Μεταλλάξεις της έννοιας του πλούτου στο χριστιανισμό κατά την ύστερη αρχαιότητα
Οι ριζοσπαστικές κριτικές απέναντι στον πλούτο εγκαταλείφθηκαν. Αντί να καταγγέλλουν τη διαβολική προέλευση του πλούτου και να επιμένουν στην πλήρη απάρνηση του, οι συγγραφείς του 5ου αι. έφτασαν να υπογραμμίζουν πώς ο πλούτος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη σταθεροποίηση της χριστιανικής κοινότητας.
Ακολουθεί ο επίλογος από το έργο του Peter Brown “Through the eye of a needle. Wealth, the Fall of Rome and the Making of Christianity in the West, 350-450 A.D”. Σε αυτόν δίνονται συνοπτικά οι αναζητήσεις του βιβλίου, που επικεντρώνονται στην αλλαγή των αντιλήψεων περί πλούτου από την εποχή των κοινοτήτων της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως την πλήρη εμπέδωση της εξουσίας της χριστιανικής Εκκλησίας στη Δύση, στους αιώνες μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πίσω από αυτές τις αντιλήψεις, διακρίνονται ενδιαφέροντα στοιχεία για την αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης των χριστιανικών κοινοτήτων, που έβρισκαν την αντανάκλασή τους στις διαμάχες εντός των κοινοτήτων για τη φύση και το σκοπό του πλούτου, καθώς και για την επίδραση της γενικής, ταραχώδους αποσύνθεσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αι., μέσα από τους νέους συσχετισμούς Εκκλησίας-κράτους, αλλά και τα νέα κοινωνικά στρώματα που ανέδειξε, στην διαμόρφωση των ίδιων αντιλήψεων, μα και στην οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού και της θεσμικής του έκφρασης στη Δύση.
Οι αλλαγές που έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 500 και 650 αποδείχτηκαν αποφασιστικές. Ένα νέο αμάλγαμα εννοιών σχετικά με τη χρήση του πλούτου, τη φύση της χριστιανικής κοινότητας, και τη μοίρα της χριστιανικής διαμορφώθηκε. Σε όλους τους επόμενους αιώνες, αυτό το συγκεκριμένο αμάλγαμα εννοιών -το οποίο συνέδεσε τον πλούτο της εκκλησίας, την φροντίδα των φτωχών και τη μοίρα της ψυχής- έγινε εμμονή στο μυαλό των πληθυσμών της δυτικής, καθολικής Ευρώπης.
Περί το 1000 μ.Χ, οι δυτικοευρωπαίοι έπρεπε να πάρουν αυτό το κληροδοτημένο αμάλγαμα μαζί τους όπου κι αν πήγαιναν, ακόμα και στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Κάποιοι έφτασαν πολύ μακριά. Το 1020 ο πρώτος Ευρωπαίος έποικος στη Γροιλανδία που έγινε χριστιανός, ο Thorstein, γιος του Ερρίκου του Ερυθρού, ήταν ετοιμοθάνατος στο Lysefjord (σημερινό Ameralik στη Γροιλανδία). Λίγο ακριβώς πριν πεθάνει ο Thorstein κάλεσε τη σύζυγο του, Gudrid. Με έναν τρόπο συνδεόμενο με τις προφητικές ιστορίες της νορδικής μυθολογίας, ξαφνικά ανακάθισε (σαν να είχε αναστηθεί εκ νεκριών) και της έδωσε αυτή τη συμβουλή: “Την παρότρυνε να προσέχει το γάμο με Γροιλανδό και μετά την παρότρυνε να δωρίσει τα χρήματά τους στην εκκλησία ή να τα δώσει στους φτωχούς. Και μετά έγειρε για τελευταία φορά”.
Διηγημένη κάποιους αιώνες αργότερα, στη Saga των Γροιλανδών, η ιστορία κουβαλούσε μαζί της όλο το βαρύ φορτίο της κοινής αντίληψης περί της χρηστής αξιοποίησης του πλούτου που μοιράζονταν όλοι οι καθολικοί χριστιανοί. Ήταν αυτό που κάθε πιστός, όπως ο Thorstein Eirikson, αναμενόταν να κάνει πριν πεθάνει ή καθώς αντιμετώπιζε την απειλή του θανάτου, ακόμα κι όταν είχε εποικίσει την άκρη της Αρκτικής.
Το 350 μ.Χ ελάχιστα από αυτά ήταν ξεκάθαρα. Το βιβλίο ιχνηλάτησε μια μακροχρόνια διαδικασία. Ξεκινήσαμε με μια διστακτική εποχή. Ως αποτέλεσμα της μεταστροφής του Κωνσταντίνου το 312, οι χριστιανικές εκκλησίες της Δύσης έγιναν προνομιούχες. Ωστόσο δεν έγιναν εύπορες. Η πλειονότητα της ανώτερης τάξης των κατοίκων της ρωμαϊκής Δύσης ακόμα ενθαρρύνονταν από μακραίωνες παραδόσεις να δείχνουν γενναιοδωρία στις πόλεις τους και τους συμπολίτες τους -όχι στις εκκλησίες, κι ακόμα λιγότερο στους φτωχούς. Μόνο κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. άρχισαν οι πλούσιοι να μπαίνουν στην εκκλησία μαζικά, συχνά αναλαμβάνοντας ηγετικές θέσεις ως επίσκοποι και ως χριστιανοί συγγραφείς. Ήταν η είσοδος νέου πλούτου και ταλέντου στις εκκλησίες κατά το έτος 370 κι εξής, παρά η μεταστροφή του Κωνσταντίνου που σηματοδοτεί το σημείο καμπής στην ιστορία του εκχριστιανισμού της Ευρώπης. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ως μέλη μιας θρησκείας στην οποία είχαν προσχωρήσει οι πλούσιοι και ισχυροί, οι Χριστιανοί μπορούσαν να αρχίσουν να σκέφτονται το αδιανόητο -να οραματίζονται την πιθανότητα μιας ολοκληρωτικά χριστιανικής κοινωνίας.
Όμως αυτός ο νέος πλούτος έφερε τα δικά του προβλήματα. Οι δομές του τέταρτου αιώνα διασφάλιζαν πως θα υπήρχε πολύς νέος πλούτος, στα χέρια ανταγωνιζόμενων ομάδων. Πολλές από αυτές τις ομάδες είχαν την έγνοια να αφήσουν το στίγμα τους υιοθετώντας τη νέα θρησκεία. Ωστόσο οι εκκλησίες στις οποίες στρέφονταν οι νεόπλουτοι κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. ήταν ήδη, κατά διάφορους τρόπους, παλιομοδίτικοι θεσμοί. Το πλαίσιο τους ήταν ήδη διαμορφωμένο. Οι χριστιανικές συνήθειες δωρεών ανάγονταν σε αιώνες παραδόσεων και κείμενα κοινά στον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Σε αμφότερες αυτές οι συνήθειες είχαν διαμορφωθεί στην πλευρά του κυρίαρχου προτύπου του δημόσιου ευεργετισμού που παρείχαν στους πλούσιους οι πόλεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Η φαντασιακή επίδραση της χριστιανικής δωρεάς ήταν η διάλυση των παραδοσιακών ορίων που τηρούνταν από την αρχαία πόλη. Τα δώρα στην πόλη προσέδιδαν φήμη στον παρόντα κόσμο και μόνο σε αυτόν. Αντιθέτως, τα δώρα εντός εκκλησίας θεωρούνταν πως ένωναν τον παρόντα κόσμο με τον απεριόριστο κόσμο πέρα από τα άστρα. Επιπλέον, οι δωρέες δεν αφορούσαν μόνο τους πλούσιους. Όλοι οι πιστοί, όλων των κοινωνικών τάξεων, ενθαρρύνονταν να συμβάλουν στην φροντίδα των φτωχών και την συντήρηση της Εκκλησίαως και του κλήρου. Επίσης, η δωρεά στους φτωχούς ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από τη δωρεά σε έναν καθαρά οριοθετημένο πυρήνα συμπολιτών. Ήταν σα συμπαράσταση σε μια ομάδα που γινόταν αντιληπτή τόσο απεριόριστη και σιωπηλή όσο ο ίδιος ο παράδεισος.
Ακόμα και πριν την μεταστροφή του Κωνσταντίνου, αυτές οι αντιλήψεις είχαν καλλιεργήσει ένα διακριτό στυλ δωρεών για θρησκευτικούς σκοπούς σε χριστιανικούς κύκλους. Κατά τη δεκαετία του 250 επιστολές όπως εκείνες επισκόπων σαν τον Κυπριανό (επίσκοπος Καρχηδόνας από το 248 ως το θάνατο του ως χριστιανός μάρτυρας το 258, σ.τ. Μ) έδειχναν πόσο ισχυρός οικονομικός βραχίονας μπορούσε να αναπτυχθεί -μέσω ελεημοσύνης και περιστασιακών εράνων- από κοινότητeς των οποίων η κοινωνική σύνθεση ήταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, περιορισμένη στους μετρίως ευκατάστατους κατοίκους των πόλεων.
Οι πλούσιοι συναντήθηκαν με αυτές τις χριστιανικές κοινότητες κατά τα τέλη του 4ου αι. Αυτή η συνάντηση δεν οδήγησε στην ομαλή απορρόφηση των εκκλησιών στην τροχιά των πλουσίων. Αντιθέτως, εισαγόμαστε σε τρικυμιώδη περίοδο. Μεταξύ των ετών 370 και 430, αντιμετωπίζουμε μια έκρηξη κειμένων σχετικά με το ζήτημα του πλούτου, από συγγραφείς και κήρυκες όπως ο Αμβρόσιος, ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος, και ο Παυλίνος επ.Νόλης, και τους υποστηρικτές του Πελάγιου (μοναχός βρετανικής ή ιρλανδικής καταγωγής, θεμελιωτής της ομώνυμης αίρεσης, βάσει της οποίας η σωτηρία της ψυχής εναπόκειτο στην προσωπική θέληση και μόνο, σ.τ.Μ). Αυτή η έκρηξη ήταν εύλογη. Στις χριστιανικές εκκλησίες της εποχής, διακριτές παραδόσεις δωρεάς και στάσεις έναντι του πλούτου έφταναν σε εποχές πριν την μεταστροφή του Κωνσταντίνου. Συχνά συνδέονταν με χαμηλού προφίλ-στυλ ηγεσίες που υποστηρίζονταν από διακριτά “μεσαίες” [κοινωνικά] ενορίες. Αυτή η χαμηλού προφίλ ηγεσία συχνά προσέκρουε στις προσδοκίες μιας φωτεινής νέας εποχής που έφερναν στις εκκλησίες οι εύποροι και μια μειοψηφία που άρθρωνε έντονο λόγο.
Εξαιτίας αυτού, οι διάσημες αντιπαραθέσεις για τη χρήση του πλούτου στις χριστιανικές εκκλησίες που συνέβησαν εκείνο το διάστημα -όπως εκείνες που συνδέονται με τον Πρισκιλιανό στα 380, με τον Ιερώνυμο τις δεκαετίες του 380 και 390, και με τις διδασκαλίες του Πελάγιου στις αρχές του 400- δεν ήταν απλώς ρητορικά πυροτεχνήματα. Ήταν εντυπωσιακοί στρόβιλοι υποκινούμενοι από τη δύναμη ρευμάτων που έρρεαν βαθιά μέσα στις ίδιες τις χριστιανικές κοινότητες, καθώς νέος πλούτος και νέες ριζοσπαστικές αντιλήψεις έναντι του πλούτου συγκρούονταν με επίμονες, αν και λιγότερο ξεκάθαρα αρθρωμένες συνήθειες του μέσου χριστιανού λαϊκού και του μέσου μέλους του κλήρου.
Εξού και η ειρωνεία της κατάστασης που αναδύθηκε όταν πολύς από τον πλούτο που δημιουργήθηκε τον τέταρτο αιώνα εξατμίστηκε ή άλλαξε τις δομές του στη βίαιη κρίση του 5ου αι. Έχοντας πρόσφατα περάσει από μια περίοδο σχετικής μετριότητας σε μια εποχή ευημερίας, οι χριστιανικές εκκλησίες τώρα έβρισκαν τους εαυτούς τους σε έναν γενικά φτωχοποιημένο κόσμο.
Για το λόγο αυτό μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια διπλή κίνηση εντός των χριστιανικών κοινοτήτων. Καθώς ο 5ος αι. προχωρούσε, οι κεντρικές δομές του ρωμαϊκού κόσμου έχασαν πολλή από τη μυστικιστική τους αίγλη. Οι εντάσεις μεταξύ του ιερού και του κοσμικού που λάνθαναν σε μια γενιά με μεγαλύτερη αυτοποεποίθηση αποκαλύφθηκαν ακόμα πιο καθαρά πλέον. Αντιμέτωπη με μαζικές απώλειες εισοδήματος και μια εκτεταμένη εξασθένιση της εξουσίας της σε μεγάλες περιοχές στη Δύση, η αυτοκρατορική δομή που είχε κληροδοτηθεί από τον 4ο αι. δεν είχε πρόθεση να παραδοθεί. Αντίθετα, η αυτοκρατορία, η Respublica, έπεσε μαχόμενη. Και έπεσε μαχόμενη ως καθαρά κοσμικός θεσμός. Κυβερνητικοί κύκλοι κατέστησαν σαφές ότι δε θα παραχωρούσαν καμία από τις εξουσίες του ρωμαϊκού κράτους στους χριστιανούς επισκόπους. Η απογοήτευση των Αφρικανών επισκόπων τους με την [βυζαντινή] αυλή της Ραβέννας στα 420 και η μνημειώδης οργή του Σαλβιανού της Μασσαλίας (χριστιανός απολογητής που έζησε από τις αρχές ως τα τέλη του 5ου αι., σ.τ.Μ), έναντι των κρατικών αυθαιρεσιών στη Γαλατία και την Ισπανία κατά την όψιμη δεκαετία του 430 μαρτυρούν τη νέα, οξεία διάθεση της εποχής.
Κατά την εποχή αυτή της κρίσης, η στελέχωση των εκκλησιών επίσης αντιμετώπισε προκλήσεις. Οι ζωηρές αντιπαραθέσεις στην Προβηγκία δεν υποκινούνταν μόνο από θεολογικά ζητήματα όπως η Θεία Χάρη, η ελεύθερη βούληση, και το δόγμα του απόλυτου προορισμού (θεμελιωμένο από τον Αυγουστίνο τον 4ο αι. βασιζόταν στην άποψη ότι από το συλλήβδην αμαρτωλό ανθρώπινο γένος ο Θεός είχε προεπιλέξει ορισμένους εκλεκτούς προς σωτηρία, αποτέλεσε πυρήνα της καλβινιστικής εκδοχής της Μεταρρύθμισης τον 16ο αι. σ.τ.Μ). Περιελάμβανε επίσης μια έντονη αντιπαράθεση σχετικά με τη φύση της χριστιανικής ηγεσίας σε μια εποχή που είχε αλλάξει. Αυτό το πρόβλημα είχε έρθει στην επιφάνεια στα 430 από τη σύγκρουση μεταξύ των αριστοκρατικών ιδανικών περί ηγεσίας (συνδεόμενων με ένα ζωηρό μοναστικό κίνημα) και τα πιο παλιομοδίτικα, πληβειακά πρότυπα των χριστιανικών κοινοτήτων που διατηρούνταν στις πόλεις της νότιας Γαλατίας και Ισπανίας.
Την ίδια περίοδο, η κρίση του 5ου αι. είχε επιφέρει και μια σταθεροποίηση σε τοπικό επίπεδο. Οι ριζοσπαστικές κριτικές απέναντι στον πλούτο εγκαταλείφθηκαν. Αντί να καταγγέλλουν τη διαβολική προέλευση του πλούτου και να επιμένουν στην πλήρη απάρνηση του, οι συγγραφείς του 5ου αι. έφτασαν να υπογραμμίζουν πώς ο πλούτος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη σταθεροποίηση της χριστιανικής κοινότητας. Σε μεγάλες πόλεις, όπως η Ρώμη, η προσέγγιση των φτωχών, που κάποτε έπαιρνε τη μορφή της φροντίδας μόνο για τους εξαθλιωμένους, αργά μα σταθερά άλλαξε τη λειτουργία της έτσι ώστε να περιλάβει τη φροντίδα του μέσου πολίτη σε συνθήκες πίεσης.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, η μεγαλύτερη έκπληξη συνέβη κατά τον όψιμο 5ο αι. Οι ηγέτες της εκκλησίας συνειδητοποίησαν πως εκείνοι -κι όχι οι μεγάλοι κοσμικοί γαιοκτήμονες των οποίων οι περιουσίες προηγουμένως επισκίαζαν κατά πολύ την περιουσία της εκκλησίας- ήταν, επιτέλους, πραγματικά πλούσιοι. Η κατάρρευση των παραδοσιακών αριστοκρατιών άφησε την εκκλησία σε μια μοναδική θέση. Οι διοικητικές και ιδεολογικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν από τόσους επισκόπους και κληρικούς στα τέλη του 5ου και 6ου αι. για να αξιοποιηθεί στο έπακρο η νέα αυτή κατάσταση -από τους πάπες της Ρώμης και γνωστές μορφές όπως ο Γρηγόριος της Τουρ, μέχρι ανερχόμενους κληρικούς από μέρη μακρινά όπως η Mérida, η Πάδοβα και το Metz– ήταν πραγματικά αξιοσημείωτες. Ήταν μια εποχή επισκόπων-διαχειριστών και του κληρικού προσωπικού τους. Μπορούμε ακόμα να θαυμάσουμε την ικανότητά τους ως διοικητών και οικοδόμων των φωτεινών ναών στην Ιταλία και αλλού. Ωστόσο το μυστικό της επιτυχίας τους δεν ήταν μια απόλυτη καινοτομία. Η αντίληψη του ιερού χαρακτήρα του συλλογικού πλούτου της εκκλησίας που άνθισε εκείνη την περίοδο, πήγαινε πίσω πολλούς αιώνες στην αντίληψη περί συλλογικής φύσης του πλούτου των πιστών που είχε διατηρηθεί πεισματικά, στο όνομα της φροντίδας των πιστών, μεταξύ των περισσότερο χαμηλού προφίλ εκκλησιών του τρίτου και τέταρτου αιώνα.
Ήταν το βάρος του νέου συλλογικού πλούτου, συνδυασμένου με την υποστήριξη μιας νέας ομάδας κοσμικών δωρητών -προερχόμενων από διάφορα κοινωνικά στρώματα, αλλά πιο διακριτά από τη νέα αριστοκρατία της μετα-αυτοκρατορικής Δύσης- που άσκησε μια διακριτική και συνεχή πίεση στις εκκλησίες της Δύσης γύρω στο 600 μ.Χ. Αυτή η πίεση σηματοδότησε τη μεγάλη στροφή προς το Επέκεινα που θεωρείται πως σηματοδοτεί το τέλος του αρχαίου κόσμου και την αρχή του Μεσαίωνα. Καθοδηγούμενοι από έναν κλήρο ολοένα και πιο εμφατικά διαφορετικό από τους ίδιους σε κουλτούρα και τρόπο ζωής, οι λαϊκοί έψαξαν νέους τρόπους να επενδύσουν τον πλούτο τους πέραν του τάφου για να σώσουν την ψυχή τους. Όπως είχε καταστήσει σαφές ο Thorstein Eriksson στις τελευταίες στιγμές του, ο πλούτος για την εκκλησία και τους φτωχούς είχε γίνει πλούτος για τους νεκρούς.
Το βιβλίο αυτό επεδίωξε να φέρει τους αναγνώστες πίσω σε αυτούς τους αιώνες, χοντρικά μεταξύ 350 και 550. Αυτό σημαίνει την είσοδο σε έναν πολύ αρχαίο Χριστιανισμό. Ήταν εκείνος ο κόσμος στον οποίο διαμορφώθηκε για πρώτη φορά το αμάλγαμα ιδεών που οι μεσαιωνικοί άνθρωποι θεωρούσαν δεδομένο. Όπως είδαμε, αυτές οι ιδέες αναδύθηκαν αργά, με έναν τρόπο διστακτικό και γεμάτο συγκρούσεις, πολύ διαφορετικό από τον τρόπο με τον οποίο αργότερα θα διαδίδονταν στον θριαμβεύοντα χριστιανισμό της Λατινικής Δύσης και τις διάφορες εκδοχές του χριστιανισμού σε πιο σύγχρονους καιρούς. […]
Μετάφραση – Επιμέλεια: Δύσκολες Νύχτες