«Εγκλωβισμένοι» στη μόρφωση
Με την εμπορευματοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος, γίνεται αποδεκτή η θεσμοθέτηση του ανταγωνισμού ως μέσον ρύθμισης του, που φυσικά παγιώνει μεθοδικά και συνεχώς, από το νηπιαγωγείο στο πανεπιστήμιο, τις συνέπειες των κοινωνικών παραγόντων της ανισότητας.
Η υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως σε συνέντευξή της στη δημόσια τηλεόραση, σχετικά με τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με σιγουριά και έπαρση, επανέλαβε με τις δηλώσεις τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της εκπαιδευτικής πολιτικής που δεν περιορίζεται μόνο στην κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη, στην οποία ανήκει. Από τη μια, στροφή στην επαγγελματική κατάρτιση, υποστηρίζοντας πως η μεταρρύθμιση στις βάσεις εισαγωγής προσφέρει οφέλη και βγαίνουν όλοι κερδισμένοι, οι γονείς και τα παιδιά, «Γιατί δεν εγκλωβίζονται στα πανεπιστήμια και οι σπουδές τους έχουν αντίκρισμα», προσφέροντας εναλλακτική στους νέους, (για να μην «εγκλωβιστούν»;) τα Δημόσια ΙΕΚ. Από την άλλη, υποταγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς, προβάλλοντας ως επίτευγμα την ύπαρξη συμβουλίων στα «οποία συμμετέχουν κοινωνικοί εταίροι (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ) και στη βάση αυτών των αναγκών διαμορφώνονται τα προγράμματα σπουδών». Και πίσω απ’ όλα υπονοείται και πριμοδοτείται μάλιστα, ακόμα κι αν λεκτικά δεν ομολογείται από τους κυβερνώντες, η λύση των ιδιωτικών κολλεγίων των οποίων την εξίσωση με τα πανεπιστήμια έχει φροντίσει η κυβέρνηση από τον προηγούμενο Φεβρουάριο, με αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων και της επαγγελματικής ισοδυναμίας των δυο πτυχίων.
Το σχολείο υπήρξε πάντα ένας ταραχώδης θεσμός που κάθε κυβέρνηση η οποία έρχεται στην εξουσία τις τελευταίες δεκαετίες γνωρίζει τους κινδύνους από τη διατάραξη των ισορροπιών του. Γι’ αυτό φροντίζει η κυρίαρχη εξουσία να μην συνδέονται οι όποιες μεταρρυθμίσεις ούτε με την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, κυρίως μέσω της μόνιμης πια μαζικής ανεργίας, ούτε της γενικευμένης ανασφάλειας των θέσεων εργασίας ή της προγραμματισμένης καταστροφής των δημοσίων υπηρεσιών. Ο πειρασμός για την κυρίαρχη εξουσία είναι μεγάλος να προσποιείται πως κάνει το σχολείο καταφύγιο και εγγυητή ή λύση για την απειλούμενη κοινωνική συνοχή ή για τη σταθεροποίηση της δημοκρατικής τάξης. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ιδεολογία θεωρείται πως το εκπαιδευτικό σύστημα έχει χτιστεί με βάση την καπιταλιστική ιδεολογία των ίσων ευκαιριών, που υποστηρίζει πως οι διαφορές στις κοινωνικές τάξεις ή στις πολιτιστικές δομές μένουν έξω από αυτό. Κι αυτή η ιδέα των ίσων ευκαιριών είναι μια ισχυρή νομιμοποιητική δύναμη του καπιταλισμού, που ένα μεγάλο μέρος του σχηματισμού της διαμορφώθηκε στον αγώνα μεταξύ των καπιταλιστών και ενός μεγάλου εργατικού κινήματος που απαιτούσε δωρεάν και καθολική δημόσια εκπαίδευση.
Στην πραγματικότητα όμως, φαίνεται ότι η όλη διαδικασία της κάθε είδους εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης των τελευταίων δεκαετιών συνίσταται ουσιαστικά στην εξασφάλιση της εμπορευματοποίησης της γνώσης και στη μετατροπή της εκπαίδευσης σε επένδυση. Κι αν για τις περικοπές στην εκπαίδευση που εισάγει το αστικό κράτος η επίσημη εκδοχή είναι η λιτότητα, όμως βάζοντας προσκόμματα στη μόρφωση υποχρεώνει τους μαθητές μόλις εγκαταλείψουν το σχολείο να έχουν μόνη επιλογή την απασχόληση με ελάχιστο μισθό.
Συνεχίζεται βέβαια στον κυρίαρχο λόγο η εκπαίδευση να αντιμετωπίζεται ως ένα δημοκρατικό και ισότιμο δικαίωμα για όλους, καθώς αποσυνδέεται από τα οικονομικοκοινωνικά ζητήματα, και το σχολείο να θεωρείται μια ηθικοποιητική δύναμη, που σχετίζεται μόνο με ικανότητες και αξίες. Είναι μια βολική άποψη που οδηγεί στην αντίληψη της όποιας κάθε φορά κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος ως ηθικής κρίσης. Κι αυτή η διαπίστωση μπορεί κάλλιστα να συνοδεύεται με εκκλήσεις για άνοιγμα του σχολείου στον επαγγελματικό κόσμο, δηλ. στην πραγματικότητα για μεγαλύτερη υποβολή της σχολικής λογικής στις διαταγές των εργοδοτών. Αυτή η ηθική ρητορική μετατοπίζει τα προβλήματα, καθώς μπορεί με πειστικότητα να αρνείται τη σύνδεση με οικονομικές και πολιτικές δομές που διαμορφώνουν ολοένα και μια πιο άνιση και ιεραρχική κοινωνία. Γιατί στην πραγματικότητα ένα δημοκρατικό σχολείο είναι αδιανόητο στην πράξη σε μια κοινωνία όπου οι ταξικές διαιρέσεις βαθαίνουν και η δυστυχία εξαπλώνεται. Αν φανταζόμαστε ή ελπίζουμε πως το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει ως ένας θύλακας ισότητας και δημοκρατικότητας σε μια καπιταλιστική κοινωνία και να είναι απαλλαγμένο από συμφέροντα και επιδιώξεις της άρχουσας τάξης που κυβερνά, αυτό δεν είναι μόνο απατηλό, αλλά είναι ένα τέχνασμα για εξαπάτησή μας από τον κυρίαρχο λόγο. Κι αποκαλύπτεται μόνο αν επανασυνδεθεί το νήμα που συνδέει το ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα με τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής.
Εν ολίγοις, το εκπαιδευτικό σύστημα με τη μορφή που το ξέρουμε είναι κεντρικό όργανο της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, που εμφανίζεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή και συνεπώς δεν μπορεί να είναι αιώνιο. Το δε αστικό κράτος, όσο περισσότερο εδραιώνεται, τόσο πιο ευφυώς ψεύδεται όταν δηλώνει ότι τα σχολεία μπορούν να στέκονται πάνω από τάξεις και συμφέροντα και να εξυπηρετούν την κοινωνία στο σύνολό της. Κι αυτός είναι ο λόγος που όλες οι μεταρρυθμίσεις και αντιμεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση προχωρούν μεταμφιεσμένες, κόβονται σε κομμάτια και συνοδεύονται πάντα από επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις ότι θα καταστήσουν το σχολείο σε όλες τις βαθμίδες δημοκρατικό και ισότιμα προσβάσιμο σε όλους.
Το σχέδιο λοιπόν μεταρρύθμισης που τις τελευταίες δεκαετίες επιβάλλεται βασίζεται σε δυο πυλώνες. Ο πρώτος, αρκετά γνωστός, συνίσταται στην εμπορευματοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος, στην αναγκαστική του ένταξη σε μια παγκόσμια αγορά. Ο δεύτερος, που γίνεται λιγότερο αντιληπτός, είναι η επιχειρούμενη αποκέντρωση και αυτονομία τομέων του που το κατακερματίζει και το συνδέει με ξεκάθαρους ταξικούς διαχωρισμούς. Τα 16 τμήματα περιφερειακών πανεπιστημίων που έμειναν χωρίς εισακτέους, η αύξηση προτύπων σχολείων εγκαθιστά διαχωρισμούς στο όνομα της αξιοκρατίας, που δικαιολογεί όμως έτσι και τις περιθωριοποιήσεις άλλων.
Τέτοιοι μετασχηματισμοί του εκπαιδευτικού συστήματος δεν ξεφεύγουν από μια γενικότερη επιθυμία να υποβληθούν οι τομείς της έρευνας και της εκπαίδευσης, δηλ. η παραγωγή και η μετάδοση της γνώσης στις λογικές της κερδοφορίας και της συσσώρευσης, που είναι ακριβώς καπιταλιστικές, και είναι σημαντικοί άξονες της στρατηγικής της Λισαβόνας, όπως συμφωνήθηκε στην Ε.Ε κατά τη σύνοδο κορυφής ήδη από το Μάρτιο του 2000.
Η εμπορευματοποίηση του σχολείου σε μια σχηματική παράσταση έγκειται όχι μόνο στην αύξηση των ιδιωτικών εταιρειών που πωλούν εκπαιδευτικές υπηρεσίες, που είναι εύκολο για την κυρίαρχη εξουσία να υποκριθεί πως δεν συνηγορεί στην προώθησή τους και πως διασφαλίζει ότι το δημόσιο σχολείο θα συνεχίζει να εκπαιδεύει την πλειοψηφία του πληθυσμού. Κυρίως όμως, στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα όπως διαμορφώνεται θα πρέπει να αναζητήσουμε τις εκφάνσεις της εμπορευματοποίησής του, που ακόμα κι αν χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους όμως διέπεται εξ ολοκλήρου η λειτουργία του, η οργάνωσή του και τα προγράμματά του από τις λογικές της αγοράς.
Η εμπορευματοποίηση του σχολείου προχωρά με το περιτύλιγμα της ελεύθερης επιλογής και της αξιοκρατίας που προωθούνται ως βασικές αξίες του εκπαιδευτικού συστήματος, στις οποίες κανείς δεν θα είχε την …αρμοδιότητα να αντιταχθεί. Μόνο που τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά από τους ισχυρισμούς της κυρίαρχης ρητορικής, αν προσπαθήσουμε να παρατηρήσουμε τις πραγματικές επιπτώσεις αυτών των πολιτικών. Η μετατροπή του σχολείου σε ένα ανταγωνιστικό χώρο προκαλεί επιζήμιες επιπτώσεις για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, γιατί διασφαλίζουν τη σχολική αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ατομικιστική ιδεολογία της ακαδημαϊκής αξίας και της ελεύθερης επιλογής υποκαθιστά το ιδεώδες της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας και η αξιοκρατία δικαιολογεί στενότερο έλεγχο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και του προσωπικού τους. Οι τυποποιημένες συνεχείς εξετάσεις, που οι τράπεζες θεμάτων ενισχύουν, με την ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων τους σε αριθμούς οδηγούν σε στρεβλά αποτελέσματα σχετικά με τις μαθησιακές επιδόσεις, για τις οποίες θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δεν αντιστοιχούν στις γνώσεις από τα μαθήματα που διδάσκονται, αλλά στα τέστ πάνω σ’ αυτά τα μαθήματα.
Στην πραγματικότητα, παρόλο περί του αντιθέτου διακηρύξεις, αμφισβητείται η παιδαγωγική αυτονομία των εκπαιδευτικών στο έργο τους και βέβαια μειώνεται η ακαδημαϊκή ελευθερία των ερευνητών στα πανεπιστήμια. Στα πλαίσια αυτά είναι επόμενο να ανατίθενται νέα προνόμια στους διευθυντές των σχολείων, οι οποίοι ενθαρρύνονται όλο και περισσότερο να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και να ενεργούν σαν διευθυντές ή ακόμη και σαν επικεφαλής επιχειρήσεων. Αυξάνεται έτσι η δύναμη της κεντρικής διοίκησης, της οποίας η αρμοδιότητα να θέτει προγράμματα, στόχους και κριτήρια αξιολόγησης αποκτά εντελώς διαφορετική σημασία όταν η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων ή της έρευνας και η σταδιοδρομία των εκπαιδευτικών εξαρτώνται όλο και περισσότερο από αυτά.
Με την εμπορευματοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος, γίνεται αποδεκτή η θεσμοθέτηση του ανταγωνισμού ως μέσον ρύθμισης του, που φυσικά παγιώνει μεθοδικά και συνεχώς, από το νηπιαγωγείο στο πανεπιστήμιο, τις συνέπειες των κοινωνικών παραγόντων της ανισότητας. Δεν υπάρχει κάτι το αναπόφευκτο εδώ. Όλο αυτό είναι προϊόν σαφώς αναγνωρίσιμων πολιτικών, που αποσταθεροποιούν το εκπαιδευτικό σύστημα τόσο από τον επιβαλλόμενο θανατηφόρο ανταγωνισμό, αλλά και από την επίδραση της αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων και της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης.
Είναι επομένως επείγον να υπάρξει μια εκπαιδευτική πολιτική, που μέσα από ριζικούς μετασχηματισμούς στον οικονομικό και πολιτικό τομέα, να απορρίπτει την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, με βάση το αξίωμα της καθολικής μόρφωσης και να επιβεβαιώνει ως πρωταρχικό στόχο τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης. Γι’ αυτό και η μοναδική μεταρρύθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας για την οποία οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αγωνιστούν είναι αυτή, η οποία μετατρέπει το σχολείο από ένα θεσμό που διασφαλίζει την αναπαραγωγή των κοινωνικών προνομίων και των πολιτιστικών ιεραρχιών σε ένα φορέα χειραφέτησης ατομικό και συλλογικό.