«Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν το απόγευμα εκείνο στο κελί 13…» – Η μυθιστορηματική απόδραση 27 στελεχών του ΚΚΕ από τις φυλακές Βούρλων Πειραιά στις 17 Ιούλη 1955
«27 βαρυποινίται και υπόδικοι κομμουνισταί απέδρασαν χθες το απόγευμα από τας φυλακάς Βούρλων της Δραπετσώνας. Διήνοιξαν υπόγειον σήραγγα από του θαλάμου των μέχρι του παραπλεύρως εργοστασίου, από όπου εξήλθον αψόγως ενδεδυμένοι, επεβιβάσθησαν λεωφορείων και εξηφανίσθησαν»…
Σαν σήμερα, στις 17 του Ιούλη 1955 πραγματοποιείται στις φυλακές Βούρλων Πειραιά η μυθιστορηματική απόδραση 27 αγωνιστών – στελεχών του ΚΚΕ. Ήταν η πρώτη φορά μετά το τέλος του εμφυλίου που οι κομμουνιστές έκαναν μια τόσο δυναμική παρουσία. Η εκπληκτική αυτή απόδραση συντάραξε το πανελλήνιο και απασχόλησε για μέρες τα πρωτοσέλιδα του ξένου τύπου. Οι λεπτομέρειες αυτού του παράτολμου, έξω από κάθε λογική εγχειρήματος, ρουφιόντουσαν από το αναγνωστικό κοινό σαν το πιο συναρπαστικό ανάγνωσμα.
Ακολουθεί το πλήρες χρονικό της απόδρασης, περιγραφές, φωτογραφίες, σχεδιαγράμματα, πρωτοσέλιδα εφημερίδων, διηγήσεις, από το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη «Οι μεγάλες αποδράσεις» (εκδ. Τετράδιο, 1976).
***
17 Ιουλίου 1955, ημέρα Κυριακή, ώρα 1 απόγευμα, στους λουτήρες του εργοστασίου «Ντεστρέ», που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τις φυλακές Βούρλων – Δραπετσώνας: Ένα μέρος του τοίχου υποχωρεί στη βάση του, κάτω από τα χτυπήματα που δέχεται, κι ένας άντρας πετάγεται από το άνοιγμά του. Βγάζει με ταχύτητα το μαντήλι που καλύπτει το κεφάλι του, τις πυτζάμες που φορά πάνω από το κοστούμι του, τις κάλτσες που έχει πάνω από τα παπούτσια ―όλα γεμάτα χώματα― τινάζεται και φτιάχνεται. Ένας άλλος πίσω του, που βγαίνει με τον ίδιο τρόπο, κάνει ακριβώς τις ίδιες κινήσεις.
Η σκηνή επαναλαμβάνεται, σε διάστημα μιας ώρας, 27 φορές. Δεν αποχωρούν όλοι μαζί. Μόλις συμπληρώνονται ομάδες των 4-5 προχωρούν στην έξοδο, διασχίζουν το αδιέξοδο πού βγαίνει στην οδό Κανελλοπούλου, βγαίνουν στο δρόμο (που δεν βλέπει φυσικά στις φυλακές) και σκορπίζονται.
Έχουν φύγει περισσότεροι από τους μισούς, όταν καταφτάνει ο φύλακας του εργοστασίου ειδοποιημένος από την 16χρονη κόρη του, που τα έχασε βλέποντας τόσους ανθρώπους να βγαίνουν κυριακάτικα από το κλειστό εργοστάσιο.
— Τι κάνετε εσείς εδώ;
— Είμαστε αστυνομικοί και ήρθαμε να πλυθούμε!
Κι όταν η εξήγηση δεν τον πείθει αναλαβαίνει κάποιος την φύλαξή του μέχρι που να φύγουν όλοι, οπότε τον κλείνει στην τουαλέττα, εξασφαλίζοντας και τη δική του φυγή. Όταν ο φύλακας καταφέρνει να βγει, ο τελευταίος δραπέτης έχει κιόλας σαλτάρει στο λεωφορείο της γραμμής Δραπετσώνα – Λιπάσματα, που έχει στάση ακριβώς απέναντι, κι έχει χαθεί.
Οι σειρήνες των φυλακών θα ηχήσουν μετά μισή ώρα, όταν ο φύλακας με την κόρη του παρουσιαστούν στον αξιωματικό υπηρεσίας και όταν οι υπεύθυνοι των φυλακών πάρουν χαμπάρι πόσοι και πώς δραπέτευσαν.
Οι δραπέτες
Πρωτοσέλιδα οι εφημερίδες την άλλη μέρα αναφέρουν την συνταρακτική είδηση: «27 βαρυποινίται και υπόδικοι κομμουνισταί απέδρασαν χθες το απόγευμα από τας φυλακάς Βούρλων της Δραπετσώνας. Διήνοιξαν υπόγειον σήραγγα από του θαλάμου των μέχρι του παραπλεύρως εργοστασίου, από όπου εξήλθον αψόγως ενδεδυμένοι, επεβιβάσθησαν λεωφορείων και εξηφανίσθησαν» («Τα Νέα»). Και από κάτω εκτενή ρεπορτάζ με φωτογραφίες των δραπετών και του χώρου της απόδρασης.
Τα ονόματά τους: Ανδρέας Μπαρτζώκας, λογιστής, ετών 28, υπόδικος, Γεώργιος Χατζηπέτρου, υδραυλικός, ετών 33, υπόδικος, Αριστοτέλης Γεωργούλιας, έμπορος, τελειόφοιτος Νομικής, ετών 38, υπόδικος, Βαρδής Βαρδινογιάννης, φοιτητής Νομικής ετών 33, υπόδικος, Χαράλαμπος Καλατζής, έμπορος, ετών 28, υπόδικος, Κώστας Λιναρδάτος, δημοσιογράφος, τελειόφοιτος Νομικής, ετών 33, υπόδικος, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, εργάτης, ετών 42, υπόδικος, Γκαστόν Βερναρδής, τελειόφοιτος Ιατρικής, ετών 31, υπόδικος, Μιχάλης Κολοκοτρώνης, αρτεργάτης, ετών 30, υπόδικος, Περικλής Ροδάκης, μεταφραστής, ετών 30, υπόδικος, Βασίλης Δουκάκης, μεταφραστής, ετών 30, υπόδικος, Κώστας Φίλης, καθηγητής Φιλολογίας, ετών 28, υπόδικος, Βασίλης Κάτρης, εργάτης, ετών 30, υπόδικος, Κυριάκος Τσακίρης, φοιτητής Νομικής, ετών 39, υπόδικος, Δημήτριος Πανουσόπουλος, ιδιωτικός υπάλληλος, ετών 26, υπόδικος, Ανδρέας Βελλής, φοιτητής Πολυτεχνείου, ετών 26, υπόδικος, Σταύρος Καρράς, σπουδαστής Πολυτεχνείου, ετών 30, υπόδικος, Σωτήρης Σωτηρόπουλος, κτηματίας, ετών 35, υπόδικος, Σταύρος Σιδέρης, πτηνοτρόφος, ετών 30, υπόδικος, Λεωνίδας Τζεφρώνης, τελειόφοιτος Πολυτεχνείου, ετών 35, υπόδικος, Στυλιανός Πάσιος, σιδηροδρομικός, ετών 31, ισοβίτης, Αλέξης Παπαλεξίου, φοιτητής Ιατρικής, ετών 36, ισοβίτης, Αλέξης Παπούλιας, δικηγόρος, ετών 41, φυλάκιση 15 χρόνια, Γιώργος Γεωργίου, εργάτης, ετών 55, καταδικασμένος δυο φορές σε 10 χρόνια, Παντελής Κιουρτσής, έμπορος, ετών 42, κάθειρξη 15 χρόνια, Αλέξης Λογαράς, γεωπόνος, ετών 29, φυλάκιση 2 χρόνια, Ζήσιμος Κόκλας, δημόσιος υπάλληλος, ετών 40, φυλάκιση 5 μήνες.
Χτύπημα για την Ασφάλεια
Η απόδραση, μεγαλοφυής στο σχεδιασμό και στην εκτέλεσή της, αποτελεί ισχυρό χτύπημα για την Ασφάλεια, η οποία δρα σπασμωδικά. Με δρακόντεια μέτρα που παίρνονται για την σύλληψη των δραπετών σ’ ολόκληρη τη χώρα. Με αυστηρό έλεγχο στα σύνορα. Μ’ ένα άνευ προηγουμένου κύμα συλλήψεων και ερευνών. Με την ένταση των μέτρων ασφαλείας στις διάφορες φυλακές, όπου τότε κρατιόντουσαν πάνω από 5.000 πολιτικοί φυλακισμένοι. Με το αποκορύφωμα της αντικομμουνιστικής υστερίας.
Επικεφαλής του καταδιωκτικού έργου, ο υφυπουργός Εσωτερικών Κώστας Καλαντζής και ο διευθυντής Ασφαλείας Θεόδωρος Ρακιντζής.
Δεν λείπουν και εκείνοι που βρίσκουν την ευκαιρία να ζητήσουν την απαλλαγή της κυβέρνησης Παπάγου από μερικούς ανεπιθύμητους. Με εμπρηστικά δημοσιεύματά της η «Απογευματινή», με διευθυντή τον Σάββα Κωνσταντόπουλο, υποστηρίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η απόδραση θα ήταν αδύνατη χωρίς την υποστήριξη ανθρώπων από την κυβέρνηση.
Τρεις, μέρες μετά την απόδραση, ο εισαγγελέας απαγορεύει την δημοσίευση οποιασδήποτε σχετικής πληροφορίας. Ο Κωνσταντόπουλος που την παραβιάζει οδηγείται στο δικαστήριο, το οποίο όμως κρίνει ότι είναι αναρμόδιο να τον δικάσει και εκείνος συνεχίζει απτόητος τα δημοσιεύματά του.
Η επικήρυξη
Στις 22 Ιουλίου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διάταγμα με το οποίο 26 δραπέτες (ο ένας, ο Σταύρος Σιδέρης, συνελήφθη πριν από την επικήρυξη στο σπίτι που κατάφυγε) , επικηρύσσονται με το νόμο του 1871 «περί ληστοκρατείας», ως «λίαν επικίνδυνοι δια την δημοσίαν ασφάλειαν» με την παρακάτω σειρά και τα αντίστοιχα ποσά:
α) 30.000 δραχ. για τον φόνο ή σύλληψη και 15.000 για την αποτελεσματική κατάδοση των Λ. Τζεφρώνη, Γ. Γεωργίου, Κ. Τσακίρη, Στ. Καρρά, Π. Κιουρτσή.
β) 20.000 δραχ. για τον φόνο ή σύλληψη και 10.000 για την αποτελεσματική κατάδοση των: Γκ. Βερναρδή, Β. Βαρδινογιάννη, Κ. Φίλη, Αρ. Γεωργούλια, Χ. Καλατζή, Κ. Λιναρδάτου, Δ. Μυριανθόπουλου. ‘Αν. Μπαρτζώκα, Α. Παπαπαλεξίου, Στ. Πάσιου, Αλ. Παπούλια.
γ) 15.000 δραχ. για τον φόνο ή σύλληψη και 7.500 δραχ. για την αποτελεσματική κατάδοση των: Γ. Χατζηπέτρου, Β. Κάτρη, Σ. Σωτηρόπουλου, Π. Ροδάκη, Β. Δουκάκη, Α. Βελλή, Δ. Πανουσόπουλου, Μ. Κολοκοτρώνη.
δ) 10.000 δρχ. για τον φόνο ή την σύλληψη και 5.000 δραχ. για την αποτελεσματική κατάδοση των: Αλ. Λογαρά, Ζ. Κόκλα.
Το ίδιο διάταγμα προβλέπει αυστηρές ποινές για εκείνους που θα περιθάλψουν τους δραπέτες.
Η επικήρυξη ωστόσο δεν έφερε άμεσα τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι περισσότεροι βέβαια καταζητούμενοι θα συλληφθούν, αλλά πολύ αργότερα. Είναι οι: Μπαρτζώκας, Χατζηπέτρου, Γεωργούλιας, Βαρδινογιάννης, Καλατζής, Μυριανθόπουλος, Κολοκοτρώνης, Ροδάκης, Δουκάκης, Κάτρης, Τσακίρης, Λογαράς, Κόκλας, Σωτηρόπουλος, Παπαλεξίου, Παπούλιας (oι 13 από κατάδοση και 2, οι Γεωργούλιας και ο Κόκλας, τυχαία). Δέκα θα καταφύγουν στο εξωτερικό, οι: Πάσιος, Πανουσόπουλος, Βελλής, Βερναρδής, Λιναρδάτος, Καρράς, Τζεφρώνης, Κιουρτσής, Φίλης. Και ένας, ο Γεωργίου, θα πέσει από σφαίρα στην προσπάθειά του «να εξέλθη παρανόμως των ελληνικών συνόρων», σύμφωνα με την αστυνομική εκδοχή. (Ο Γεωργίου, που ήταν και ο πιο ηλικιωμένος, πρωτοστάτησε και σε μιαν άλλη μεγάλη απόδραση εξορίστων, το 1937 από την Ανάφη).
Πρώην «οίκος»
Στις φυλακές Βούρλων – Δραπετσώνας κρατιόντουσαν την εποχή εκείνη ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών και ποινικών κρατουμένων.
Οι φυλακές εκείνες ήταν μέχρι την γερμανική κατοχή πασίγνωστος οίκος ανοχής. Και υπήρξε εποχή που φιλοξενούσε πάνω από 150 γυναίκες! Ήταν στην πλειοψηφία τους μικρασιάτισσες που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα με την καταστροφή και που οι «προστάτες» που τις μάζεψαν τις έριξαν στα Βούρλα. Ο χώρος που κτίστηκαν οι μοντέρνοι για την εποχή εκείνη «ναοί της Αφροδίτης» ανήκε στην οικογένεια του μετέπειτα υπουργού και πρωθυπουργού Πιπινέλη.
Οι Ιταλοί και Γερμανοί τον μετάτρεψαν σε φυλακές για τους αγωνιστές της Αντίστασης και μετά την αποχώρησή τους τον παράλαβαν οι ελληνικές αρχές για τις δικές τους ανάγκες.
Οι φυλακές χωριζόντουσαν σε 3 ακτίνες με 24 κελιά η κάθε μια και με 4-6 φυλακισμένους το κάθε κελλί.
Στην πρώτη ακτίνα ήταν οι ποινικοί, στη δεύτερη οι τοξικομανείς και στην τρίτη οι «αμετανόητοι κομμουνιστές» — καταδικασμένοι και υπόδικοι. Οι τελευταίοι ήταν συνολικά 132.
Πώς άρχισε
Η απόδραση άρχισε να συζητιέται τρεις περίπου μήνες πριν. Αρχικά από έναν πυρήνα 5 κρατουμένων, που έγιναν έπειτα 9, 12, για να προστεθούν προς το τέλος εκείνοι που συμπλήρωσαν τον αριθμό 27.
Οι περισσότεροι κρατούμενοι, νεαρά στελέχη του κινήματος, όπως άλλωστε φαίνεται και από την ηλικία τους, δεν γνωριζόντουσαν μεταξύ τους. Είχαν συλληφθεί τον προηγούμενο χρόνο και είχαν διασπαρεί σε διάφορες φυλακές.
Από την στιγμή που γνωρίστηκαν και συγκροτήθηκε ο αρχικός πυρήνας, άρχισαν να σκέπτονται τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να φέρουν στα Βούρλα στελέχη του κινήματος που κρατιόντουσαν σε άλλες φυλακές, ώστε να δραπετεύσουν μαζί τους. Το πέτυχαν στην περίπτωση του Τζεφρώνη, αλλά απότυχαν στις περιπτώσεις τον Φλωράκη, Λουλέ, Δάλλα. Η Ασφάλεια ανάφερε σαν πρωτοστατήσαντες τους Γεωργίου, Τσακίρη, Τζεφρώνη, Βαρδινογιάννη, Καρρά, Βερναρδή, Φίλη. Οι δικές μου πληροφορίες δεν μου επιτρέπουν να δώσω με βεβαιότητα τα ονόματα του αρχικού πυρήνα. Λογικό όμως είναι να δεχτούμε ότι οπωσδήποτε μέσα στους πρωτοστατήσαντες βρίσκονται εκείνοι που έμεναν στο κελλί που ανοίχτηκε η τρύπα.
«Δουλέψαμε σαν μια ομάδα συλλογικά με αυστηρό καταμερισμό και με πάρα πολύ αίσθημα επαγρύπνησης και συνωμοτικότητας, λέει πάνω σ’ αυτό ο Τζεφρώνης. Δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιος ήταν ο πρώτος και ποιος ο δεύτερος. Ο καθένας δούλευε στο πόστο του. Κανένας δεν είχε την αίσθηση ότι κάνει κάτι ξεχωριστό, ανεξάρτητα από το σύνολο. Το παραμικρό λάθος ενός μπορούσε να σταθεί καταστροφικό για όλους μας».
Γιατί έγινε
Ποιοί λόγοι επέβαλαν την απόδραση;
«Ο ψυχρός πόλεμος, λέει σήμερα ο Τσακίρης, βρισκόταν στο κατακόρυφο. Οι Αμερικανοί εξεβίαζαν εκτελέσεις, κυρίως γι’ αυτούς που έμπαιναν απ’ έξω. Και υπήρχαν πληροφορίες ότι η κυβέρνηση Παπάγου το είχε αποδεχτεί».
Και ο Σιδέρης:
«Η απόδραση είχε τον χαρακτήρα της απάντησης σε μια δημαγωγία της αντίδρασης που μέσω των υπηρεσιών Ασφαλείας διακήρυττε την εποχή της σύλληψής μας, ότι κατάφερε το οριστικό χτύπημα και την εξάρθρωση των παράνομων μηχανισμών του Κόμματός μας. Προείχε ακόμη η συνέχιση της προσπάθειάς μας, που ανακόπηκε από τη σύλληψή μας, για τη διεύρυνση και ανασυγκρότηση, όπου δεν υπήρχαν, των οργανώσεων του Κόμματος. Επιπλέον η απόδραση μας μετάθετε τον χρόνο της προετοιμαζόμενης δίκης και απότρεπε τυχόν εκτελέσεις συντρόφων μας που είχαν έρθει από το εξωτερικό».
Το Κόμμα
Το Κόμμα, ναι, λένε οι περισσότερες μαρτυρίες, το ήξερε. Δεν δόθηκε εντολή για δραπέτευση. Οι υπόδικοι απλώς έκαναν γνωστή την απόφασή τους να αποδράσουν. Το ίδιο ωστόσο βράδυ της απόδρασης η «Ελεύθερη Ελλάδα», ο παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός του Κ.Κ.Ε., έκανε την παρακάτω έκκληση: «Καλούμε τον λαό και όλους τους πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές».
«Όλο σχεδόν το βάρος έπεσε σε μας τους ίδιους, λέει ο Τζεφρώνης. Ακόμα και το οικονομικό. Κάναμε ένα ειδικό «ταμείο» για τη δίκη και μαζεύαμε ό,τι μπορούσαμε από τους δικούς μας. Από το ταμείο αυτό πήραμε φεύγοντας 1500 δραχμές ο καθένας. Μερική βοήθεια είχαμε απ’ έξω, σε προσωπικό επίπεδο. Δυο κοπέλες π.χ., αρραβωνιαστικές κρατουμένων, μας έδωσαν πληροφορίες για τους γύρω χώρους και μας προμήθεψαν μερικά είδη απαραίτητα στο εγχείρημά μας (ηλεκτρικές στήλες, λαμπάκια κλπ.) ».
Συνωμοτικότητα
Οι δραπέτες τήρησαν αυστηρά όλους τους κανόνες της συνωμοτικότητας. βασίστηκαν στην εφευρετικότητά τους και ευνοήθηκαν, όπως γίνεται, σε μια σειρά από συμπτώσεις.
Το άνοιγμα της σήραγγας κράτησε ακριβώς τέσσερες μήνες. Αν υπολογίσουμε όμως και τον καιρό της προετοιμασίας η όλη υπόθεση φτάνει τους επτά μήνες.
Όπως είναι φυσικό εκείνοι που μπήκαν πρώτοι στο σχέδιο ήταν οι υπόδικοι. Είκοσι από τους είκοσι δύο υπόδικους που υπήρχαν στην ακτίνα κατάφεραν τελικά να δραπετεύσουν. Προς το τέλος προστέθηκαν και μερικοί καταδικασμένοι ― κυρίως όσοι ήταν βέβαιο ότι είχαν κάπου να πάνε βγαίνοντας.
Γνώριζαν ότι με την απόδρασή τους έμπαιναν σε μια περιπέτεια, πράγμα άλλωστε πού επιβεβαιώθηκε με την επικήρυξή τους. Και την αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Όχι μόνο οι είκοσι υπόδικοι, αλλά και οι υπόλοιποι, μερικοί από τους οποίους ήθελαν λίγους μήνες ν’ απολυθούν ― όπως ο Λογαράς και ο Κόκλας.
Το σχέδιο
Από τη στιγμή που διάλεξαν σαν τρόπο απόδρασης το άνοιγμα της σήραγγας, άρχισε ο σχεδιασμός της πορείας που θα έκαναν κάτω από τη γη. Με στοιχεία που τους έδωσαν οι δυο κοπέλες, αλλά και με δικούς τους υπολογισμούς πάνω από την ταράτσα της φυλακής (όταν ανέβαιναν να πάρουν την μπάλα του βόλλεϋ που έριχναν επίτηδες), σχημάτισαν μια ολοκληρωμένη εικόνα του χώρου και προχώρησαν στο οριστικό σχέδιο. Με τις μαθηματικές γνώσεις που είχαν οι περισσότεροι, δεν ήταν και τόσο δύσκολο.
Το έργο θ’ άρχιζε από το γωνιακό κελί 13 της δυτικής πτέρυγας, που βρισκόταν κοντύτερα από κάθε άλλο στον εξωτερικό τοίχο των φυλακών και απέναντι από το εργοστάσιο «Ντεστρέ».
Έπρεπε στο τσιμεντένιο δάπεδό του να ανοιχτεί μια τρύπα, να σχηματιστεί ένα «πηγαδάκι» βάθους 3 μέτρων, απ’ όπου θ’ άρχιζε μια σήραγγα διαμέτρου 80 εκατοστών και μήκους Ι8—Ι9 μέτρων.
Η πορεία τής υπόγειας σήραγγας: αφού θα περνούσε κάτω από τα θεμέλια του τοίχου της φυλακής και του εξωτερικού μαντρότοιχου, θα διάσχιζε την οδό Δογάνη, θα περνούσε τον τοίχο του «Ντεστρέ» και θα κατάληγε στους λουτήρες.
Στο κελί 13, που σήκωσε το βασικό βάρος της δουλειάς έμεναν οι Βαρδινογιάννης, Μπαρτζώκας, Μυριανθόπουλος, Σιδέρης και, λίγο αργότερα, ο Κολοκοτρώνης.
Άμεσοι συνεργάτες το κελί 14 με τους Τσακίρη, Τζεφρώνη, Βερναρδή, Σωτηρόπουλο, Καρρά, Βασιλόπουλο. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η σύνθεση του 14 άλλαξε αρκετές φορές κι ότι είχε ληφθεί μέριμνα να υπάρχουν σύνδεσμοι σε κάθε κελί.
Η τρύπα αποφασίστηκε ν’ ανοίξει κάτω από το κρεβάτι του Μπαρτζώκα, που βρισκόταν δεξιά, δίπλα στην είσοδο του κελιού. Το κρεβάτι εκείνο, όπως όλα τα κρεβάτια της φυλακής, δεν ήταν παρά τρεις μετακινούμενες σανίδες στηριγμένες πάνω σε τρία τσιμεντένια τοιχάκια. Ο χώρος (κάπου 70Χ50 εκατοστά) ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο τοιχάκι διαλέχτηκε για το άνοιγμα της τρύπας.
Τα εργαλεία της δουλειάς, ήταν στη φάση αυτή ένα κοπίδι και ένα τσαγγαράδικο σφυρί, από έκείνα που έπαιρναν από το εργαστήριο της φυλακής για διάφορα μαστορέματα. Αργότερα, όταν προχώρησαν στο σκάψιμο, απόκτησαν ένα πικούνι κι ένα σκεπάρνι.
Η αρχή
Το πρώτο χτύπημα δώθηκε στις 17 Μαρτίου, ένα απόγευμα που είχε οργανωθεί, ειδικά για την περίσταση, ένας θορυβώδης αγώνας βόλλεϋ, στο εσωτερικό προαύλιο, ακριβώς έξω από τα κελιά, που είχε παρασύρει και τους φύλακες με τις συναρπαστικές φάσεις του.
Την ίδια ώρα ένα ραδιόφωνο έπαιζε στην διαπασών, ενώ ο «φαναρτζής» είχε βρεί την ώρα να χτυπάει όσο πιο δυνατά μπορούσε, δουλεύοντας τα «σουβενίρ» που κατασκεύαζε.
Ο ρόλος του καθενός είχε μελετηθεί όσο γινότανε καλύτερα. Ο πιο σοβαρός, την ημέρα εκείνη, ήταν των δυο που είχαν αναλάβει ν’ ανοίξουν την τρύπα. Έπειτα από πολύ κόπο και αγωνία το τσιμεντένιο δάπεδο (10 εκατοστά πάχος) υποχώρησε. Στην αρχή μια μικρή τρυπίτσα, που όσο πήγαινε και άνοιγε περισσότερο. Την πρώτη εκείνη μέρα δεν προχώρησαν πολύ. Κάλυψαν την τρύπα μ’ ένα κόντρα πλακέ, τράβηξαν την κουβέρτα του κρεβατιού μέχρι κάτω, έτσι που η θέα προς την τρύπα έκλεισε. Τις ημέρες που ακολούθησαν έφτιαξαν στο πλυσταριό της φυλακής μια τσιμεντένια πλάκα ενισχυμένη με σιδερένιες βέργες, από υλικά πού ζήτησαν για βελτιώσεις των φυλακών που μηχανεύτηκαν, και την εφάρμοσαν στη μπούκα του «πηγαδιού» που άρχισε να χάσκει κάτω από το κρεβάτι του Μπαρτζώκα. Το καμουφλάρισμα συμπληρωνόταν με καθημερινό ασβέστωμα —γιά «λόγους καθαριότητος»— σ’ όλες τις γωνιές ώστε το δάπεδο του κελιού να φαίνεται ομοιόμορφο.
Στο έργο
Δυο-τρεις κράταγαν τσίλιες, στο εσωτερικό του κελιού και στο προαύλιο, και ένας, ντυμένος μια παλιοφόρμα, έσκαβε. Πρώτα ένα κάθετο πηγάδι βάθους δυο περίπου μέτρων και μετά η σήραγγα.
Στο πόδι του «σκαφτιά» ήταν δεμένος ένας σπάγγος που κρατούσε ο πιο κοντινός τσιλιαδόρος —κατά κανόνα ο Μπαρτζώκας— που καμωνόταν ότι αναπαυόταν ή διάβαζε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Τρία τραβήγματα του σπάγγου σήμαιναν κίνδυνο. Μόλις γινόταν κάτι τέτοιο ο κρατούμενος που έσκαβε ανέβαινε γρήγορα απάνω ή, ανάλογα με τον κίνδυνο, έμενε κάτω σε ακινησία. Κλεινόταν με ταχύτητα η τρύπα και το κελί ξανάβρισκε τον συνηθισμένο ρυθμό του.
Για τις περιπτώσεις πού ήταν αδύνατη η άνοδος του σκαφτιά είχαν κατασκευάσει μια κούκλα και την έχωναν κάτω από τις κουβέρτες, δίνοντας την εντύπωση ότι εκείνος που έλειπε κοιμόταν. Και καθώς οι έφοδοι γινόντουσαν συνήθως με μια ματιά από το παραθυράκι της πόρτας του κελιού, δεν ήταν εύκολο για —τον φύλακα να υποψιαστεί το παιχνίδι που του παιζόταν.
Δεν μπαινόβγαινε ο καθένας στο κελί 13. Ένας, ο Τζεφρώνης, ήταν ο σύνδεσμος με τούς μυημένους στα υπόλοιπα κελλιά, ενώ ο «Δήμαρχος» της ακτίνας, ο Παπούλιας, που έμενε στο κελί 1, το πρώτο στην είσοδο της ακτίνας, φρόντιζε στις κρίσιμες στιγμές ν’ απασχολεί τον φύλακα, ενώ το βράδυ κουμαντάριζε, κατά τις ανάγκες και του «έργου», τις ομάδες καθαριότητας που, κοντά στ’ άλλα, έπρεπε να εξαφανίσουν το υλικό που έβγαινε από την σήραγγα.
Προβλήματα
Το σκάψιμο δεν ήταν εύκολο. Είχε μπει ένα αρχικό πλάνο για 20 πόντους σκάψιμο την ημέρα, που στην πράξη έβγαινε αδύνατο, και κάποτε χρειάστηκε να προστεθούν νυχτερινές βάρδειες για να προχωρήσει η δουλειά.
Γιατί δεν είχαν να κάνουν πάντα με μαλακό χώμα. Στην αρχή συνάντησαν ασβεστόλιθους, έπειτα ανάκατα χώματα και πέτρες —μεγάλες και μικρές ή και βράχια. Οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, έπρεπε να τα παρακάμψουν, πράγμα που δυσκόλευε και μάκραινε το έργο.
Δεν έλειψαν και τα λάθη. Σε κάποια φάση ξέφυγαν κάπου ενάμισυ μέτρο δεξιώτερα από την πορεία που είχαν διαγράψει. Μια βδομάδα περίπου δουλειά.
Το σκάψιμο γινόταν ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, κι εκείνο που πρόσεχαν ήταν να μην ξεφύγουν προς τα πάνω, οπότε υπήρχε ο κίνδυνος (κυρίως όταν έφτασαν στην οδό Δογάνη) να υποχωρήσει το έδαφος από το βάρος των αυτοκινήτων που περνούσαν.
Τα χώματα και οι πέτρες
Από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν τι θα έκαναν τα χώματα και τις πέτρες που συσσώρευαν. Και να ποιες λύσεις βρήκαν: Αφού ξεχώριζαν το χώμα από τις πέτρες, κρισάριζαν το πρώτο σε τρύπια κουτιά (πάντα κάτω από τη γη), το έριχναν μέσα σε πάνινες σακκούλες —τις «αντέρες», όπως τις έλεγαν— που είχαν φτιάξει οι ίδιοι, τι πέρναγαν στη μέση τους και τις άδειαζαν στα αποχωρητήρια, απ’ όπου κατέβαιναν στους υπονόμους με τη βοήθεια μπόλικου νερού.
Το πράγμα ωστόσο δεν είναι τόσο εύκολο όσο μπορεί να φαίνεται. Τα αποχωρητήρια δεν προσφέρονταν συνέχεια γι’ αυτό τον σκοπό. Σε κάποια φάση οι υπόνομοι βούλωσαν από το πολύ χώμα. Η απόφραξη δεν ήταν οπωσδήποτε δική τους δουλειά. Εκείνοι όμως επέμεναν στη διεύθυνση να την κάνουν οι ίδιοι «για να ’χουν με κάτι ν’ ασχολούνται», όπως έλεγαν. Και το πέτυχαν, χωρίς οι άλλοι να υποψιαστούν τίποτα.
Έμεναν οι πέτρες και τα χαλίκια. Ένα μέρος από αυτά τα χρησιμοποίησαν για ένα μεγάλο πεζούλι που έφτιαξαν στον χώρο του μπάνιου και μερικά τσιμεντένια πλυσταριά, πάντα με την άδεια της διεύθυνσης. Στην επιφάνεια χρησιμοποιούσαν το υλικό που τους διάθεταν και στο εσωτερικό έριχναν τα δικά τους μπάζα. Ζήτησαν άδεια να κάνουν ένα παρτέρι με άνθη στο εσωτερικό προαύλιο, κόντρα στον εξωτερικό τοίχο και παράλληλα να καλλιεργήσουν γλάστρες, και τούς δόθηκε. Σε πολύ λίγο καιρό η ακτίνα γέμισε με γλάστρες. Έφτασαν κάποτε να είναι 20. Ήταν κυρίως γκαζοτενεκέδες, που και πολύ χώμα έπαιρναν αλλά και χαλίκι.
Περίσσευαν οι πανσέδες. Και για όσους ξέρουν από άνθη υπάρχει η εξήγηση: Είναι από τα λίγα άνθη που δεν έχουν ανάγκη από πολύ χώμα. Κοντογέμιζαν τον τενεκέ με χαλίκι, έριχναν ένα στρώμα χώμα, φύτευαν και τους πανσέδες και η γλάστρα ήταν έτοιμη.
Για λόγους ασφαλείας στο λεξιλόγιό τους οι λέξεις χώμα, σβωλάκια, χαλίκια, πέτρες είχαν αντικατασταθεί αντίστοιχα με τις λέξεις ζάχαρι, καρύδι, πατάτες!
Υπολογίζεται ότι ο συνολικός όγκος των χωμάτων, του χαλικιού και της πέτρας που βγήκε από την σήραγγα ξεπερνάει τα 5 φορτηγά αυτοκίνητα!
Φωτισμός κα αέρας
Ήταν το πρόβλημα του φωτισμού και του αέρα στη σήραγγα. Το πρώτο το έλυσαν χρησιμοποιώντας τα μικρά λαμπάκια και τις μπαταρίες που έπαιρναν νόμιμα για να φωτίσουν τα χειροποίητα καραβάκια, τους φάρους και τα άλλα μικροπράγματα που κατασκεύαζαν.
Το δεύτερο, ο αερισμός, παρουσίαζε μεγαλύτερες δυσκολίες. Από ένα σημείο και πέρα η παραμονή αυτού που δούλευε κάτω από τη γη δεν γινόταν να είναι μεγαλύτερη από 10 λεπτά. Την διευκόλυναν με αέρα που κατέβαζαν με τις σαμπρέλλες από τις μπάλλες του βόλλεϋ, με βεντάλιες, με τεχνητούς χειροκίνητους ανεμιστήρες και ό,τι άλλο εφεύρισκαν.
Όσο για το πρόβλημα των υποστηλώσεων το έλυσαν με σανίδες, που αφαιρούσαν από τα ξυλοκρέβατά τους ή με τα τελάρα των παραθύρων, που λόγω καλοκαιριού — υπήρχαν και σιδερένια κάγκελα — είχαν βγει και στιβαχτεί στο προαύλιο.
Οι κίνδυνοι
Η μυστικότητα, η αρτιότητα του σχεδίου και η εγρήγορση, στάθηκαν ασφαλώς οι σημαντικότεροι συντελεστές της επιτυχίας.
Ωστόσο δεν έλειψαν οι κίνδυνοι που τους παραμόνευαν σε κάθε στιγμή.
Μια μέρα ένας από τους μυημένους πάτησε μια πρόκα κα παρά τον ορρό που του έκαναν, έπεσε σε κώμα και άρχισε να παραμιλάει για το έργο! Τα ’χασαν οι άλλοι. Προσπάθησαν να τον συνεφέρουν, τίποτα. Μπήκε το πρόβλημα να εισηγηθούν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο. Τι θα γινόταν όμως αν συνέχιζε το παραμίλημά του; Ευτυχώς ο πυρετός έπεσε έπειτα από μερικές ώρες και ο κίνδυνος πέρασε.
Μια άλλη φορά κάποιος απερίσκεπτος σκαφτιάς δεν πρόσεξε ότι οι σόλες των παπουτσιών του ήταν γεμάτες χώμα και βγήκε στο προαύλιο. Καθώς είχαν μόλις καταβρέξει, τα ίχνη από τα λασπωμένα παπούτσια φάνηκαν έντονα πάνω στο τσιμέντο. Το πήραν χαμπάρι από το 14, όταν πια είχαν κλείσει οι πόρτες των κελλιών. Κινήθηκαν αυτόματα. Πριν κάνει τη βόλτα του προς τα εκεί ο φύλακας, άρχισε κάποιος να φωνάζει ότι τον έπιασε το στομάχι του κι έβγαζε ό,τι είχε φάει, ενώ οι άλλοι σφεντόνιζαν από το παραθυράκι του κελιού προς τα έξω ψωμιά, περισσεύματα από φαγητά, γιαούρτια κι ό,τι άλλο είχαν για να καλύψουν τα ίχνη. Μόλις έφτασε τρέχοντας ο φύλακας και άνοιξε την πόρτα όρμησαν έξω μερικοί για να συνεφέρουν τάχα τον αδιάθετο και άλλοι να καθαρίσουν το προαύλιο που είχε γεμίσει από τους… εμετούς.
‘Εφοδος
Η πιο επικίνδυνη ωστόσο φάση που πέρασε το εγχείρημα άρχισε κάποια ήσυχη νύχτα του Μάη, όταν το περίπολο που έκανε τον ταχτικό περίπατό του γύρω από τη φυλακή άκουσε υπόκωφα χτυπήματα κάτω από την άσφαλτο της οδού Δογάνη. Ειδοποίησε αμέσως τον υπαρχιφύλακα και κείνος διάταξε τον φύλακα να επιθεωρήσει τα κελιά.
Από το κελί 1 που βλέπει στον εσωτερικό χώρο της φυλακής (βλέπε σχεδιάγραμμα) ένας τσιλιαδόρος πρόσεξε την ασυνήθιστη κίνηση και έδωσε σήμα που δεν άργησε να φτάσει στο 13. Ο νυχτερινός σκαφτιάς ανέβηκε αμέσως απάνω, κλείστηκε η μπούκα και το κελί ξαναβρήκε τον συνηθισμένο ρυθμό του. Έτσι, όταν έπειτα από λίγο πέρασε ο φύλακας κι έριξε μια ματιά, τους βρήκε όλους να κοιμούνται.
Η άλλη μέρα άρχισε με συστηματική έρευνα. Η διεύθυνση ήθελε να βεβαιωθεί ότι τίποτα δεν συμβαίνει. Μ’ έναν πρόχειρο υπολογισμό που έκαναν από το σημείο που ακούστηκαν οι υπόγειοι χτύποι, υπόθεσαν, ότι αν προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν τρύπα, θα ξεκίναγαν από το κελί 12 που συνόρευε με δυο εξωτερικούς τοίχους.
Άρχισαν την έρευνά τους από εκεί. Έψαξαν, χτύπησαν τοίχους, δάπεδα. Τίποτα, κανένα ίχνος. Έκαναν το ίδιο και στ’ άλλα κελιά, έφτασαν και στο 13: το ίδιο αποτέλεσμα. Οι υποψήφιοι δραπέτες δούλεψαν καλά. Μετά τη νυχτερινή κίνηση εφάρμοσαν τέλεια την πλάκα κάτω από το κρεβάτι, έκλεισαν τις χαραμάδες με τσιμέντο, ασβέστωσαν τις γωνιές του κελλιού (μια δουλειά που την έκαναν ταχτικά για λόγους, όπως είπαμε καθαριότητας) και περίμεναν.
Τα έργο αναβλήθηκε για δυο βδομάδες περίπου. Στο διάστημα αυτό έγιναν έξη ακόμα έρευνες και μια εκσκαφή στην οδό Δογάνη που δεν απόδωσε τίποτα.
Στη νέα φάση οι υποψήφιοι δραπέτες ήταν πιο προσεκτικοί. Κατάργησαν τις νυχτερινές βάρδιες, ή όταν χρειαζόταν απόφευγαν τούς θορύβους.
Άλλοι κίνδυνοι
Ένας διαρκής κίνδυνος ήταν οι τοξικομανείς, των οποίων τα κελιά ήταν κολλητά σ’ εκείνα της δυτικής πτέρυγας των πολιτικών. Υπάρχει η υποψία, ότι οι αλλεπάλληλες έρευνες που έγιναν, ξεκίνησαν κι από δικά τους «καρφιά».
Κοντά σ’ αυτούς τους κινδύνους και πλήθος άλλοι μικρότεροι και καθημερινοί. Δεν έπαυε αίφνης, να υπάρχει ο κίνδυνος μιας ξαφνικής μεταγωγής, που δεν απόφυγε ένας υποψήφιος για απόδραση, δυο μόλις ημέρες πριν από τη φυγή, ενώ μια ξαφνική αρρώστεια ενός άλλου τον έστειλε τρεις μέρες πριν στο νοσοκομείο.
Υπήρχε ακόμη πάντα ο κίνδυνος —και τον αντιμετώπισαν πολλές φορές— να ζητάει κάποιον η Γραμματεία των φυλακών κι αυτός να βρίσκεται κάτω και να σκάβει. Υπήρχε ο φόβος να πάθει κάποιος κάτι την ώρα που έσκαβε κι άντε να τον ανεβάσεις και τι να του κάνεις… Και υπήρχαν τα απρόοπτα της κάθε στιγμής που αντιμετώπιζαν με θαυμαστή ετοιμότητα.
Δέκα μέρες πριν από το τέλος έπεσαν πάνω σ’ έναν τσιμεντένιο όγκο. Με πολύ προσοχή άνοιξαν στο ύψος του μια τρύπα. Μια μπόχα ξεπετάχτηκε από κει. Ήταν η υπόγεια δεξαμενή για τα απόβλητα των λουτήρων του εργοστασίου. Το κενό του ήταν τεράστιο και ό,τι χρειάζονταν εκείνη τη στιγμή. Διεύρυναν το άνοιγμά του και έριζαν όσα μπάζα είχαν συσσωρεύσει και συσσώρευαν.
Συνεχίζοντας το σκάψιμο αριστερότερα έφτασαν στον τοίχο των λουτήρων. Σε ώρα που το προσωπικό του εργοστασίου είχε φύγει, άνοιξαν μια τρυπίτσα και κατόπτευσαν τον χώρο. Ήταν όπως το είχαν υπολογίσει. Ξανάκλεισαν την τρύπα και σχεδίασαν την τελευταία φάση του εγχειρήματος: Την φυγή. Ήταν Παρασκευή. Διάλεξαν το μεσημέρι της Κυριακής.
Η φυγή
Ετοίμασαν τα ρούχα τους με κάθε άνεση, υπολόγισαν τις κινήσεις τους, σχεδίασαν την σειρά που θα έβγαιναν και περίμεναν την ώρα. Έπρεπε να βγουν αλέρωτοι από την σήραγγα. Οι πυτζάμες πάνω από τα καθαρά ρούχα, οι κάλτσες πάνω από τα παπούτσια και τα κεφαλομάντηλα τους προστάτευαν.
Στις 12 άκριβώς, την ώρα που ο ήλιος έκαιγε, οι περισσότεροι φυλακισμένοι γλάρωναν, ο Παπούλιας, πού ήταν από τους τελευταίους που έφυγε, απασχολούσε με καλαμπούρια τον φύλακα, και το εργοστάσιο ήταν κλειστό, η πρώτη τετράδα άρχισε να σέρνεται με την κοιλιά στην φωταγωγημένη με τα λαμπάκια σήραγγα.
Η ματιά που ρίχνει ο πρώτος στην τρυπίτσα τους καθηλώνει. Η μικρή κόρη του φύλακα είναι εκεί με μια φίλη της και κουβεντιάζουν.
Μια φλυαρία που τραβάει κάπου μισή ώρα. Κάποτε, επιτέλους, φεύγουν. Όταν είναι βέβαιο πως έχουν απομακρυνθεί, ρίχνουν με γρήγορα χτυπήματα ένα μέρος του τοίχου, βγαίνουν ένας—ένας έξω και δίνουν σήμα στην επόμενη τετράδα που αδημονεί.
Δεν ήταν εύκολο το πέρασμα από τη σήραγγα. Χρειαζόταν ευκινησία. Παρά την άσκηση που είχε προηγηθεί, οι δυο εύσωμοι της συντροφιάς (ο Κιουρτσής και ο Ροδάκης) παρά λίγο να σφηνώσουν στα στενά τοιχώματα της σήραγγας.
Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν το απόγευμα εκείνο στο κελί 13. Εικοσιεπτά άνθρωποι πέρασαν από τη μπούκα που είχε ανοιχτεί στο δάπεδο του κελιού, χωρίς να τους αντιληφβεί κανένας από το προσωπικό της φυλακής.
Η κόρη του φύλακα
Ο πρώτος που μυρίστηκε πως κάτι συμβαίνει, ήταν η κόρη του φύλακα που βγαίνοντας με τη φίλη της από τους λουτήρες, περιφερόταν έξω από το εργοστάσιο.
Βλέποντας τους πέντε πρώτους να βγαίνουν από το κλειστό εργοστάσιο ξαφνιάστηκε.
— Τι είστε σεις; ρωτάει.
— Πήγαμε να κάνουμε μπάνιο, είμαστε αστυνομικοί, της λέει ψύχραιμα ένας από τους δραπέτες, χωρίς να σταματήσουν.
Σε λίγο, να και η δεύτερη πεντάδα.
— Εσείς πάλι τι είστε;
— Δαν σου είπαν οι πρώτοι ότι είμαστε αστυνομικοί και ήρθαμε να κάνουμε μπάνιο;
Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Βλέποντας να βγαίνει άλλη μια ομάδα, η μικρή έτρεξε στον πατέρα της, στο σπιτάκι που έμεναν, δίπλα στο εργοστάσιο. Του είπε όσα είδε, κείνος με τή σειρά του έτρεξε στο εργοστάσιο για να ιδεί τι συμβαίνει και ακολούθησε η σκηνή που αφηγήθηκα στην αρχή.
Κλεισμένος στην τουαλέτα, ο τρομοκρατημένος φύλακας, μόλις έφυγε και ο τελευταίος δραπέτης, έβαλε τις φωνές. Τον άκουσε η κόρη του, έτρεξε, τον απελευθέρωσε και οι δυο μαζί, καταλαβαίνοντας πια τι είχε γίνει, έτρεξαν στη φυλακή.
Η κινητοποίηση
Χαρακτηριστικό για το πόσο ασύλληπτο έβρισκαν οι φύλακες το γεγονός της απόδρασης είναι η διάθεση με την οποία δέχτηκε ο φρουρός του υπερυψωμένου πυργίσκου στη γωνία του τοίχου τις φωνές του φύλακα του «Ντεστρέ» Ματθαίου Πλευράκη και της κόρης του, ότι έφυγαν οι κρατούμενοι.
— Άντε παρατάτε με, μεσημεριάτικα!
Οπότε πατέρας και κόρη έτρεξαν στην κεντρική πύλη, μπήκαν μέσα, ανάφεραν στον αξιωματικό υπηρεσίας όσα είδαν, τον κουβάλησαν ως την τρύπα του εργοστασίου όπου είδε τις πεταμένες πυτζάμες, τις κάλτσες και τα κεφαλομάντηλα των δραπετών και κήρυξε συναγερμό. Αλλά ως που να βρουν, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, ποιοι και από που το ’σκασαν πέρασε χρόνος πολύτιμος που επωφελήθηκαν οι δραπέτες για την απομάκρυνσή τους.
Ο Σιδέρης
Ο πρώτος από τους δραπέτες που πιάστηκε, δυο μόλις ημέρες μετά την απόδραση στο σπίτι του ανθρώπου που τον έκρυβε, ήταν ο Σταύρος Σιδέρης. Το ανακοίνωσαν σε έκτακτη έκδοσή τους οι εφημερίδες της 19 Ιουλίου. Την επομένη όμως, που συνέπεσε με την εισαγγελική απαγόρευση, δεν δημοσιεύτηκε τίποτα.
Ο ίδιος ο Σιδέρης αφηγείται σήμερα:
«Μ’ έπιασαν στις 6 η ώρα το πρωί ενώ ξυριζόμουν, στο λουτρό του σπιτιού που κρυβόμουν. Ο άνθρωπος που μ’ έκρυβε έλειπε και είναι βέβαιο, ότι αυτός τους έστειλε. Μου ήταν άγνωστος. Του είχαν πει, ότι θα φυλάξει έναν φοιτητή για ένα μήνα. Μόλις όμως δημοσιεύθηκε η είδηση για την απόδραση φαίνεται πως άρχισε να υποψιάζεται. Είχα αποφασίσει να φύγω από εκείνο το σπίτι, είχα κάνει και τις συνεννοήσεις μου και κείνο το πρωί περίμενα τον σύνδεσμο να με παραλάβει. Αρνήθηκα στους αστυνομικούς πως ήμουν αυτός που ζητούσαν. Είχα πλαστή ταυτότητα. Με πήγαν στο Α΄ Παράρτημα Ασφαλείας Πειραιώς και μ’ έφεραν σ’ αντιπαράσταση με τον άνθρωπο που με φιλοξενούσε. Έφαγα ένα κάρο ξύλο. Από τη στιγμή που βεβαιώθηκαν ποιος είμαι, ήθελαν να τα μάθουν όλα και κυρίως: Που πήγαν οι άλλοι. Ποιοι μας βοήθησαν απ’ έξω. Από που άνοιξε η σήραγγα. Για το τελευταίο αυτό ήρθε και μια ομάδα μηχανικών που διαφωνούσαν για το αν άνοιξε η σήραγγα από μέσα προς τα έξω ή το αντίθετο. Και ήθελαν να τους το πω εγώ. Ήρθε και ο Καλαντζής. Δεν έβγαλαν τίποτα».
Κυρώσεις
Μια από τις πρώτες υποθέσεις που υποστηρίχτηκαν είναι ότι η απόδραση έγινε με μεγάλη βοήθεια από έξω. Και ακόμη, ότι η σήραγγα ανοίχτηκε από το εργοστάσιο προς τις φυλακές.
Η αστυνομία όμως απόκλεισε το τελευταίο. Οπότε οι υποψίες έπεσαν στους άλλους κρατούμενους. Αλλά επειδή αυτοί δεν βρέθηκαν διατεθειμένοι να μιλήσουν —είτε γιατί πραγματικά δεν ήξεραν τίποτα είτε γιατί ήξεραν αλλά δεν ήθελαν διευκολύνουν τους διώκτες τους— ξέσπασαν στο προσωπικό της φυλακής.
Από τους πρώτους που τιμωρήθηκαν ήταν ο διευθυντής των φυλακών Παυλίδης και ακολούθησαν oι φύλακες, που κατά την Ασφάλεια έπρεπε οπωσδήποτε να είχαν βοηθήσει στην απόδραση. Δεν είναι γνωστό τι ανακριτικές μέθοδοι ακολούθησαν για να ομολογήσουν εκείνο που δεν ήξεραν.
Στις 21 Ιουλίου, ωστόσο, τέσσερες ημέρες μετά την απόδραση, δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες μια λακωνική ανακοίνωση του υπουργείου Δικαιοσύνης στην οποία αναφερόταν ότι ένας φύλακας (ο Γ. Βλαχάβας) αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει βάζοντας φωτιά στα ρούχα του που πότισε με βενζίνη, ενώ ένας άλλος (ο Β. Κομματάς) έπαθε διανοητική παράκρουση και χρειάστηκε να τον κλείσουν σε νευρολογική κλινική.
Αντιχτύπημα
Η απόδραση κατατάραξε όχι μόνο το πανελλήνιο άλλά έγινε και πρωτοσέλιδο στον ξένο τύπο. Οι λεπτομέρειες του εγχειρήματος ρουφιόντουσαν από το αναγνωστικό κοινό σαν το πιο συναρπαστικό ανάγνωσμα.
Ήταν η πρώτη φορά μετά το τέλος του εμφυλίου που οι κομμουνιστές έκαναν μια τόσο δυναμική παρουσία. Ήταν όμως η εντυπωσιακή αυτή ενέργεια ανάλογη της δύναμης που διέθετε τότε στην Ελλάδα το Κομμουνιστικό Κόμμα;
«Όχι, υποστηρίζει ένας από τους δραπέτες. Oι οργανώσεις ήταν λίγες και τα χτυπήματα της Ασφάλειας αλλεπάλληλα. Ο σοβαρότερος άλλωστε από τους λόγους που δραπετεύσαμε ήταν ακριβώς η αναδημιουργία των ομάδων που χτυπήθηκαν και χτυπιόντουσαν καθημερινά».
Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι 10 μέρες μετά την απόδραση πιάστηκε ο γιατρός Μανώλης Σιγανός, στέλεχος του ΚΚΕ ο οποίος, όντας φυλακισμένος, ζήτησε και έλαβε προσωρινή άδεια αποφυλάκισης για λόγους υγείας κι’ εξαφανίστηκε.
Ο Καλαντζής το παρουσίασε σαν μεγάλη επιτυχία της Ασφάλειας, υποστηρίζοντας, ότι ο γιατρός είχε άμεση σχέση με την απόδραση, χωρίς ωστόσο αυτό ν’ ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι δυο μέρες πριν από τη σύλληψή του η «Απογευματινή» είχε αναγγείλει με πομπώδεις πρωτοσέλιδους τίτλους την εξαφάνιση του Σιγανού και ζητούσε την τιμωρία εκείνων που του έδωσαν την άδεια.
Τρεις μέρες μετά την σύλληψη του Σιγανού, ανακοινώθηκε μια πιο εντυπωσιακή επιτυχία της Ασφάλειας: η σύλληψη της Ρούλας Ζαχαριάδη, γυναίκας του Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε., η οποία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ήρθε στην Ελλάδα με σκοπό να οργανώσει το παράνομο δίκτυο του Κόμματος.
Με την ίδια ανακοίνωση έγινε γνωστό ότι η Ζαχαριάδη είχε συλληφθεί μαζί με τον Σιγανό. Δεν δόθηκε καμιά εξήγηση για την διήμερη καθυστέρηση της ανακοίνωσης της σύλληψής της. Είναι όμως εύκολο να κατανοηθεί, ότι πέρα από την παρουσίαση μιας ακόμη επιτυχίας, η Ασφάλεια, υπολόγιζε και σε άλλες συλλήψεις.
Υποστηριζόταν τότε από πολλούς, ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης είχε μπει κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να εποπτεύσει προσωπικά στην οργάνωση του παράνομου μηχανισμού. Η «Απογευματινή», μάλιστα, το είχε κάνει πρωτοσέλιδο τίτλο στο φύλλο της 4ης Αυγούστου, βεβαιώνοντας ότι είναι αδύνατη η διαφυγή του από την Ελλάδα.
Υποστηρίζεταί επίσης ότι ο Σιγανός πιάστηκε κατά λάθος από την Ασφάλεια, η οποία πίστευε ότι ο άνθρωπος που κρυβόταν στο ίδιο σπίτι με την Ζαχαριάδη ήταν ο σύζυγός της.
Υποστηρίζεται, τέλος, ότι η Ασφάλεια έλεγχε απόλυτα την κατάσταση και ήταν σε θέση όποτε ήθελε να χτυπήσει.
Όπως και να έχει το πράγμα, γεγονός είναι ότι η απόδραση έδωσε την ευκαιρία στους αντικομμουνιστικούς κύκλους να αναζωπυρώσουν το μένος τους με σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή του τόπου, που δεν έλεγε να ομαλοποιηθεί 6 χρόνια μετά την λήξη του εμφύλιου.
Κι εδώ αγγίζουμε το μεγάλο θέμα του αν ωφέλησε ή έβλαψε ή απόδραση.
Τα κατά και τα υπέρ
Ας πάρουμε πρώτα αυτά που φαίνονται σαν αρνητικά:
Με την ανακοίνωση της απόδρασης άρχισε ένα άγριο ανθρωποκυνηγητό από την μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη.
Φαινομενικός στόχος η σύλληψη των δραπετών. Η Ασφάλεια όμως βρήκε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει για μια ακόμη φορά τους λογαριασμούς της με τον «ξενοκίνητο κομμουνισμό», με σειρά μαζικών ερευνών, συλλήψεων, φυλακίσεων, εκτοπίσεων — δίπλα στην δρακοντοποίηση των μέτρων για την φρούρηση των άλλων πολιτικών κρατουμένων. Η «Απογευματινή» ρίχνει λάδι στην φωτιά:
«Δημιουργείται η ανάγκη —γράφει σε άρθρο της λίγες μέρες μετά την απόδραση— όπως αι ασχολούμεναι με τον κομμουνισμόν υπηρεσίαι κινηθούν προς νέας μεθόδους για την εξουδετέρωσιν του κομμουνιστικού κινδύνου».
Τις αντιδράσεις της Αριστεράς, αλλά και ευρύτερα του δημοκρατικού κόσμου, δίνει με αλλεπάλληλα δημοσιεύματά της η «Αυγή». Στις 23 Ιουλίου δημοσιεύει ερώτηση που κατάθεσαν στη Βουλή έξη βουλευτές των κομμάτων ΦΔΕ, ΕΠΕΚ και Δημοκρατικού σχετικά με τις ομαδικές συλλήψεις και τις παραβιάσεις στοιχειωδών δικονομικών διατάξεων από κρατικά όργανα με αφορμή την απόδραση.
«Όλαι αυταί αι σπασμωδικαί ενέργειαι, αναφέρεται στην ερώτηση, παρουσιάζουν την κυβέρνησιν κατεχομένην από το πάθος της εφαρμογής αντιποίνων και εφαρμόζουσα την απαράδεκτον αρχήν της συλλογικής ευθύνης».
Την άλλη μέρα και τις επόμενες, εκπρόσωποι του πολιτικού και του νομικού κόσμου, μεταξύ των οποίων και ο Α. Σβώλος, στιγματίζουν την επικήρυξη των κρατουμένων που δραπέτευσαν ως ληστών.
Ώσπου στις 31 Ιουλίου η αντικομμουνιστική ψύχωση φτάνει στο αποκορύφωμά της. Η κυβέρνηση, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Θεοφανόπουλου, αποφασίζει την επαναλειτουργία του στρατόπεδου της Γιούρας και στέλνει αρχικά 200 και μετά όλους τους πολιτικούς κρατούμενους που είχαν ποινές πάνω από 15 χρόνια.
Στις 8 Αυγούστου ο Θεοφανόπουλος, σε πείσμα όλου του δημοκρατικού κόσμου που τον επικρίνει, εμφανίζεται σαν απολογητής των Γιούρων, υποστηρίζοντας ότι είναι «υγιεινός τόπος» για κρατούμενους.
Η δίκη
Είκοσι χρόνια μετά το εγχείρημα οι επιζώντες δραπέτες υποστηρίζουν πως η απόδραση έπρεπε να γίνει.
«Οι διώξεις, υποστηρίζουν, θα γινόντουσαν έτσι κι αλλιώς. Η απόδραση ήταν το πρόσχημα κι αν δεν ήταν αυτό θα εύρισκαν κάτι άλλο».
Η δίκη των υπόδικων που αποδράσανε και που συλληφθήκανε σταδιακά έγινε ομαδικά, μαζί με άλλους κομμουνιστές —συνολικά 42 άτομα— το 1960. Η ποινή, για όσους είχαν έλθει από το εξωτερικό, ισόβια. Ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν πια σε ύφεση και δεν δικαιολογούσε θανατικές εκτελέσεις.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback