθιστόρημα κι η νουβέλλα. Αρχίζει να αναπτύσσεται και μια κοινωνική πεζογραφία και μια παράδοση ψυχογραφίας.
Η καθυστέρηση όμως ήταν τέτοια, κι έπρεπε να καλυφθεί τόσο έδαφος που τις περσότερες φορές οι προσπάθειες δεν είχανε μεγάλη επιτυχία.
Ο Ναζίμ, μετά την επιστροφή του στην Τουρκία, γύρω στα 1930, και στο διάστημα ανάμεσα σε δυο συλλήψεις ασχολήθηκε αρκετά με τον πεζό λόγο. Έγραψε με διάφορα ψευδώνυμα μια σειρά πολιτικά και φιλολογικά άρθρα. Μα και στα ίδια τα ποιήματά του, χρησιμοποιεί τον πεζό λόγο, μ’ ένα τρόπο, θάλεγα, που μοιάζει με τον τρόπο που χρησιμοποιείται στους λαϊκούς μύθους – τραγούδια ή στα δημιουργήματα της λόγιας ποίησης, τα «Μεσνεβίς». Τόσο στο ποίημά του: «Η Τζοκόντα κι ο Σι – Ουά – Ου» για παράδειγμα ή στην «Εποποιΐα του πολέμου για την ανεξαρτησία» βλέπουμε να παρεμβαίνει ο πεζός λόγος για να συνδέσει τους στίχους τόσο σαν ένας μηχανικός σύνδεσμος όσο και σαν σχολίασμα. Τα «Ανθρώπινα Τοπία» (1940) είναι μια συλλογή ποιημάτων που έχουν πολύ μεγαλύτερη συγγένεια με τον πεζό λόγο παρά με το στίχο.
Έτσι, στους «Ρομαντικούς» ακολουθεί πιά τη φόρμα του μυθιστορήματος. Ο Ναζίμ είχε κατά νου από καιρό να γράψει ένα μυθιστόρημα που θα ήταν ένα είδος αυτοβιογραφίας. Σ’ αυτό, θα έπλεκε δυο μύθους, δυο παράλληλα δράματα που θα ταυτίζονταν μεταξύ τους. Θα ήταν ένα μυθιστόρημα λυσσασμένου έρωτα, επανάστασης και μια ιστορία απλής λύσσας. Όλα τούτα, με επίκεντρο τον εαυτό του. Για πρώτη φορά το κουβεντιάσαμε στο Παρίσι (1961-1962). Ο Ναζίμ στο Παρίσι; Το «κουρμπέτι» του Παρισιού τού ταίριαζε αρκετά, πάντα προσδοκούσε θαύματα απ’ αυτό. Ήδη στο Ορλύ, οι διάφανες πόρτες δε θάνοιγαν τάχα από μόνες τους μπροστά στον «Ασίκη»; Ο Ναζίμ στεκότανε αντίκρυ στο Παρίσι που έλαμπε μέσα στη μολυβένια νύχτα, σαν ένα παιδί που του χάρισαν ένα θαυμαστό παιχνίδι. Μα πάλι φύγαμε απ’ το θέμα μας.
Επιστρέφοντας απ’ τη Φλωρεντία στα τέλη του 1962, ο Ναζίμ έφτασε στο Παρίσι με τα χειρόγραφα στην τσέπη κι ήθελε, όπως συνήθιζε, να μάς τα διαβάσει αμέσως. Το μυθιστόρημα είχε τίτλο «Πού τραβάει τάχα το καράβι με τα εκατό κατάρτια;» Του είπαμε πως ο τίτλος είναι κάπως μακρύς. Γύρω απ’ το βασικό σκελετό, αναπτύσσονταν στο βιβλίο ένα σωρό κλάδοι, ίσως λείπανε που καί που τα φύλλα τους. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση σχηματίσαμε ο Γκουζίν κι εγώ. Ο Ναζίμ ξαναπήρε τα χειρόγραφά του και συμπλήρωσε το μυθιστόρημά του στη Μόσχα. Πρόσθεσε πολλές σελίδες και μάς το ξαναέστειλε την άνοιξη τού 1963. Ναι, λίγο πριν απ’ τη μοιραία εκείνη μέρα τού 1963… Στο εξώφυλλο, αυτή τη φορά διαβάσαμε τον τίτλο: «Η ζωή είναι ωραία, φιλαράκο…» Ο τίτλος «Οι Ρομαντικοί» μπήκε στή σοβιετική έκδοση. Άλλοι θα κρίνουν καλύτερα από μένα το μυθιστόρημα τούτο του Ναζίμ Χικμέτ. Είμαι όμως σίγουρος πως φέρνει κάτι το καινούργιο μ’ αυτό το βιβλίο του.
«Οι ενάρετοι καβάλησαν τα αγαθά άτια και χάθηκαν πέρα», λέει μια τούρκικη ρήση για να εκφράσει το θάνατο.
Στις 3 Ιούνη 1963, το πρωί, ο Ναζίμ καβάλησε το άσπρο άτι του κι έφυγε καλπάζοντας σαν αστραπή πέρα απ’ την «Υψηλή Πύλη». Ίσως τούτη τη στιγμή να βρίσκεται κάπου κοντά στο Μπολού.
Σάς μίλησα για τα περασμένα, για τον Κεμάλ Αχμέτ, για τους Φίλους που χάθηκαν, αποφεύγοντας έτσι να μιλήσω για τον αβάσταχτο πόνο που μάς πιέζει τα στήθη. Ώστε ο Ναζίμ δε ζει πιά; Όχι διάβολε, αυτό είναι αδύνατο, να μείνει κλεισμένος μέσα σ’ ένα φέρετρο, άσε που κανείς δεν ξέρει τι είναι ικανός αυτός ο Ναζίμ να σκαρώσει και με τον ίδιο το θάνατο!
ΑΜΠΙΝΤΙΝ ΝΤΙΝΟ