Xωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ…
Αν ο αριθμός των βιβλίων αποτελεί δείκτη προόδου για μια κοινωνία, τότε η καταστροφή τους είναι πισωγύρισμα στις πιο σκοτεινές εποχές. Η περίπτωση των εκδόσεων Γαβριηλίδη, δείχνει ανάγλυφα πώς αντιμετωπίζεται το βιβλίο και στο σύνολό του ο πολιτισμός από το σύστημα της εκμετάλλευσης.
Μια είδηση που πέρασε «στα ψιλά» σκόρπισε θλίψη στους φίλους του βιβλίου, σε κάθε ανοιχτό μυαλό και υγιή συνείδηση: Οι πιστώτριες τράπεζες των εκδόσεων Γαβριηλίδη, κατάσχεσαν και πολτοποίησαν τα βιβλία που βρέθηκαν στην αποθήκη του χρεωκοπημένου εκδοτικού οίκου, μετά τον θάνατο του ιδρυτή του. «Xωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» όπως έγραψε στην εποχή του ο Καβάφης, και χωρίς συναισθηματισμούς, όπως αρμόζει στα κυρίαρχα αρπακτικά κάθε εποχής.
Γιατί αυτή η φρικαλεότητα να συμβεί;! Διότι αυτό επιτάσσει το συμφέρον των τραπεζών. Συγγραφείς του εκδοτικού οίκου με το δίκιο τους πονούν και διαμαρτύρονται. Δεν μας έδωσαν τη δυνατότητα, λένε, να προσπαθήσουμε να διακινήσουμε μέρος των βιβλίων με δικά μας έξοδα, ούτε καν μας ενημέρωσαν. Οι τράπεζες δεν ακούνε τη φωνή των ποιητών· δεν υπολογίζουν τους ανθρώπους που αγαπάνε τα βιβλία αφού «δεν έχουν πολλές ανάγκες και, κυρίως, δεν έχουν ηλίθιες ανάγκες» όπως έλεγε ο αξέχαστος Βασίλης Ραφαηλίδης. Για να μοιραστούν τα βιβλία σε σχολεία, φυλακές και βιβλιοθήκες άλλων ιδρυμάτων, ως «χορηγία», ούτε λόγος. Το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο δεν το επιτρέπει (τελικά, είμαστε ευνομούμενη πολιτεία ή μήπως όχι)… Άλλωστε και η φιλανθρωπία των τραπεζών έχει τα όριά της…
Η αντίδραση της κυρίας Μενδώνη, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αντίδραση μιας υπουργού Πολιτισμού που η θητεία της στιγματίζεται από ένα ακόμα γεγονός εχθρικό απέναντι στον πολιτισμό. Η υπόσχεση της υπουργού που έριξε τα μπετά στην Ακρόπολη, ότι θα ενεργήσει στην κατεύθυνση ν’ αλλάξει το νομικό πλαίσιο («δεύτερη ευκαιρία σε βιβλία που κινδυνεύουν με πολτοποίηση»), είναι άσφαιρα πυρά σ’ έναν πόλεμο όπου οι δυνατοί τα παίρνουν όλα. Και οι δυνατοί στις μέρες μας είναι οι τράπεζες, τα παντοδύναμα αρπακτικά που πολτοποιούν βιβλία και αρπάζουν τα σπίτια απ’ όσους με τη βία φτωχοποιήθηκαν, με ή χωρίς μνημόνια, στο όνομα της «ανάπτυξης». Είναι όλοι εκείνοι, οι λίγοι, που κλέβουν και εκμεταλλεύονται τον ιδρώτα των πολλών και οι κάθε απόχρωσης πολιτικοί εκφραστές τους, που ψηφίζουν τα «νομικά πλαίσια» υπηρετώντας τα συμφέροντά τους.
Αν ο αριθμός των βιβλίων αποτελεί δείκτη προόδου για μια κοινωνία, τότε η καταστροφή τους είναι πισωγύρισμα στις πιο σκοτεινές εποχές. Η περίπτωση των εκδόσεων Γαβριηλίδη, δείχνει ανάγλυφα πώς αντιμετωπίζεται το βιβλίο και στο σύνολό του ο πολιτισμός από το σύστημα της εκμετάλλευσης. Δεν αποτελούν παρά προϊόντα της σειράς, προς πώληση· εμπορεύματα που προορίζονται ν’ αποφέρουν κέρδη, όπως πχ τα κινητά τηλέφωνα, οι αποτριχωτικές κρέμες, τα είδη υγιεινής στο μπάνιο μας.
«Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει» έχει γράψει ο αγαπημένος Αργύρης Χιόνης, που τίτλοι του περιλαμβάνονται στον κατάλογο των εκδόσεων Γαβριηλίδη.
Αν δεν «έφευγε» τόσο βιαστικά, ίσως μας επέτρεπε στις παραπάνω γραμμές να δώσουμε στα βιβλία τη θέση των δέντρων· ως μια μικρή, πρόσκαιρη «εκδίκηση» απέναντι στους ισχυρούς που θερίζουν κέρδη σπέρνοντας οπισθοδρόμηση και σκοτάδι και ως προειδοποίηση σ’ όσους καταπίνουν αμάσητη κάθε κουταλιά «κανονικότητας», φυλακισμένοι στα τείχη απαθείς και ανάλγητοι, θεατές «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ».