Ο Μίκης και ο MAD CLIP – Η “εποχή μας” και η “εποχή τους”
Σήμερα αναφέρεται μερικώς το «χάσμα των γενεών» σχετικά με τον θρήνο για τον Μίκη από την Αριστερά και τον λαό από τη μία, και για τον Mad Clip από την «λούμπεν αστόχαστη νεολαία» από την άλλη, παράλληλα με την διαπίστωση του «τι πράγματα είναι αυτά» και «πώς κατάντησε έτσι».Μια τέτοια επικριτική διαπίστωση είναι εντελώς άδικη. Δεν είναι τα πρόσωπα, είναι το πλαίσιο και η εποχή που έχουν αλλάξει.
Η κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα αναδεικνύει όλη εκείνη την τέχνη που συμπληρώνει και συνοδεύει την κοινωνία στον διαρκή ιστορικό μετασχηματισμό της. Ο καλλιτέχνης στον ένα ή τον άλλο βαθμό εκφράζει πάντα κάτι που προϋπάρχει συνδυάζοντάς το με κάτι που επιθυμεί, φοβάται, αναπολεί, προσδοκά ή γενικώς φαντάζεται κι εντάσσεται στο προσωπικό του δημιουργικό καλλιτεχνικό φαντασιακό με τον τρόπο που ο ίδιος το δουλεύει και το κατευθύνει.
Από την διαδικασία αυτή προκύπτει σχεδόν όλο το φάσμα με τα βασικά καλλιτεχνικά ρεύματα ως μορφές και περιεχόμενα σε διαλεκτική σχέση. Σχηματικά μόνο: στο ένα άκρο (αυτό που προσεγγίζει το προϋπάρχον, το εμπειρικό) βρίσκεται ο ρεαλισμός, στο άλλο άκρο (αυτό που προσεγγίζει το μη προϋπάρχον, το φαντασιακό) βρίσκεται ο σουρρεαλισμός. Στο ένα άκρο βρίσκεται η κοινωνικοπολιτική γείωση-αποτύπωση της τέχνης, στο άλλο το δόγμα «η τέχνη για την τέχνη», ενώ οτιδήποτε το νέο προκύπτει μέσα από το συνταίριασμα των διαφόρων αυτών δεδομένων και αναδεικνύεται από την ατμόσφαιρα και το κοινό της εκάστοτε εποχής και ιστορικής συγκυρίας.
Είναι το γνωστό σε όλους «κάθε εποχή και τα δικά της», μα δεν μας λέει «ποια εποχή» και «ποια δικά της». Και δεν μας το λέει επειδή αυτό το συνδιαμορφώνουμε κι εμείς. Γι’ αυτό και οι μεγαλύτερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές συνοδεύονται από αναδιατάξεις στον κόσμο των ιδεών και αλλαγές στα καλλιτεχνικά ρεύματα και την δημοφιλία των μορφών τέχνης αν και αυτό δεν γίνεται γραμμικά.
Σήμερα αναφέρεται μερικώς το «χάσμα των γενεών» σχετικά με τον θρήνο για τον Μίκη από την Αριστερά και τον λαό από τη μία, και για τον Mad Clip από την «λούμπεν αστόχαστη νεολαία» από την άλλη, παράλληλα με την διαπίστωση του «τι πράγματα είναι αυτά» και «πώς κατάντησε έτσι».
Μια τέτοια επικριτική διαπίστωση είναι εντελώς άδικη. Δεν είναι η αλλαγή κάποιας προσωπικής ποιότητας μεταφυσικά θεωρούμενης στα άτομα αυτά καθ’ εαυτά που τάχα έχουν εκπέσει από ένα ιδεατό παρελθόν των αντίστοιχων εαυτών τους. Αντίθετα, είναι το πλαίσιο. Είναι η εποχή που έχει αλλάξει και που μαζί της έφερε την μετάβαση από το συλλογικό απελευθερωτικό δημοκρατικό σοσιαλιστικό όνειρο της δεκαετίας του ’40 μέχρι και την πρώιμη μεταπολίτευση στην ατομικίστικη στρατηγική θέαση του κόσμου και στην νεοφιλελεύθερη προσαρμογή της πορείας μέσα σε αυτόν με όρους ατόμου ή συμμορίας.
Κι αυτό έχει συμβεί όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα λίγο πολύ σε κάθε χώρα, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ που έχουν την πολιτισμική πρωτοκαθεδρία στον κόσμο του θεάματος και που από τον Bob Dylan κατέληξαν κι εκεί στην Trap. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, πως ο 20ός αιώνας έχει τους ήρωές του σαν τον Μίκη και τον Bob Dylan, ενώ ο 21ος (ακόμα) όχι. Γιατί αυτοί συνδέονται με όλη την ιστορική πορεία αγώνων και ανάτασης του κινήματος και του λαού, που ακριβώς το έργο τους μάς τα θυμίζει, πέρα από αυτήν καθ’ αυτήν την καλλιτεχνική-αισθητική του αξία.
Ας θρηνήσουμε, λοιπόν, ο καθένας τον ήρωα που του αναλογεί κι όλοι μαζί την εποχή μας ως ένα πρώτο βήμα για να την αλλάξουμε. Κι ας μην μεμφόμαστε τα παιδιά για την εποχή που ούτε διάλεξαν να μεγαλώσουν κι ούτε να τους διαμορφώσει ως ο μεγαλύτερος Δάσκαλος απ’ όλους. Γιατί τότε, όχι μόνο αυθαιρετούμε δασκαλίστικα νομίζοντας πως έχουμε το δίκιο που επιβεβαιώνει η αυθεντία μας, αλλά και δεν θα μπορέσουμε ποτέ να προσεγγίσουμε τον κόσμο τους. Πόσω μάλλον να μπούμε σε αυτόν, να δούμε εκεί μέσα τι υπάρχει κι από πού εκπηγάζει, να κάνουμε δηλαδή το πρώτο βήμα ενσυναίσθησης για το χτίσιμο της παιδαγωγικής σχέσης.
Αντ’ αυτού, θα τους είμαστε ξένοι. Θα κάνουμε ακόμα ένα βαρετό μάθημα ή πολλά βαρετά μαθήματα εντός ή εκτός αίθουσας βάζοντάς τους να ακούσουν μουσειακά Μίκη Θεοδωράκη ή οποιονδήποτε άλλο μεγάλο καλλιτέχνη και άνθρωπο και θα τους επιβάλλουμε να τους εκτιμήσουν επειδή η γνώμη μας είναι «καλή και σωστή», κάτι που θα παραμένει όμως εξωτερικό ως προς τον κόσμο και την ψυχοσύνθεσή τους, εφ’ όσον είναι και εκτός της εποχής τους. Ενώ, παράλληλα, θα τα απαξιώνουμε στις μεταξύ μας συζητήσεις σε ένα κλίμα μαζικής νοσταλγίας και λανθάνουσας αποκοπής από την σημερινή πραγματικότητα, τις ιδέες και τα όνειρα που εκπηγάζουν από αυτήν και ηγεμονεύουν.
Έτσι, το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να μεμψιμοιρούμε, να αποκόψουμε το έργο του Μίκη από αυτά και να μην ονειρευτεί κανένα τους ποτέ να γίνει Μίκης, αν υποτίθεται ότι το επιδιώκουμε. Αν υποτίθεται πως κορυφαίος στόχος της εκπαίδευσης είναι να βγούνε και τέτοιες προσωπικότητες πατώντας ακριβώς στα κεκτημένα του έργου μεγάλων καλλιτεχνών, που όμως έχει βρεθεί το «κλειδί» του αισθήματος και της συγκίνησης για να το εκτιμήσουν.
Τίποτα το ανθρώπινο δεν μας είναι ξένο, λοιπόν, και πρώτα απ’ όλα σημασία έχει η νεολαία και το μέλλον της, το κίνημα και η κοινωνική αλλαγή. Και το κοινό της κάθε τέχνης εν δυνάμει ταυτίζεται με το κίνημα και τη δυνατότητα μετασχηματισμού της κοινωνίας που αυτό σηματοδοτεί σε περιόδους αγώνα ή/και ανόδου. Αυτό ακριβώς εμπνέει και την τέχνη που παράγεται σε κάθε εποχή από τις αντίστοιχες καλλιτεχνικές προσωπικότητες. Αυτό ακριβώς προετοιμάζει ιδεολογικά και αισθητικά και το κοινό για να αναδείξει την μία ή την άλλη εκδοχή της.
Από τον τοίχο του Πέτρου Σκυθιώτη