Ο θάνατος του Μαρά
Τα ξημερώματα στις 13 Ιούλη 1793 εμφανίστηκε μια ψηλή νεαρή γυναίκα μπροστά από την κατοικία του Μαρά στο δρόμο των Παριζιάνων Φραγκισκανών. Ήταν όμορφη, όμως, στο πρόσωπό της η γυναικεία γοητεία μετριαζόταν από μια «αμαζονική» αυστηρότητα…
Στις 13 του Ιούλη 1793, δολοφονήθηκε ο Ζαν Πολ Μαρά, ο επονομαζόμενος «Φίλος του Λαού» ηγετική μορφή της Γαλλικής αστικής Επανάστασης. Με αφορμή την επέτειο μεταφέρουμε το σχετικό κεφάλαιο από το εξαιρετικό βιβλίο του Σάντορ Φέκετε «Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2020).
Τα ξημερώματα στις 13 Ιούλη 1793 εμφανίστηκε μια ψηλή νεαρή γυναίκα μπροστά από την κατοικία του Μαρά στο δρόμο των Παριζιάνων Φραγκισκανών. Ήταν όμορφη, όμως, στο πρόσωπό της η γυναικεία γοητεία μετριαζόταν από μια «αμαζονική» αυστηρότητα. Κατά τη διάρκεια της μέρας είχε έρθει άλλες δύο φορές να παραδώσει ένα γράμμα στον Μαρά, ζητώντας να την δεχτεί σε σχέση με κάποια σπουδαία υπόθεση που αφορούσε τη δημοκρατία, αλλά δεν την άφησαν να μπει. Τώρα, πάλι περίμενε μπροστά από το ετοιμόρροπο σπίτι, όπου πηγαινοέρχονταν τυπογράφοι, διανομείς εφημερίδων και κουρελιασμένοι άνθρωποι.
Την ώρα αυτήν ο Μαρά καθόταν στην μπανιέρα του και προσπαθούσε ν’ απαλύνει τον πόνο που του προκαλούσε κάποια δερματοπάθεια. Τα βιβλία του ήταν σκόρπια πάνω σ’ εταζέρες φτιαγμένες πρόχειρα από σανίδια, τα υγρά ακόμα φύλλα των φρεσκοτυπωμένων εφημερίδων πάνω στα τραπέζια μαρτυρούσαν το τέλος μιας εξαντλητικής μέρας. Αλλά ο Μαρά ούτε στην μπανιέρα του ξεκουραζόταν. Καλυμμένος μ’ ένα σεντόνι γεμάτο λεκέδες από μελάνι, ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια κάθετα τοποθετημένη σανίδα -έτσι που μόνο το κεφάλι, οι ώμοι και το δεξί του χέρι φαίνονταν- και έγραφε μανιωδώς. Πρότεινε να δικαστούν και οι τελευταίοι Βουρβόνοι από τη Συμβατική. Ένα μαντίλι κάλυπτε και τώρα το μέτωπό του και στο χλομό ασθενικό πρόσωπό του μόνο τα φλεγόμενα μάτια αποκάλυπταν την τρομακτική ένταση του πάθους και του θυμού του.
Τελευταία δεν πήγαινε στη Συμβατική, έπρεπε να φροντίζει τον εαυτό του, ούτως ή άλλως, δεν εμπιστευόταν πολύ το σώμα των αντιπροσώπων. Μισούσε τον Δαντόν, όπως ένας ανένδοτος οπαδός των πιο προωθημένων στόχων της επανάστασης μισεί τον επαναστάτη που υπό προϋποθέσεις είναι πρόθυμος και για συμβιβασμούς, αλλά τον περιφρονούσε κιόλας, όπως ένας άνθρωπος που μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και στις στερήσεις περιφρονεί αυτόν που απολαμβάνει τη ζωή με όλα τα μέσα. Αν και δεν ήταν δυνατό να κατηγορήσει κανείς τον Ροβεσπιέρο για ναρκισσισμό, όμως, ο φιλάρεσκος χαρακτήρας του δεν ήταν μια από τις αιτίες για τους δισταγμούς και τις ταλαντεύσεις του; Ο Σαιν-Ζυστ θα μπορούσε να είναι ανελέητα συνεπής, αλλά μήπως δεν τον εμπόδιζε το ότι κρεμόταν από τα χείλη του δασκάλου του, του Ροβεσπιέρου; Αν ήταν έτσι οι πιο επιφανείς Ιακωβίνοι της Συμβατικής, πώς θα ήταν οι υπόλοιποι; Αν στις 2 Ιούνη οι Αβράκωτοι δεν τους είχαν ενοχλήσει, ακόμα και σήμερα θα κουβέντιαζαν αν είναι συνταγματικός ο αποκλεισμός των Γιρονδίνων.
Και όμως, από τότε οι άνθρωποι των Γιρονδίνων είχαν ξεσηκώσει τη μισή Γαλλία, η Λυών ήταν και πριν στα χέρια τους, τώρα πέρασαν με το μέρος τους το Μπορντώ, η Μασσαλία και η Τουλόν. Από τους 83 νομούς οι 60 εξεγέρθηκαν εναντίον της Συμβατικής, ενώ οι στασιαστές της Βανδέας διέλυαν τη μια μετά από την άλλη τις μονάδες της δημοκρατίας.
Και τι έκανε η Συμβατική; Είναι αλήθεια πως έφεραν νόμο για τη διανομή της κατασχεθείσας γης των εμιγκρέδων, ότι έστειλαν πιο τολμηρούς Ιακωβίνους στην Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας, ανάμεσά τους και τον Σαιν-Ζυστ, αλλά ακόμα και τώρα έτρεμαν να επιβάλλουν την επανάσταση με τη βία. Ο Σαιν-Ζυστ έδινε υποσχέσεις πως «η ελευθερία δε θα είναι τρομακτική απέναντι σε όσους αφόπλισε». Δεν άξιζαν δεκάρα τέτοιες φράσεις, η ελευθερία έπρεπε να είναι ανελέητη, αλλιώς δεν μπορούσε να νικήσει. Αλλά αυτοί φοβούνταν την επιβολή της επανάστασης με κάθε μέσο. Ψήφισαν νέο Σύνταγμα που υποσχόταν κάθε είδους δικαιώματα, τη στιγμή που η επανάσταση είχε μόνο ένα καθήκον και δικαίωμα: Να πνίξει στο αίμα κάθε προσπάθεια να την ανατρέψουν.
Τέτοιες ήταν άραγε οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του Μαρά, καθώς -χωρίς να έχει την παραμικρή υποψία- ζούσε τις τελευταίες ώρες της ζωής του; Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Αλλά αυτές οι ιδέες χαρακτήριζαν κάθε πρόταση της εφημερίδας του, αυτές οι σκέψεις διέπνεαν όλη του τη ζωή, γιατί ήταν άνθρωπος που ταύτιζε τον εαυτό του με την υπόθεση που υπηρετούσε.
Όταν άκουσε μια άγνωστη γυναικεία φωνή ν’ αναφέρεται στο «φίλο του λαού», ενώ η σύντροφός του δεν ήθελε ν’ αφήσει την επισκέπτρια να περάσει, θυμήθηκε τα δύο γράμματα της γυναίκας που ζητούσε ακρόαση και της επέτρεψε να περάσει.
Η Σαρλότ Κορντέ (Charlotte de Corday) μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο. Δεν αντιλήφθηκε τίποτα που θα μπορούσε να κλονίσει την απόφασή της. Η θέα του άρρωστου άντρα μόνο αποστροφή θα της προκαλούσε, η χτυπητή φτώχεια μέσα στην κατοικία δεν μπορούσε να ξυπνήσει τη συμπόνια της -αν και ευγενικής καταγωγής, μεγάλωσε και η ίδια μέσα σε στερήσεις. Με αποφασιστική φωνή διαμήνυσε στον Μαρά πως γνωρίζει τους πρεσβευτές που υποκινούν τις ταραχές στην Καν (Caen). Όσο ο Μαρά έγραφε τα ονόματα που του υπαγόρευε, η Κορντέ με απίστευτη δύναμη κάρφωσε το μαχαίρι στην καρδιά του μισητού εχθρού της.
Ο Μαρά κραύγασε με όλη του τη δύναμη, αλλά μέχρι να φτάσει η γυναίκα του ήταν πλέον αργά. Ένας από τους υπαλλήλους του Μαρά χτύπησε τη δολοφόνο -που είχε κρυφτεί πίσω από μια κουρτίνα- και την έριξε αναίσθητη. Συντετριμμένοι από το έγκλημα, οι κάτοικοι του κτηρίου μαινόμενοι για εκδίκηση παρέδωσαν την Κορντέ στο στρατό. Κάλεσαν χειρούργους, αλλά ούτε αυτοί κατάφεραν να σταματήσουν την αιμορραγία. Έβγαλαν νεκρό τον Ζαν Πωλ Μαρά από το κατακόκκινο νερό της μπανιέρας, που είχε μετατραπεί σ’ ένα τρομερό λουτρό αίματος.
Η Σαρλότ Κορντέ καυχιόταν για την πράξη της χωρίς την παραμικρή μεταμέλεια. Είχε μια προκήρυξη μαζί της, καρφιτσωμένη πάνω στα στήθη της, όπου δήλωνε πως, σκοτώνοντας τον Μαρά, θέλει να καταφέρει «πλήγμα» στο κόμμα των Ορεινών και να κλονίσει τον Δαντόν και τον Ροβεσπιέρο, αυτούς τους «ληστές που κάθονται σ’ αιμάτινο θρόνο», θεωρούσε ηρωική την πράξη της και ότι ήταν ταγμένη από τη μοίρα γι’ αυτήν. Επηρεαζόταν από ένα περιβάλλον Γιρονδίνων, αλλά τα συναισθήματά της την έδεναν περισσότερο με τη μοναρχία. Πριν την εκτελέσουν, δέχτηκε με περηφάνια ν’ αποθανατίσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ο ζωγράφος Χάουερ (Johann Jakob Hauer, 1751-1829). Ταράχτηκε για μια στιγμή όταν αντίκρισε την γκιλοτίνα, αλλά ανέκτησε αμέσως την ψυχραιμία της και χωρίς αντίσταση έβαλε το κεφάλι της κάτω από τη λεπίδα. Ο βοηθός του δήμιου χαστούκισε το κομμένο κεφάλι, ενώ άλλοι, με ντροπιαστικό για τους ίδιους τρόπο, έλεγξαν το σώμα της για να δουν αν ήταν αγνή.
Ήταν πράγματι. Όπως και αναμφίβολα πίστευε πως και η ψυχή της ήταν αγνή, θεωρώντας τον εαυτό της μια γυναικεία εκδοχή του Βρούτου, που σκοτώνοντας τον τύραννο σώζει την πατρίδα της. Όμως, η σημασία μιας ιστορικής πράξης εξαρτάται ελάχιστα από τις προθέσεις αυτού που την εκτελεί.
Η Κορντέ ήταν θαρραλέα, αλλά, όπως φαίνεται, η ηθική και η πολιτική υπερέβαιναν τις πνευματικές ικανότητές της. Τον Μαρά τον μισούσε γιατί ο «φίλος του λαού» στο όνομα ενός ανώτερου ιδανικού, της επανάστασης, απαιτούσε και ενθάρρυνε την επιβολή της τρομοκρατίας, δηλαδή την εξολόθρευση των εχθρών της επανάστασης. Η Κορντέ θεωρούσε την τρομοκρατία εκ μέρους της επανάστασης ως μια ανήθικη και ευτελή ιδέα, αλλά με την ενέργειά της υιοθέτησε ακριβώς την ηθική στάση την οποία απέρριπτε: θεώρησε επιτρεπτό -και μάλιστα ηθικό- στο όνομα μιας υποτιθέμενης ορθής ιδέας να σκοτώσει και η ίδια κάποιον που πρέσβευε την αντίθετη άποψη.
Η ίδια, όμως, μοιραία αντίφαση που βρίσκεται ανάμεσα στον ηθικό κανόνα και στον ιδεατό σκοπό, η ίδια αντίφαση δημιουργήθηκε μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και του τι πραγματικά επακολούθησε.
Είναι αλήθεια ότι με το παράδειγμά της κατάφερε να φέρει σε σύγχυση κάποιες παθιασμένες ψυχές. Έτσι, ο Άνταμ Λουξ (Adam Lux)*, εκπρόσωπος των επαναστατών του Μάιντς στο Παρίσι, συντετριμμένος από τη θέα της γυναίκας που την έσερναν στο θάνατο τυλιγμένη σ’ ένα κόκκινο πουκάμισο, την αποθέωσε σ’ ένα λογοτεχνικό έργο για να συμμετέχει στο κοντινό μέλλον και ο ίδιος στη «μαρτυρική κατάληξή της». Η φόνισσα του Μαρά ενέπνευσε και τον Αντρέ Σενιέ (Andre Marie Chenier, 1762-1794), ένα σπουδαίο Γάλλο ποιητή της εποχής, που θα κατέληγε σύντομα και αυτός στην γκιλοτίνα, όπως η Κορντέ και ο Λουξ.
Αλλά η δολοφονία δεν «κλόνισε» το κόμμα των Ορεινών, αντίθετα, το συσπείρωσε και άλλο. Η επαναστατική τρομοκρατία, που απαιτούσε τόσο αποφασιστικά ο Μαρά, την οποία, όμως, η πλειοψηφία της Συμβατικής δίσταζε να εφαρμόσει, μετά από τη δολοφονία του Μαρά και άλλες ενέργειες της λευκής τρομοκρατίας των αντεπαναστατών άρχισε να βρίσκει απήχηση στους οπαδούς της επανάστασης: Η Κορντέ όχι μόνο δεν εκμηδένισε τη μισητή για εκείνη τρομοκρατία, αλλά βοήθησε ν’ αναγνωριστεί ως αναγκαία πολιτική επιλογή. Ακόμα και ο Λαμαρτίνος, ο ποιητής, που με όλες τις δυνάμεις του ταλέντου του προσπαθούσε να υπερασπιστεί τους Γιρονδίνους, ένιωθε αναγκασμένος να παραδεχτεί με λύπη: «Η δολοφονία της Σαρλότ Κορντέ, αντί να θέσει τέλος στην αιματοχυσία, έκοψε τις φλέβες της Γαλλίας.»
Οι δημιουργοί της λατρείας της Κορντέ σφάλλουν, λοιπόν, όχι μόνο επειδή λόγω της μεροληψίας τους δεν κατανόησαν τον ιστορικό ρόλο των Αβράκωτων, της πραγματικής προωθητικής δύναμης της επανάστασης, σφάλλουν και από τη δική τους τη σκοπιά: Το ανώφελο έγκλημα προώθησε πιο αποφασιστικά την εφαρμογή της τρομοκρατίας από την επανάσταση.
Ο μεγάλος ρήτορας των Γιρονδίνων, ο Βερνιώ, όμως, το κατάλαβε αυτό. Όταν, κρατούμενος πια στη φυλακή, πληροφορήθηκε για την πράξη της Κορντέ και την εκτέλεσή της, αναφώνησε: «Μας σκότωσε όλους… Βέβαια», πρόσθεσε, «μας δίδαξε, όμως, πώς να πεθάνουμε.»
Η επανάσταση έφτασε σ’ εκείνη τη φάση όπου μετά από κάθε νέο γεγονός η καθεμιά από τις αντιμαχόμενες πλευρές γίνεται αναγκαστικά πιο άσπλαχνη.
* Μετά από τη μάχη στο Βαλμύ, το Μάιντς καταλήφθηκε από τα στρατεύματα της Γαλλικής Επανάστασης και ιδρύθηκε η Δημοκρατία του Μάιντς, η πρώτη αστική δημοκρατία σε γερμανικό έδαφος. Ο Άνταμ Λουξ στάλθηκε το Μάρτη του 1793 στο Παρίσι μαζί με τους Φόρστερ και Πετόκι (Potocki) για να προωθήσουν την ένωση της Δημοκρατίας του Μάιντς με τη Γαλλία. Ο Λουξ υιοθέτησε μετριοπαθείς θέσεις για την προώθηση της επανάστασης και εναντιώθηκε στο πρόγραμμα και στη διακυβέρνηση των Ιακωβίνων.