Γιώργος Κακουλίδης – Ο κομμουνισμός δεν ανήκει στη νοσταλγία
Αν δεν ήμασταν τόσο ευαίσθητοι, θα έπρεπε να κρεμάμε ανάποδα καθέναν νοσταλγό όταν μπροστά σ’ ένα ανθρώπινο πλάσμα που σφύζει από ζωή, εκείνος συμπεριφέρεται σαν να συναντά ένα απολίθωμα. Θα έπρεπε να του μαθαίναμε τι είναι ζωντανό και τι όχι.
Ο Γιώργος Κακουλίδης, εκτός από σημαντικός ποιητής, ξεχώρισε και από τη θέση του σχολιαστή, των κακώς – ενίοτε και… καλώς – κειμένων της εποχής, με την ευαισθησία του, τις ιδιαίτερες προσεγγίσεις και την αιχμηρή πένα του, μέσα από την τακτική στήλη του «Το απόλυτο ρόδο», που οι αναγνώστες του Ριζοσπάστη απολάμβαναν για χρόνια με κάθε Κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας.
Αναδημοσιεύουμε από τη στήλη του ένα εξαιρετικά επίκαιρο κείμενό του, που αν και γράφτηκε τον Ιούνη του 2005, διατηρεί ακέραια την ικμάδα του.
1. Βολεμένοι στη ζωή, καθισμένοι πάνω στα βιβλιαράκια τους, αναστενάζοντας ελαφρά σαν μωρές παρθένες, φαντασιώνονται ηρωικές εποχές, οι διανοούμενοι του έθνους μας. Μιλούν για τον κομμουνισμό με ύφος γεροντοκόρης που βουλιάζει στη νοσταλγία λέγοντας: «Τι ωραία που ήταν τότε!».
2. Οι τεχνικοί της εξουσίας πέρασαν από σαράντα κύματα τον κομμουνισμό, χωρίς να κατορθώσουν να τον αναχαιτίσουν. Αφού δοκίμασαν τα πάντα, από την ωμή προπαγάνδα, το θέαμα, το στομάχι του μικροαστού, τη θρυλική βασιλεύουσά τους, που είναι η βία, τώρα πλησιάζουν με το χαρτί της νοσταλγίας αυτή την κόρη της λησμονιάς που όλους τους αρπάζει και τους καθηλώνει.
3. Η νοσταλγία των πρώην Αριστεριστών για τον κομμουνισμό έχει τις ρίζες της στα κινούμενα σχέδια, από τον Μίκι Μάους μέχρι τον Λούκι Λουκ. Οι πρώην όχι μόνο νοσταλγούν τις πράξεις τους μετά το δεύτερο ουίσκι, αλλά φαντασιώνονται ότι αυτές ακόμα σηματοδοτούν το κίνημα.
4. Οι Συνασπισμένοι, με τους γνωστούς τρόπους της καλής ανατροφής, έχουν ξεμπερδέψει με τον κομμουνισμό και προσθέτουν ανέμελα ένα ακόμη στάδιο στην ιδέα που έχουν περί κομμουνισμού. Το στάδιο αυτό ονομάζεται «νοσταλγία». Θεωρείται δε το πιο σίγουρο μέσο για να βιώσεις σε μια άλλη διάσταση το μέλι του κομμουνισμού. Μέλι που χάθηκε για πάντα, μέλι – γιατί για αίμα ούτε λόγος να γίνεται, αφού ούτε το δικό τους δεν μπορούν να βλέπουν.
5. Αν δεν ήμασταν τόσο ευαίσθητοι, θα έπρεπε να κρεμάμε ανάποδα καθέναν νοσταλγό όταν μπροστά σ’ ένα ανθρώπινο πλάσμα που σφύζει από ζωή, εκείνος συμπεριφέρεται σαν να συναντά ένα απολίθωμα. Θα έπρεπε να του μαθαίναμε τι είναι ζωντανό και τι όχι. Οτι το πρόσωπό μας δεν έχει σχέση με τις ενοχές του για τη νεότητά του την οποία πούλησε και τα όνειρά του που φρόντισε να υποτάξει σ’ αυτό που αποκαλείται πραγματικότητα. Η νοσταλγία του στιλ «τότε τι κάναμε», που ξεδιπλώνεται ανερυθρίαστα μπροστά μας, είναι προϊόν νευρώσεων πολυτελείας και οικογενειακών ιστοριών που μας είναι παντελώς αδιάφορες.
6. Ο κομμουνισμός είναι η καταστροφή της νοσταλγίας. Χοροπηδάει σαν παιδί στα ερείπιά της, που μέσα τους φαντασιώνονται τόσοι και τόσοι υποψήφιοι μεταλλαγμένοι. Ο αόριστος χρόνος του καθορίζει τη μοίρα σε καθετί που προσπαθεί να βουλιάξει ή να ξεφύγει υπερβαίνοντας τα αποτρόπαια όρια της Ιστορίας. Είναι με την πλευρά της ζωής και ως εκ τούτου αμείλικτος με κάθε υποκατάστατο.
Υστερόγραφο: Χτες το βράδυ πέρασε από το σπίτι ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι. Κουβεντιάσαμε για όλα αυτά, κυρίως για τους πρώην επαναστάτες και νυν νοσταλγούς. Μου έδωσε ένα ποίημα: «Οπως σας βλέπω και με βλέπετε-/ εγώ ποτέ δε θα καθίσω στο “Μπριστόλ” / να παίρνω το τσαγάκι μου/ και ν’ αραδιάζω στα χαρτιά ψευτιές./ Θα δώσω μια στα φλιτζανάκια σας/ κι ολόρθο θα με δείτε πάνω στο τραπέζι./ Ακούστε με,/ μακαντάσηδες της λογοτεχνίας!/… Στρείδια/ κολλημένα/ στους τοίχους,/ στις ταπετσαρίες,/ καλοί μου άνθρωποι/ εσείς/ με τη γλώσσα/ τι δουλειά έχετε;/ Δεν το ξέρετε; / Αν δεν έκανε ποίηση, / με τις ληστείες / θα καταγινόταν / ο Φρανσουά Βιγιόν./ Κύριοι ποιητές!/ Ακόμα δεν τους βαρεθήκατε! τους ευέλπιδες, / τ’ ανάκτορα,/ τον έρωτα,/ τις πασχαλιές;/ Αν σαν κι εσάς / είναι οι δημιουργοί, / να φτύσω μου ‘ρχεται / κάθε τέχνη».