Το διήγημα της Πέμπτης: «Στο τέλος σκεφτόμασταν ν’ ανοίξουμε κι εμείς τα χέρια μας» της Καταρίνα Μπέντιξεν
Ήτανε τον Αύγουστο πριν από δύο χρόνια που µεµιάς γεράσαµε. Το πρωί στις εφτά η ώρα κοιταχτήκαµε στον καθρέφτη, και ξαφνικά βγήκανε ζάρες στα µέτωπά µας, στο δέρµα δίπλα στα µάτια µας χαραχτήκανε ρυτίδες, τα στόµατά µας ξεραθήκανε και γίνανε πλισέ στεφάνια. Καθίσαµε σε καρέκλες, που δεν στηρίζανε αρκετά τις ράχες µας. Φάγαµε ψωµί, που τα δόντια µας δεν µπορούσανε να το κοµµατιάσουνε…
Η Καταρίνα Μπέντιξεν γεννήθηκε το 1981 στη Λειψία, όπου ζει σήµερα. Σπούδασε βιβλιολογία στη Λειψία και ισπανική φιλολογία στο Αλικάντε. Είναι υπεύθυνη σύνταξης του λογοτεχνικού περιοδικού poetin, µεταφράζει βιβλία για παιδιά και εφήβους από τα αγγλικά και αρθρογραφεί σε διάφορα έντυπα, µεταξύ των οποίων και στην ανεξάρτητη, µαρξιστική καθηµερινή εφηµερίδα die junge Welt. Είναι αντιπρόεδρος του Λογοτεχνικού Συµβουλίου Σαξονίας και µέλος του Κέντρου PEN Γερµανίας.
«Το δέντρο µε τα µπουκάλια του ουίσκι» είναι το πρώτο της βιβλίο (2009). Ακολούθησαν η συλλογή διηγηµάτων «Ευχαρίστως, άµα θες εσύ» (Gern, wenn du willst, 2012) και το µυθιστόρηµα «Βλέπω τα πάντα» (Ich sehe alles, 2016). Έχει εκδώσει επίσης ήδη τρία βιβλία σε µια παιδική σειρά µε ήρωα τον Ζορό, τον µπουλούκο σκύλο (2017-2018), ενώ τελευταίο της βιβλίο είναι η συλλογή διηγηµάτων «Η άσπρη µου αλεπού» (Mein weiίer Fuchs, 2019). Έχει τιµηθεί µε διάφορες διακρίσεις, υποτροφίες και βραβεία για τα έργα της, όπως µε την πρώτη θέση στον λογοτεχνικό διαγωνισµό Litarena (2007), το Βραβείο Κρανιχστάινερ για νέους συγγραφείς (2014), την υποτροφία Χάινριχ Χάινε της πόλης Λίνεµπουργκ (2017), την υποτροφία εργασίας του Γερµανικού Ταµείου Λογοτεχνίας (2020) κ.ά.
Η Καταρίνα Μπέντιξεν εκδίδει την πρώτη συλλογή διηγημάτων της στα είκοσι οκτώ της χρόνια. Σε αυτό το λογοτεχνικό ντεμπούτο της δίνει τον ευφάνταστο τίτλο «Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι», από το ομώνυμο διήγημά της που είχε βραβευθεί δύο χρόνια πριν, και επιλέγει να μιλήσει για την τρομακτικά τακτοποιημένη ζωή ανθρώπων, που θα στοιχειώσουν τις ιστορίες της.
Άνθρωποι παγιδευμένοι στα γρανάζια μιας εφιαλτικά αδηφάγας καθημερινότητας απειλούνται διαρκώς από κάποια εκκωφαντικά βουβή εξέγερση του σώματος και της ψυχής τους.
Ο κόσμος της Καταρίνα Μπέντιξεν δεν χωράει ουτοπίες και η κοινή λογική μοιάζει ανήμπορη να συλλάβει το παράλογο και το γκροτέσκο που συντελείται στον ρεαλιστικό καμβά αυτού του κόσμου.
Ιστορίες προσωπικές, ιστορίες οικογενειακές, ιστορίες ανθρώπων που τρώνε, πίνουν, ζουν, ερωτεύονται, εργάζονται, πηγαίνουν διακοπές, συνταξιοδοτούνται, γερνάνε, δραπετεύουν σε δύσβατα νοητικά μονοπάτια, σκοτώνουν, σκοτώνονται ή πεθαίνουν, χωρίς να μάθουμε ποτέ το όνομά τους.
Με γλώσσα αριστοτεχνικά απέριττη και με αφοπλιστική ειλικρίνεια, παραμένοντας αιχμηρή και συναισθηματικά τόσο αποστασιοποιημένη, που η διαύγειά της σοκάρει, η Καταρίνα Μπέντιξεν κατορθώνει να χαράξει ανεξίτηλες στη μνήμη μας τις σπαρακτικές εικόνες ενός πολιτισμού που είναι καταδικασμένος να καταρρεύσει, ενώ με τον ιδιαίτερα ποιητικό τρόπο της υψώνει το μνημείο του άγνωστου ανθρώπου.
Πατώντας στο σύνδεσμο που ακολουθεί μπορείτε να δείτε μια πρόσφατη ενδιαφέρουσα συνομιλία του Αλέξανδρου Κυπριώτη με την Καταρίνα Μπέντιξεν (με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής «Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι»), μέσα από την οποία επιτυγχάνεται μια πρώτη γνωριμία με τη Γερμανίδα συγγραφέα και το έργο της:
Από το βιβλίο της Καταρίνα Μπέντιξεν «Το δέντρο µε τα µπουκάλια του ουίσκι» (εκδ. Σκαρίφημα, Ιούνης 2021) αντιγράφουμε το διήγημα «Στο τέλος σκεφτόμασταν ν’ ανοίξουμε κι εμείς τα χέρια μας», σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη.
Στο τέλος σκεφτόμασταν ν’ ανοίξουμε κι εμείς τα χέρια μας
της Καταρίνα Μπέντιξεν
(Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης)Ήτανε τον Σεπτέµβρη πριν από δύο χρόνια που ήρθανε οι µαύροι στο χωριό µας, και τον Δεκέµβρη σηκωθήκανε και φύγανε πάλι. Με µεγάλα αµάξια τους φέρανε, καθόντουσαν στις καρότσες, οι µικροί σάκοι τους δίπλα τους, φορούσανε άσπρα πουκάµισα πάνω στο µαύρο δέρµα τους, τραγουδούσανε τα τραγούδια τους. Με τα νεανικά, τα µαύρα χέρια τους µας χαιρετούσανε, κι εµείς µε τα γέρικα, τ’ άσπρα χέρια µας ανταποδίδαµε τον χαιρετισµό. Τους χαιρετούσαµε χαρούµενοι, γιατί ήτανε οι αντικαταστάτες µας, είχε σταλεί επιστολή στην Αφρική. Κάθε µέρα χτυπούσε στις εφτά και µισή η καµπάνα της εκκλησίας, µε τα µαύρα τα πόδια τους περπατούσανε οι µαύροι στο χωριό, µας άρεσε τ’ απαλό, τ’ αθόρυβο το περπάτηµά τους στον δρόµο του χωριού. Ύστερα γύρισε ο διακόπτης µες στη γυάλινη καµπίνα, οι κορδέλες αρχίσανε να κινούνται, κι οι µαύροι σηκώνανε πράσινα, κόκκινα και µπλε κοµµάτια από µια κορδέλα και τα βάζανε σε µιαν άλλη και τα καρφώνανε. Εµείς φανταζόµασταν τους µαύρους να κρατάνε τα σφυριά στα µαύρα τα χέρια τους, να σφίγγουνε τα χείλια τους και να καρφώνουνε τα καρφιά που µπαίνανε στα πράσινα, τα κόκκινα και τα µπλε κοµµάτια. Τα ξέραµε πολύ καλά τα σφυριά, τα καρφιά, τα πράσινα, τα κόκκινα και τα µπλε κοµµάτια, είχαµε δουλέψει κι εµείς στο εργοστάσιο, µέχρι που παραγεράσαµε. Ανοίγαµε τα παράθυρά µας, για να παρακολουθήσουµε το πρωί τ’ απαλό το περπάτηµα των µαύρων και να τους κουνάµε το κεφάλι στον δρόµο τους για το εργοστάσιο, για ν’ ακούµε την ηµέρα τις κορδέλες να τρίζουνε, τα σφυριά να κοπανάνε, τα καρφιά να µπήγονται και τα χαρούµενα τραγούδια των µαύρων, για να σιγουρευόµαστε τα βράδια ότι οι µαύροι ύστερα κι από δέκα ώρες στο εργοστάσιο ήτανε ακόµα δυνατοί. Τ’ αυτοκίνητα που πηγαίνανε στην πόλη τα φτιαγµένα πράσινα, κόκκινα και µπλε κοµµάτια ακουγόντουσαν το βράδυ να τραντάζονται στον δρόµο του χωριού, κι οι µαύροι γελούσανε όταν γυρίζανε σπίτι τους τη νύχτα όσο χαρούµενα γελούσανε και το πρωί, µόνο τα χέρια τους και τα πόδια τους ήτανε τότε πιο ανοιχτόχρωµα, από τη σκόνη. Αλλά οι µαύροι δεν µείνανε χαρούµενοι.
Ήτανε τον Νοέµβρη πριν από δύο χρόνια που οι µαύροι αρχίσανε να τραγουδάνε πιο σιγά και να περπατάνε µε πιο πολύ θόρυβο. Το πρωί χτυπούσανε τα πόδια τους πιο δυνατά στον δρόµο του χωριού, λες και µπορούσανε ενώ περπατούσανε να καρφώνουνε κιόλας τα πρώτα καρφιά στα πράσινα, τα κόκκινα και τα µπλε κοµµάτια και να γυρίσουνε πάλι πιο γρήγορα σπίτι τους. Οι φωνές των µαύρων βραχνιάσανε, και τελικά δεν τραγουδούσανε πια, παρά βλαστηµούσανε. Πρώτα βλαστηµούσανε µόνο όταν γυρίζανε σπίτι τους τη νύχτα, ύστερα ακούγαµε τις βλαστήµιες τους το µεσηµέρι απ’ τις αίθουσες του εργοστασίου, και λίγο πριν σηκωθούν να φύγουνε, βλαστηµούσανε συνέχεια. Απ’ το πρωί κιόλας, όταν τα πόδια τους ακουγόντουσαν πάνω στον δρόµο του χωριού, φτύνανε οι µαύροι βλαστήµιες στο λιθόστρωτο σαν κουκούτσια από κεράσια. Εµείς κλείναµε τα παράθυρα, γιατί ο χειµώνας ήτανε κρύος, κλείναµε τις κουρτίνες, δεν θέλαµε ν’ ακούµε τις βλαστήµιες των µαύρων, δεν θέλαµε να βλέπουµε τα τεµπέλικα τα σώµατά τους, θέλαµε µόνο να χαζεύουµε πώς τρανταζόντουσαν τ’ αυτοκίνητα που το βράδυ πηγαίνανε στην πόλη τα φτιαγµένα πράσινα, κόκκινα και µπλε κοµµάτια. Άµα µας χαιρετούσανε οι µαύροι απ’ τον δρόµο του χωριού, άµα θέλανε να µας κάνουνε σινιάλο όταν πηγαίνανε στο εργοστάσιο, τότε τραβιόµασταν γρήγορα πίσω απ’ τις κουρτίνες και δαγκώναµε το ξερό ψωµί µας. Κι εµείς είχαµε δουλέψει στο εργοστάσιο, όµως ήµασταν πιο προκοµµένοι εµείς. Χωρίς να χτυπάµε τα πόδια µας στον δρόµο του χωριού και χωρίς να βλαστηµάµε, τ’ αντέχαµε το εργοστάσιο, µέχρι που παραγεράσαµε.
Ήτανε τον Μάρτη πριν από δύο χρόνια που άρχισε φασαρία έξω απ’ τις πόρτες µας. Μπήκανε µπουλντόζες στο χωριό µας, κάποιοι κατεβήκανε κι απλώσανε κάτι σχέδια στον δρόµο του χωριού, δείξανε τα σπίτια µας, τον δρόµο και το δάσος, διορθώσανε τα σχέδια και ξεπατώσανε το δάσος στο τέλος του δρόµου του χωριού. Στο φρέσκο χώµα φτιάξανε ένα µεγάλο εργοστάσιο µε κίτρινους πλαστικούς τοίχους κυµατιστούς, µε µακριές κορδέλες µέσα του και µια γυάλινη καµπίνα, που µέσα της έβγαινε από το έδαφος ένας µεγάλος διακόπτης. Τον Απρίλη χτυπήσανε τα κουδούνια στα σπίτια µας και µας βάλανε µπροστά στα µούτρα έντυπα, µας δώσανε στυλό, βάλανε και χτυπούσε η καµπάνα της εκκλησίας, µέχρι που υπογράψαµε. Όταν το πρωί της Πρωτοµαγιάς στις εφτά και µισή χτύπησε η καµπάνα της εκκλησίας, πήγαµε στο εργοστάσιο. Γύρισε ο διακόπτης µες στη γυάλινη καµπίνα, οι κορδέλες αρχίσανε να κινούνται, κι εµείς σηκώναµε πράσινα, κόκκινα και µπλε κοµµάτια από µια κορδέλα και τα βάζαµε σε µιαν άλλη, τα καρφώναµε. Το βράδυ ακολουθούσαµε περήφανοι τ’ αυτοκίνητα που τρανταζόντουσαν στον δρόµο του χωριού, για να πάνε στην πόλη τα φτιαγµένα πράσινα, κόκκινα και µπλε κοµµάτια. Αλλά γρήγορα πεθυµήσαµε το δάσος στο τέλος του δρόµου του χωριού, πεθυµήσαµε τον ήλιο. Οι κυµατιστοί πλαστικοί τοίχοι µεταµορφώνανε το φως του ήλιου σε θολές, κίτρινες αχτίνες. Τα σώµατά µας πονάγανε, λες και τα καρφιά δεν τα καρφώναµε στα πράσινα, τα κόκκινα και τα µπλε κοµµάτια, παρά σε µας τους ίδιους. Το βράδυ ήµασταν πάρα πολύ κουρασµένοι για να βάλουµε στο στόµα µας το ξερό ψωµί µας, και τη νύχτα βλέπαµε στον ύπνο µας πράσινα, κόκκινα και µπλε σπίτια, που καταρρέανε, πράσινα, κόκκινα και µπλε δέντρα, που τα κόβανε, πράσινα, κόκκινα και µπλε ψωµιά, που ’τανε δηλητηριασµένα. Μας έπιανε µουγγαµάρα και προσευχόµασταν στα κρυφά να µην είµαστε αναγκασµένοι να δουλεύουµε άλλο πια στο εργοστάσιο, ελπίζαµε σ’ ένα θαύµα.
Ήτανε τον Αύγουστο πριν από δύο χρόνια που µεµιάς γεράσαµε. Το πρωί στις εφτά η ώρα κοιταχτήκαµε στον καθρέφτη, και ξαφνικά βγήκανε ζάρες στα µέτωπά µας, στο δέρµα δίπλα στα µάτια µας χαραχτήκανε ρυτίδες, τα στόµατά µας ξεραθήκανε και γίνανε πλισέ στεφάνια. Καθίσαµε σε καρέκλες, που δεν στηρίζανε αρκετά τις ράχες µας. Φάγαµε ψωµί, που τα δόντια µας δεν µπορούσανε να το κοµµατιάσουνε. Η καµπάνα της εκκλησίας χτύπησε, πήγαµε σέρνοντας βαριά τα πόδια µας στο εργοστάσιο, πήραµε θέση στις κορδέλες µας, µπροστά µας περιµένανε τα πράσινα, τα κόκκινα και τα µπλε κοµµάτια, όπως τα είχαµε αφήσει αποβραδίς. Γύρισε ο διακόπτης µες στη γυάλινη καµπίνα. Οι κορδέλες αρχίσανε να κινούνται µε θόρυβο, τα πράσινα, τα κόκκινα και τα µπλε κοµµάτια περνούσανε µπροστά από τις θέσεις µας. Εµείς όµως δεν µπορούσαµε να τα πιάσουµε, ήτανε πάρα πολύ µεγάλα, δεν µπορούσαµε να κρατήσουµε τα σφυριά, ήτανε πάρα πολύ βαριά, κι άµα καµιά φορά πιάναµε κάνα πράσινο, κάνα κόκκινο ή κάνα µπλε κοµµάτι, µας γλιστρούσε αµέσως πάλι απ’ το χέρι, κι άµα καταφέρναµε να σηκώσουµε κάνα σφυρί, έπεφτε σφυρίζοντας δίπλα σ’ ένα καρφί κι όχι πάνω του. Τα δάχτυλά µας είχανε παραγίνει άκαµπτα για το εργοστάσιο και τα χέρια µας είχανε παρακουραστεί. Χτυπούσανε για ώρες την καµπάνα της εκκλησίας, για να µας αναγκάσουνε να δουλέψουµε. Έτσι µας είχανε κάνει τον Απρίλη να υπογράψουµε ’κείνα τα έντυπα, τώρα όµως τ’ αυτιά µας ήτανε πάρα πολύ γερασµένα, για να υποφέρουµε απ’ τον δυνατό ήχο της καµπάνας της εκκλησίας. Φύγαµε απ’ το εργοστάσιο γέροι άνθρωποι, πηγαίναµε αργά τον δρόµο του χωριού, τους πιο γερασµένους από µας έπρεπε να τους στηρίζουµε. Οργισµένοι το κλείσανε το εργοστάσιο, είχε πάλι ησυχία στο χωριό µας, το βράδυ δεν ακουγόντουσαν πια να τραντάζονται τ’ αυτοκίνητα, για να πάνε στην πόλη τα φτιαγµένα πράσινα, κόκκινα και µπλε κοµµάτια, µόνο περιστασιακά ακουγόντουσαν οι σταγόνες της βροχής πάνω στους κίτρινους κυµατιστούς πλαστικούς τοίχους, κι εµείς καθόµασταν την ηµέρα στον ήλιο ή πηγαίναµε περίπατο στο δάσος. Σύντοµα όµως στάλθηκε επιστολή στην Αφρική, κι άρχισε πάλι η φασαρία, όταν ήρθανε τον Σεπτέµβρη οι µαύροι στο χωριό µας. Καθόντουσαν στις καρότσες των µεγάλων αµαξιών, οι µικροί σάκοι δίπλα τους, φορούσανε άσπρα πουκάµισα, τραγουδούσανε τα τραγούδια τους και µας χαιρετούσανε, κι εµείς ανταποδίδαµε τον χαιρετισµό, τους χαιρετούσαµε χαρούµενοι, γιατί ήτανε οι αντικαταστάτες µας. Μαλακά κι αθόρυβα περπατούσανε στον δρόµο του χωριού, σηκώνανε τα πράσινα, τα κόκκινα και τα µπλε κοµµάτια από µια κορδέλα και τα βάζανε σε µιαν άλλη και τα καρφώνανε, αλλά δουλέψανε µόνο δυο µήνες, τον Νοέµβρη κιόλας τεµπελιάσανε, χτυπούσανε τα πόδια τους στον δρόµο του χωριού και βλαστηµούσανε, και τον Δεκέµβρη σηκωθήκανε και φύγανε.
Άρχισε να χιονίζει τον Δεκέµβρη πριν από δύο χρόνια, ασυνήθιστες νιφάδες χιονιού, τέτοιες που πετούσανε προς τα πάνω. Ποτέ ως τότε δεν είχανε δει οι µαύροι χιόνι, ακούγαµε από το εργοστάσιο να µεταµορφώνονται οι βλαστήµιες του σε φωνές θαυµασµού. Δύσπιστοι µαζευτήκαµε έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών µας και χαζεύαµε τους τεµπέληδες τους µαύρους να βγαίνουνε απ’ το εργοστάσιο στον δρόµο του χωριού. Άρχισε να χτυπάει η καµπάνα της εκκλησίας, αλλά οι µαύροι δεν γυρίζανε πίσω στις κορδέλες. Ανοίξανε τα χέρια τους και τα κουνούσανε πάνω κάτω µες στον χιονοστρόβιλο, λες και µπορούσανε να πετάξουνε µαζί µε το χιόνι προς τα πάνω. Εµείς τους κοροϊδεύαµε τους µαύρους, µέχρι που σηκώθηκε ο πρώτος απ’ το έδαφος. Σε λίγο πηδούσανε ο επόµενος, ο επόµενος, ο επόµενος από τη γη στον αέρα. Εµείς θέλαµε να τους τραβήξουµε τους µαύρους απ’ τα µαύρα πόδια τους πίσω στο έδαφος, αλλά ήτανε πάρα πολλοί, οι πιο πολλοί αιωρούνταν κιόλας κάποια µέτρα πάνω από τη γη, κι εµείς παραήµασταν αργοί, παραήµασταν γέροι. Όπως το φθινόπωρο, όταν φεύγουνε τ’ αποδηµητικά πουλιά, άρχισε σιγά σιγά να σκοτεινιάζει ο ουρανός. Όλο και πιο ψηλά πετούσανε οι µαύροι, περικυκλώσανε το καµπαναριό της εκκλησίας και κάνανε παράτολµα τεχνάσµατα, περιστροφές και τούµπες µέσα στον κρύο αέρα. Στο τέλος σκεφτόµασταν ν’ ανοίξουµε κι εµείς τα χέρια µας. Δεν το κάναµε, γιατί το χωριό µας ήτανε το σπιτικό µας, και δεν θέλαµε να πάµε µε τους τεµπέληδες τους µαύρους. Σε λίγο τους είχαµε χάσει όλους τους µαύρους απ’ τα µάτια µας, µέχρι το βράδυ ακόµα ήµασταν στον δρόµο του χωριού, µε το πρόσωπό µας προς τον ουρανό, κοιτούσαµε να δούµε τους µαύρους. Ύστερα από δύο ηµέρες ήµασταν σίγουροι ότι είχανε γυρίσει στην Αφρική πετώντας, στο Μαρόκο ή στο Τόγκο. Απ’ την οργή τους βάλανε οι άλλοι την καµπάνα της εκκλησίας να χτυπάει για µερικές εβδοµάδες, ύστερα γυρίσανε την πλάτη στο εργοστάσιο. Σιγά σιγά πήρε το δάσος πίσω το εργοστάσιο, φυτά διαλύσανε τα θεµέλια µε τις ρίζες τους κι αναρριχηθήκανε στους κυµατιστούς πλαστικούς τοίχους, κι ένα µεγάλο πουλί έφτιαξε µες στην γυάλινη καµπίνα τη φωλιά του, έκανε τεράστια αβγά, απ’ τα οποία βγήκανε ακόµα µεγαλύτεροι νεοσσοί. Μεγαλώσανε, κι όταν τα φτερά τους πήρανε σκούρο χρώµα, καθίσανε πάνω στον διακόπτη µες στη γυάλινη καµπίνα και µαθαίνανε από ’κεί να πετάνε. Εµείς περπατούσαµε στον δρόµο του χωριού σέρνοντας τα πόδια µας, χαιρόµασταν που ’χαµε ξεφορτωθεί το εργοστάσιο και τους µαύρους, αλλά τα πουλιά ρίχνανε σκιές πάνω µας µε τις τεράστιες φτερούγες τους, λες και δεν ήτανε καλό να συνηθίσουµε πάρα πολύ το φως του ήλιου.
Ήτανε τον Απρίλη τούτης της χρονιάς που γυρίσανε µε φαγάνες και σχέδια. Μεταφέρανε τ’ αποµεινάρια του εργοστασίου µαζί µε τη µεγάλη φωλιά του πουλιού, φτιάξανε µια καινούργια καµπάνα για την εκκλησία µ’ έναν χαµηλό ήχο, που τα γερασµένα, σχεδόν κουφά αυτιά µας δεν µπορούν να τον αντέξουν, και τώρα φτιάχνουνε ένα καινούργιο εργοστάσιο. Κοιτάζουµε µε τα γερασµένα µάτια µας που φέρνουνε τις κορδέλες, τους κίτρινους κυµατιστούς πλαστικούς τοίχους και τη γυάλινη καµπίνα για τον διακόπτη, που τα συναρµολογούν όλα και τα βιδώνουνε, που δηµιουργείται ένα εργοστάσιο, που ακόµα δεν το γνωρίζουµε, ένα εργοστάσιο µε αργές κορδέλες και µικρότερα πράσινα, κόκκινα και µπλε κοµµάτια, όχι εργοστάσιο για µαύρους, παρά για γέρους. Κάθε ώρα ακούγεται ο χαµηλός ήχος της καµπάνας της εκκλησίας που χτυπάει, κι εµείς ελπίζουµε ακόµα ότι θα σταλεί επιστολή στην Αφρική, ότι θα φέρουνε στις καρότσες των µεγάλων αµαξιών µαύρους γέρους, που θα φοράνε άσπρα πουκάµισα και θα τραγουδάνε χαρούµενα τραγούδια, µέσα µας όµως ξέρουµε ότι το εργοστάσιο είναι για µας. Ξέρουµε ότι οι µαύροι είναι τεµπέληδες κι ότι εµείς είµαστε προκοµµένοι, ξέρουµε ότι γι’ αυτό προτιµάνε να βλέπουνε εµάς να δουλεύουµε στις κορδέλες παρά τους µαύρους, ξέρουµε ότι οι µαύροι φταίνε που πρέπει να πάµε πάλι στο εργοστάσιο, και ξέρουµε ότι τους µαύρους απ’ την αρχή δεν τους συµπαθήσαµε, ότι τα χαζά τους τα τραγούδια τα σιχαινόµασταν και ότι αηδιάζαµε µε το γατίσιο το περπάτηµά τους στον δρόµο του χωριού. Τον Δεκέµβρη, όταν το χιόνι πετάει από κάτω προς τα πάνω, θα φύγουµε απ’ το εργοστάσιο, θ’ ανοίξουµε τα χέρια µας και θα τα κουνήσουµε πάνω κάτω, θα κάνουµε ότι θέλουµε να πετάξουµε µαζί µε το χιόνι, αλλά ξέρουµε ότι δεν το θέλουµε αυτό, ξέρουµε ότι µ’ αυτό κοροϊδεύουµε τους µαύρους, που πριν από δύο χρόνια σηκωθήκανε και φύγανε πετώντας, λες και είναι δυνατόν κάτι τέτοιο.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.