«Μπρος, στο δρόμο έξω! Αγωνίσου! Να περιμένεις πια δε γίνεται, είναι αργά πολύ!»
“Βγες έξω, σύντροφε! Ρίσκαρε
Τη δεκάρα, που ούτε δεκάρα πια δεν είναι
Τον τόπο για ύπνο που πάνω του πέφτει η βροχή
Και της δουλειάς τη θέση που αύριο θα χάσεις!…”
Σ’ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΑΛΑΝΤΕΥΕΤΑΙ
Μα λες:
Η υπόθεση πάει άσχημα.
Βαθαίνει το σκοτάδι. Οι δυνάμεις λιγοστεύουν.
Τώρα, μετά από τόσα πολλά χρόνια που έχουμε δουλέψει
Βρισκόμαστε σε πιο δύσκολη θέση απ’ ότι στην αρχή.
Μα ο εχτρός στέκεται δυνατότερος παρά ποτέ.
Οι δυνάμεις του φαίνονται να μεγαλώνουν. Πήρε αόρατη όψη.
Εμείς όμως έχουμε κάνει λάθη, αυτό κανείς πια δεν το αρνιέται.
Οι γραμμές μας συρρικνώνονται.
Τα συνθήματά μας βρίσκονται σ’ αταξία. Ένα μέρος απ’ τα λόγια μας
Τα διαστρέβλωσε τόσο ο εχτρός, που πια να μη γνωρίζονται.
Τι είναι λάθος τώρα απ’ αυτά που έχουμε πει
Μερικά ή όλα;
Σε ποιον υπολογίζουμε ακόμα; Μείναμε πίσω, μας πετάξαν έξω
Από το ζωντανό ποτάμι; Πίσω θα μείνουμε
Χωρίς κανένα να καταλαβαίνουμε και χωρίς κανείς να μας καταλαβαίνει;
Πρέπει να ’χουμε τύχη;
Τέτοιες ερωτήσεις κάνεις. Μην περιμένεις
Καμιά άλλη απάντηση πέρα από τη δικιά σου!
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ
Βγες έξω, σύντροφε! Ρίσκαρε
Τη δεκάρα, που ούτε δεκάρα πια δεν είναι
Τον τόπο για ύπνο που πάνω του πέφτει η βροχή
Και της δουλειάς τη θέση που αύριο θα χάσεις!
Μπρος, στο δρόμο έξω! Αγωνίσου!
Να περιμένεις πια δε γίνεται, είναι αργά πολύ!
Βοήθα τον εαυτό σου βοηθώντας μας:
Κάνε πράξη την αλληλεγγύη!
Βγες έξω, σύντροφε, αντιμέτωπος με τα όπλα και
Διεκδίκησε το μεροκάματό σου!
Σαν ξέρεις πως δεν έχεις τίποτα να χάσεις
Όπλα αρκετά οι αστυνόμοι τους δεν έχουν!
Μπρος, στο δρόμο έξω! Αγωνίσου!
Να περιμένεις πια δε γίνεται, είναι αργά πολύ!
Βοήθα τον εαυτό σου βοηθώντας μας: Κάνε πράξη
Την αλληλεγγύη!
Μπέρτολτ Μπρεχτ