Δοκιμασία της αστικής δημοκρατίας
Η χορήγηση ειδικών δικαιωμάτων για τους εμβολιασμένους, με παράλληλα αυστηρότερους περιορισμούς στους μη εμβολιασμένους, κινδυνεύει να πολλαπλασιάσει τα ήδη επικίνδυνα κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα. Στην ουσία διαμορφώνεται ένα κλίμα όπου απαξιώνεται κάθε προβληματισμός, χωρίς να καταβάλλεται προσπάθεια για πειθώ με διαφανή ενημέρωση χωρίς σκιές.
Με την πανδημία, ενώ το οικονομικό μοντέλο του καπιταλισμού συνεχίζει να λειτουργεί, αποτιμώντας τα πάντα με οικονομικούς όρους, μοιάζει να δοκιμάζονται θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί που θεωρείται πως χαρακτηρίζουν την αστική δημοκρατία, όπως ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες. Δεν κυριαρχεί μόνο το μοντέλο του ατομικισμού, αλλά, παρά τις περί του αντιθέτου βαρύγδουπες διακηρύξεις, ο εθνικισμός γίνεται κριτήριο πολιτικών αποφάσεων σε πολλές χώρες της υπερεθνικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πράξη αποδεικνύεται πως επιλέγονται αμφισβητούμενοι τρόποι για την επίλυση του προβλήματος της υγειονομικής κρίσης και των μελλοντικών συνεπειών της, ακριβώς γιατί οι αποφάσεις παίρνονται με βάση αυτό το οικονομικό μοντέλο.
Δεν γίνεται σχεδόν ούτε λόγος πια για ενίσχυση και διεύρυνση των δημόσιων συστημάτων υγείας, που εκ των ενόντων και με την αυταπάρνηση των γιατρών όλους αυτούς τους μήνες της πανδημίας γινόταν προσπάθεια από την κυρίαρχη εξουσία να καλυφτεί η ανεπάρκειά τους. Όσο για τα εμβόλια, πάνω από το 80% έχουν διοχετευθεί στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, με Ευρωπαϊκή Ένωση και Αμερική να συζητούν ατέλειωτα, με ψηφίσματα και προτάσεις, το θέμα της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων για την παραγωγή εμβολίων, μετά την εισήγηση από Ινδία και Ν. Αφρική, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, για προσωρινή αναστολή τους. Η απροθυμία των φαρμακευτικών γιγάντων, και των πλούσιων χωρών που τις υποστηρίζουν, να παραιτηθούν από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν είναι δυστυχώς αποκλειστική για την τρέχουσα πανδημία. Και πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, στο αποκορύφωμα της επιδημίας HIV-Aids, ο Π.Ο.Υ εμπλέκεται σε μια μάχη μεταξύ φαρμακευτικών εταιρειών που είχαν αναπτύξει θεραπείες HIV και χωρών, ιδίως στην Αφρική, που δεν μπορούσαν οικονομικά να αντέξουν αυτές τις θεραπείες, αλλά τις χρειάζονταν απεγνωσμένα.
Ενώ η ταχεία ανάπτυξη εμβολίων κατά της COVID-19 είναι ένα εξαιρετικό επιστημονικό επίτευγμα, ο επιτυχής εμβολιασμός του παγκόσμιου πληθυσμού παρουσιάζει πολλές προκλήσεις, από την παραγωγή έως τη διανομή, και, κυρίως, στην αποδοχή. Η εμπιστοσύνη στα εμβόλια είναι ζωτικής σημασίας και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των κυβερνήσεων να κοινοποιούν τα οφέλη του εμβολιασμού και να χορηγούν τα εμβόλια με δικαιοσύνη, ασφάλεια και αποτελεσματικότητα. Η εκστρατεία εμβολιασμού τέτοιου μεγέθους είναι άνευ προηγουμένου, γι’ αυτό και οι κυβερνητικές ενέργειες για την ανάπτυξη εμπιστοσύνης προς αυτά είναι απαραίτητες για την επιτυχία της. Γιατί οι επιφυλάξεις απέναντι στον εμβολιασμό αυξάνονται όχι μόνο λόγω της παραπληροφόρησης, αλλά κυρίως λόγω της δυσπιστίας απέναντι στους κρατικούς θεσμούς με τις παλινωδίες τους σ’ αυτό το θέμα και επειδή ο επείγων χαρακτήρας της αδειοδότησης των εμβολίων συνοδεύεται από μια δόση αβεβαιότητας.
Οι κυβερνήσεις λοιπόν επικαλούμενες την απροθυμία των πολιτών να εμβολιαστούν, αλλά και εκμεταλλευόμενες κάθε παράλογη θεωρία συνωμοσίας, προχωρούν σε διαχωρισμό τους σε ομάδες εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, στις οποίες επιτρέπουν διαφορετικούς βαθμούς ελευθερίας με βάση το καθεστώς ανοσίας τους, που οδηγεί σε διακρίσεις. Το επιχείρημα είναι ότι τα εμβολιασμένα άτομα δεν θα έχουν στην πραγματικότητα προνόμια, αλλά απλώς θα αρθούν οι περιορισμοί στο δικαίωμά τους στην ελευθερία, που σημαίνει όμως πως θα περιορίζονται αυτονόητες ελευθερίες στους ανεμβολίαστους. Δικαιώματα και ελευθερίες εντάσσονται λοιπόν σ’ ένα σύστημα ανταμοιβών που όπως εφαρμόζεται δημιουργεί ανισότητες και στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, αφήνοντας πολλές ανοιχτές ερωτήσεις. Οι πολίτες δηλ. των χωρών αντιμετωπίζονται ως ανήλικοι με τιμωρίες κι επιβραβεύσεις για να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, σαν να είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πρόθυμοι να αυτοκτονήσουν. Η χορήγηση ειδικών δικαιωμάτων για τους εμβολιασμένους, με παράλληλα αυστηρότερους περιορισμούς στους μη εμβολιασμένους, κινδυνεύει να πολλαπλασιάσει τα ήδη επικίνδυνα κοινωνικοπολιτικά αδιέξοδα. Στην ουσία διαμορφώνεται ένα κλίμα όπου απαξιώνεται κάθε προβληματισμός, χωρίς να καταβάλλεται προσπάθεια για πειθώ με διαφανή ενημέρωση χωρίς σκιές. Συγχρόνως μετατίθεται το πρόβλημα σε συγκεκριμένες απαγορεύσεις και εστιάζοντας σ’ αυτές παραβλέπονται κι άλλες καθοριστικές πολιτικές αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας που ανατρέπουν άρδην συνολικά το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον εις βάρος των εργαζομένων.
Τελικά όμως οι εκβιασμοί και οι εκφοβισμοί δεν δημιουργούν κλίμα εμπιστοσύνης, αλλά μάλλον ένα περιβάλλον αυταρχικότητας και αντιπαλότητας, πυροδοτώντας συμπεριφορές κοινωνικού αυτοματισμού. Βέβαια, υπάρχει προηγούμενο σε τέτοιους περιορισμούς, όπως π.χ χώρες που απαιτούν απόδειξη εμβολιασμού κατά ορισμένων ασθενειών, όπως του κίτρινου πυρετού, για να επιτρέψουν την είσοδο σ’ αυτές. Μόνο που η εμπειρία από τα λοκντάουν της πανδημίας με τις στοχευμένες αστυνομικές εφόδους ενάντια σε νέους και τις γενικότερες αστυνομικές αυθαιρεσίες και τα υψηλά πρόστιμα ενισχύουν καχυποψίες για το εύρος και την ένταση της κρατικής καταστολής που επιδιώκεται, με πρόσχημα την πανδημία, να παγιωθεί. Στην τελική, η απαίτηση κατοχής επίσημου εγγράφου που να πιστοποιεί την πραγματοποίηση ενός εμβολίου προκειμένου να μπορέσει κάποιος να ξεφύγει από ορισμένους περιορισμούς ελευθερίας, δεν μοιάζει παράλογο πως θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο που να οδηγήσει, με την κατάλληλη εκμετάλλευση, σε επικίνδυνες ατραπούς για τη δημοκρατία για την οποία οι αστικές μας κυβερνήσεις επαίρονται.
Το εμβόλιο λοιπόν μπορεί να μην είναι υποχρεωτικό, αλλά για μετακίνηση, πρόσβαση στη μεταφορά ή σε ορισμένες δραστηριότητες θα είναι απαραίτητο. Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν δεν λέγεται, ελευθερία και ισότητα θα συνεχίζει να υπάρχει στην αστική μας δημοκρατία εάν ακολουθούνται οι οδηγίες για εμβολιασμό.
Μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι έτοιμο να συμφωνήσει και να νομιμοποιήσει τις διακρίσεις για λόγους υγείας, συμφωνώντας να αποκλείσει από την κοινωνική ζωή εκείνα τα άτομα που αρνούνται να υποβληθούν σ’ αυτή τη διαδικασία. Και η κυρίαρχη εξουσία μοιάζει να προωθεί και ακραίες απόψεις για άρνηση περίθαλψης σε απρόθυμους να εμβολιαστούν. Και γίνεται κανονικότητα και αποδεκτό οι πολίτες που αρνούνται να εμβολιαστούν να στερούνται εκ των πραγμάτων όλες τις ελευθερίες που κανονικά θα είχαν το δικαίωμα να διεκδικήσουν με την αποκλειστική τους ιδιότητα ως πολίτες. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως ένα λεγόμενο μέτρο αποκατάστασης, όταν λαμβάνεται στην ακραία του εκδοχή, μπορεί να οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα χειρότερο από το κακό που καταπολεμά. Η προστασία της δημόσιας υγείας αποτελεί θεμιτό λόγο που μπορεί να δικαιολογήσει έναν περιορισμό της ελευθερίας. Ωστόσο, όπως κάθε περιορισμός, πρέπει να είναι αυστηρά ανάλογος με τον νόμιμο στόχο που επιδιώκει. Με το δικαιολογητικό ότι προστατεύεται η βιολογική ζωή, ακολουθώντας συγκεκριμένους τρόπους χωρίς άλλη εναλλακτική, (το ενδιαφέρον των εταιρειών εστιάστηκε σχεδόν αποκλειστικά στο εμβόλιο και όχι στη θεραπεία), η κατάληξη μπορεί να είναι να συρρικνωθούν δικαιώματα και να επιβληθούν αυταρχικά μέτρα στο μέλλον με διάφορα προσχήματα.
Κι ενώ βιώνουμε τόσο πολλούς μήνες μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, απειλητικής για την ίδια μας τη ζωή, η ιδεολογία για τις ελεύθερες αγορές, τις ορθολογικές ατομικές επιλογές και τις επιταγές του κέρδους και της απληστίας συνεχίζει να καθορίζει τις δράσεις της κυβέρνησης, και όχι μόνο της δικής μας, που ενισχύουν καχυποψίες για αποφάσεις οι οποίες μπορούν να αφορούν μόνο το κέρδος, αποφεύγοντας το υψηλότερο κόστος ασφάλειας της υγείας.
Και σε όλες τις αποφάσεις σχετικά με την πανδημία πάντα υπονοείται ότι οι επιστήμονες είναι ικανοί να δώσουν τις καλύτερες λύσεις, όχι μόνο γιατί είναι η αρμοδιότητά τους και έχουν τη γνώση γι’ αυτό, αλλά και γιατί είναι ηθικοί και πολιτικά ουδέτεροι, που δεν έχουν άλλο σκοπό παρά το συμφέρον της ανθρωπότητας. Μόνο που η εκτίμηση της επιστήμης ως πηγή ηθικής επιτακτικής αναγκαιότητας πάνω από πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα μπορεί ως ένα σημείο να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν αξίζει περαιτέρω συζήτησης. Ένα ερώτημα είναι πώς διαχωρίζεται αυτή η ηθική αναγκαιότητα από την επιχειρηματική απληστία και τον ανταγωνισμό για εξουσία και πόρους που είναι ενδημικοί στον καπιταλισμό; Πώς τίθεται η υγεία και η ασφάλεια σε υψηλότερο επίπεδο προτεραιότητας πάνω από το κέρδος, πάνω από τις τιμές των μετοχών, πάνω από τα πολιτικά συμφέροντα; Η διαχείριση της πανδημίας όλους αυτούς τους μήνες από την κυρίαρχη εξουσία και τις διαφορετικές εκφράσεις της, ακόμα και μέσα από τις επιστημονικές επιτροπές, δεν συνηγορεί πως η υγεία και η υγειονομική ασφάλεια είναι το πρώτο και κύριο μέλημά της.
Παρ’ όλ’ αυτά, αν και το γεγονός πως η πανδημία υπήρξε πράγματι η ευκαιρία για αυταρχικές πολιτικές στροφές των κυβερνήσεων που συνδέονται με αναστολή ελευθεριών και συρρίκνωση δικαιωμάτων, σίγουρα δεν μπορεί αυτό να απλοποιεί την τεράστια πολυπλοκότητα της κατάστασης. Γιατί συγχρόνως η πανδημία δημιουργεί μια παγκόσμια συγκυρία ως απάντηση σ’ αυτήν, στην οποία μπορεί να αναδυθούν και να πολλαπλασιαστούν διάφορες μορφές πάλης, που το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα των εργαζομένων.