“Έφυγε” ο Ανέστης Βλάχος, ο “κακός” του ελληνικού κινηματογράφου, με την χρυσή καρδιά
Τον κυνηγούσαν οι αστυνομικοί με τις προκηρύξεις στα χέρια, δούλευε οικοδομή παράλληλα με τις σπουδές του, έβαψε το κτίριο της σχολής γιατί δεν είχε να πληρώσει τα δίδακτρα και τελικά έγινε ένας από τους διασημότερους “κακούς” του ελληνικού σινεμά, παρότι είχε χρυσή καρδιά.
Σήμερα το πρωί, έφυγε από τη ζωή ο Ανέστης Βλάχος, που συνέδεσε το όνομά του με τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και έμεινε χαραγμένος στη μνήμη του κοινού ως ένας από τους διασημότερους “κακούς” της μεγάλης οθόνης.
Ο Ανέστης Βλάχος έφυγε από τη ζωή στα 87, μετά από σύντομη νοσηλεία, καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα ουρολοίμωξης και καρδιακής ανεπάρκειας. Την είδηση του θανάτου ανακοίνωσε ο γιος του, Ηρακλής Βλάχος, στον προσωπικό του τοίχο.
Ο Ανέστης Βλάχος γεννήθηκε στην Προσοτσάνη Δράμας το 1934. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες, η οικογένειά του ήταν αριστερή και ο ίδιος θυμάται πώς έτρεχε να γλιτώσει μες στα χωράφια, κουβαλώντας μαζί και προκηρύξεις. Πολλά χρόνια αργότερα, ήταν για ένα διάστημα υποψήφιος με το ΠΑΣΟΚ, ενώ ο εγγονός του που φέρει και το όνομά του, ακολούθησε τα καλλτεχνικά του χνάρια, φαίνεται να ακολουθεί όμως διαφορετική πορεία στην πολιτική και την Τοπική Διοίκηση
Το λαϊκό στοιχείο ήταν έντονο στην προσωπική του διαδρομή. Σπούδασε την τέχνη του στην Σχολή Σταυράκου, έχοντας συμμαθητή τον Κώστα Καζάκο. Δούλευε στην οικοδομή παράλληλα με τις σπουδές του, και έχασε το μάτι του, χτυπώντας σε ένα καρφί, ενώ φιλοξενήθηκε από την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν, που ανέλαβαν και τα έξοδα της νοσηλείας του. Παράλληλα είχε συμφωνήσει με τη σχολή να μην πληρώνει δίδακτρα και σε αντάλλαγμα να βάψει το κτίριο της σχολής!
Για την καλλιτεχνική του διαδρομή, το λήμμα της Βικιπαίδεια αναφέρει.
Το 1956 πρωτοεμφανίστηκε στην ταινία «Το κορίτσι με τα μαύρα», όπου ερμήνευε έναν χαρακτηριστικό ρόλο.
Καθιερώθηκε με την ταινία του Κώστα Μανουσάκη «Ο Φόβος» κι από κει και πέρα ερμήνευσε πάντα δεύτερους ρόλους ενσαρκώνωτας συνήθως τον τύπο του «σκληρού» – «κακού».
Στο θέατρο, πρωτοεμφανίστηκε με το έργο «Θάψτε τους νεκρούς» (Κυκλικό θέατρο του Τριβιζά) και συνέχισε παίζοντας σε όλα τα είδη, ενώ εμφανίστηκε και στην τηλεόραση. Το 1994, μετά από απουσία πολλών χρόνων, πρωταγωνίστησε στην ταινία «Αυτόπτης μάρτυρας».
Για τις ερμηνείες του και την προσφορά του κέρδισε μια σειρά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις.
Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – Τιμητική διάκριση για την προσφορά του στον Ελληνικό Κινηματογράφο.
Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία του Θέου Δήμου «Κιέριον».
Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονικής – Τιμητική Διάκριση για την ερμηνεία του στην ταινια του Πάνου Γλυκοφρύδη «Λάμψη στα μάτια».
Διεθνές Φεστιβάλ Τυνησίας – Τιμητική Διάκριση για την ερμηνεία του στην ταινία του Κώστα Μανουσάκη «Ο Φόβος».
Διεθνές Φεστιβάλ Βερολίνου – Χρυσή Άρκτος για την ερμηνεία του στην ταινία του Κώστα Μανουσάκη «Ο Φόβος».
Έκανε δύο γάμους και απέκτησε δύο παιδιά. Ήταν κουμπάρος με τον Νίκο Ξανθόπουλο και στενός φίλος του Γιώργου Φούντα, ενώ όσοι τον γνώριζαν από κοντά βεβαιώνουν πως στην προσωπική του ζωή ήταν “ψυχούλα”, σε πλήρη αντίθεση με τους ρόλους που έπαιζε συνήθως στο σινεμά.