Το διήγημα της Πέμπτης: «Το πηλοφόρι το μυστρί» του Νίκου Γαλάνη
Εργατικό ατύχημα είπαν. Τα δάκρυα έπεφταν στο δάπεδο πικρά και η γειτονιά σήκωσε στα δικά της πονεμένα χέρια το τρυφερό παλικαράκι του κυρ Κώστα. Με μια σημαία στο σώμα του κόκκινη για συντροφιά και λίγο χώμα για το στερνό και άδικό του ταξίδι.
Ο Νίκος Γαλάνης γεννήθηκε το 1977. Ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης και διδάσκει χημεία σε λύκειο της πόλης.
Το 2014 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ονείρων Ψίθυροι» από τις εκδόσεις Χαραμάδα. Το 2019 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «στον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι», ενώ το 2020 την ποιητική συλλογή «Τζορτζ Φλόιντ». Το 2021 η ποιητική του συλλογή «ο Ξένος» φιλοξενείται από το ιστολόγιο στίγμα Λόγου.
Πέρα από τη συγγραφή ασχολείται με μεταφράσεις ποιημάτων καθώς και με τη στοιχειοθεσία, τη σελιδοποίηση και το σχεδιασμό βιβλίων.
Η συλλογή διηγημάτων «Αβέβαιη Προοπτική» αποτελεί την πρώτη του απόπειρα σε πεζό λόγο: «Η νοσταλγία των παιδικών χρόνων, η άτσαλη φυγή από βεβαρημένες καταστάσεις, οι αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές που εμφορούνται από καταπιεσμένες ζωές, η μοναξιά, ο φτηνός και βιαστικός έρωτας είναι μερικές από τις «αβέβαιες προοπτικές» που διαδραματίζονται σε φόντα φθαρτά, σε περιβάλλοντα ισχυρά που επιβάλλονται και συνθλίβουν τις προσδοκίες, τα όνειρα και τις προοπτικές.
Οι ήρωες του βιβλίου είναι διαποτισμένοι από ρομαντικές σκέψεις, από μία ακαθόριστη και αβέβαιη σιγουριά ότι μπορούνε να τα καταφέρουν. Πιστεύουν ότι θα ξεφύγουνε από τα κοινωνικά διαμορφωμένα όρια της ζωής τους, όμως εκείνα παρουσιάζονται πάντοτε πιο ισχυρά και τους οδηγούν στη ματαίωση, στον πόνο και στη φθορά».
Στην ίδια συλλογή, που κυκλοφόρησε (ιδιωτική έκδοση) τον Ιούνη του 2021, εμπεριέχεται το διήγημα «Το πηλοφόρι το μυστρί» που παρουσιάζει η στήλη.
Το πηλοφόρι το μυστρί
του Νίκου ΓαλάνηΟ φόβος φυλάει τα έρμα σκεφτότανε, καθώς κοιτούσε, για ώρα το κουρασμένο του μέτωπο, στον καθρέφτη του νιπτήρα. Πριν πέντε λεπτά μπήκε στο σπίτι από την απεργία κι έσταζε όλος ιδρώτα. Είχε αποφασιστεί στο σωματείο η περιφρούρηση σχεδόν όλων των γιαπιών. Έτσι σήμερα σηκώθηκε ακόμη πιο νωρίς. Ο Κώστας, οικοδόμος σχεδόν τριάντα χρόνια, πρωτομάστορας πια, βρισκότανε με την κοντή αλλά ακμαία κορμοστασιά του στην πρωινή περιφρούρηση, έξω από το γιαπί της «Οικοτεχνικής», στην Άνω Τούμπα. Δυο βήματα σχεδόν από το γήπεδο του δικεφάλου, επί της Μικράς Ασίας. Στο γιαπί αυτό δούλευε εδώ και πέντε μήνες και έχοντας ρίξει ήδη τα μπετά βρισκότανε στην ολοκλήρωση των εξωτερικών του τοίχων. Είχανε μείνει μερικά μονάχα μερεμέτια και ήτανε γεμάτος χαρά. Γιατί η χαρά του κτίστη δεν περιγράφεται σαν ολοκληρώνει κάτι, όπως επίσης και η πίκρα του, όταν το αποχωρίζεται και πηγαίνει σε ξένα χέρια. Όλες οι οικοδομές περιέχουνε πάντα τον κλεμμένο κόπο των δημιουργών τους.
Ο κυρ Κώστας είχε στην επίβλεψή του άλλοτε έξι κι άλλοτε εφτά νεαρά και εργατικά μαστόρια. Όλοι τους ήτανε πιο νέοι από αυτόν. Μέχρι τα σαράντα ήτανε ο μεγαλύτερος. Με γερά και στιβαρά κορμιά. Με θεόρατη και ακμαία όψη. Ο Κώστας αγαπούσε τη νέα γενιά και ήθελε με κάθε τρόπο να την στηρίζει. Ονειρευότανε μια νέα γενιά μαχητική, με φρέσκιες ιδέες, πλούσια σε αισθήματα και αλληλεγγύη. Μια γενιά που θα μπορούσε να χτίσει έναν καινούργιο κι ωραίο κόσμο. Γι’ αυτό έπρεπε να σφυρηλατηθεί στο καμίνι της δουλειάς αλλά και της πολιτικής και οικονομικής διεκδίκησης του σωματείου. Έπρεπε ετούτη η γενιά να πάρει τον κόσμο στα χέρια της. Κι αφού πρώτα γκρεμίσει την κάθε λογής εκμετάλλευση, έπειτα να χτίσει τον δικό της δίκαιο κόσμο. Τον κόσμο του μόχθου και της τίμιας εργασίας.
Την δεκαετία του ογδόντα που έζησε ο κυρ Κώστας και μεγαλούργησε, το σωματείο των οικοδόμων είχε μεγάλη δύναμη. Είχε συσπείρωση και όραμα, πνεύμα ομαδικής δουλειάς και πίστη στον δίκαιο αγώνα του ψωμιού και της ελευθερίας. Η εποχή ήτανε καλή. Υπήρχε ανοικοδόμηση και έβγαινε το μεροκάματο σωστά. Η πίστη πως τα πράγματα βελτιώνονται και μπορεί ο καθένας να ορθοποδήσει ήτανε πραγματική. Άλλωστε η ίδια η ζωή τους τούς βεβαίωνε ότι θα ζήσουν καλύτερα από τους γονείς και τους παππούδες τους. Κι αυτό από μόνο του είναι αρκετό, τις περισσότερες φορές, για να ανέβει ο καθημερινός αγώνας στο επίπεδο της πολιτικής, να γίνει δηλαδή επιδίωξη των περισσότερων ανθρώπων η συμμετοχή τους στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Ο αγώνας, λοιπόν, των οικοδόμων, την δεκαετία του ογδόντα, είχε γερά θεμέλια, ξεκάθαρες και πραγματοποιήσιμες προοπτικές.
Πέρα όμως απ’ τις οικοδομές ο κυρ Κώστας είχε χτίσει και μια πλούσια δική του οικογένεια. Είχε παντρευτεί με την κυρά Μαρία και μαζί της έκανε τρία παιδιά, δυο γιους και μία κόρη. Η μεγάλη του κόρη είχε ήδη τελειώσει με την νομική και εδώ και τέσσερα χρόνια βρισκότανε δόκιμη δικηγορίνα στο γραφείο του ξαδέρφου της κυράς Μαρίας. Οι δυο του γιοι βρισκόντουσαν σε τρυφερή ηλικία, ο Παντελής πήγαινε στην δευτέρα λυκείου, ενώ το Γιωργάκη στην πέμπτη του δημοτικού. Δίπλα στον πατέρα τους τα καλοκαίρια και τα δύο παιδιά γίνανε καλά μαστοράκια. Ήτανε παιδιά εργατικά και θέλανε να μοιάσουνε στον πατέρα τους. Κατά μια έννοια δηλαδή πηγαίνανε κόντρα στο πνεύμα της εποχής που τα ήθελε υπαλλήλους κάποιου γραφείου. Ο Παντελής και το Γιωργάκη θέλανε να φουσκώσουνε τα μπράτσα τους σαν του κυρ Κώστα, να τους κοιτάζουνε κι αυτούς με θαυμασμό σαν μπαίνανε στις συνελεύσεις του σωματείου.
Το σωματείο είναι το δεύτερο σπίτι μου, τους έλεγε συνεχώς ο μαστρο-Κώστας κι εκείνα όλο τον κοιτούσανε με βλέμμα απορίας και θαυμασμού. Κι αυτό το βλέμμα, που στα χέρια ενός άλλου πατέρα θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε βλέμμα απέχθειας και σνομπισμού, στα χέρια του κυρ Κώστα, με την προσεκτική και τρυφερή του προσήλωση στις ανάγκες των αγοριών, μεταμορφώθηκε σε βλέμμα κατανόησης και σεβασμού. Χωρίς τις συνηθισμένες σεμνοτυφίες και τους εγωισμούς τα δυο του αγόρια γίνανε μεγαλώνοντας υπόδειγμα μέσα στη συνοικία. Ακόμη και στο σχολείο οι καθηγητές επαινούσαν την καθαρότητά τους και τον ατόφιο χαρακτήρα τους. Χωρίς βέβαια ποτέ να κατανοήσουνε σε βάθος την αιτία της καθαρότητας αυτής, βάζανε πάντα κανά δυο βαθμούς παραπάνω στα παλικάρια του κυρ Κώστα, ακριβώς γι’ αυτόν τους τον καλό χαρακτήρα. Τελικά ο Παντελής βρέθηκε στην οικοδομή και στο σωματείο, ενώ ο Γιώργος θέλησε να γίνει μηχανικός και τελείωσε την τεχνική σχολή. Τώρα πια δουλεύει στο συνεργείο των αυτοκινήτων της παρακάτω γειτονιάς.
Ο κυρ Κώστας, λοιπόν, που ήτανε άνθρωπος αισιόδοξος, φύσει και θέσει, έβλεπε όπως λένε οι πολλοί το ποτήρι μισογεμάτο, κοιτούσε τη ζωή κατάματα και ήξερε ότι τα πάντα μπορούνε να αλλάζουν. Η καρδιά του είχε ελπίδα, πίστη και όραμα και η πολιτική του στάση και η εμπειρία από το σωματείο τον έβγαζε πάντα μπροστά σε όλες τις αναποδιές. Γιατί οι εργάτες μπορεί να ‘χουνε πολλά χούγια, όπως ο καθένας μας, αλλά έχουνε και κάτι που τους ξεχωρίζει σημαντικά. Έχουνε ομαδικό πνεύμα και αλληλεγγύη. Ξέρουνε πολύ καλά από τους νόμους της σκαλωσιάς ότι μπορεί μια αβλεψία δική τους ή του διπλανού να τους στοιχίσει τη δική τους ζωή. Γιατί η ζωή τους κρέμεται κυριολεκτικά σε μία κλωστή κι η εργασία τους είναι συνεχώς ζήτημα ζωής και θανάτου.
Κι όμως, ο κυρ Κώστας, αυτός ο κοντός γίγαντας με την τρυφερή κι ολοκάθαρη καρδιά δεν άντεξε στο τηλεφώνημα τού θανάτου του γιού του. Έσπασε σαν το τρυφερό κλαδί στον άγριο άνεμο. Ο Παντελής του, το καλό του τρυφερό παιδί, δεν πρόλαβε να κλείσει τα είκοσί του χρόνια κι έπεσε στο κενό. Σκοτώθηκε πέφτοντας στο κενό από τον τρίτο όροφο. Κι ας μην είχε προλάβει να κάνει ακόμη το φανταρικό του κι ας μην είχε ούτε καλά-καλά γνωρίσει τη ζωή. Εργατικό ατύχημα είπαν. Γιατί τα μέτρα ασφαλείας δεν ήταν αρκετά και έσπασε από το βάρος του η σκαλωσιά. Κι όπως συμβαίνει πάντα όταν πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος η γειτονιά δεν σταμάτησε να κλαίει. Όλη η Κάτω Τούμπα άρχισε έναν βουερό και ασταμάτητο θρήνο. Και τα δάκρυα έπεφταν στο δάπεδο πικρά και η γειτονιά σήκωσε στα δικά της πονεμένα χέρια το τρυφερό παλικαράκι του κυρ Κώστα. Με μια σημαία στο σώμα του κόκκινη για συντροφιά και λίγο χώμα για το στερνό και άδικό του ταξίδι.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.