Γιώργος Ηρακλέους: Η αναμονή
Κι όμως υπάρχουν εκείνοι που εργάζονται μεθοδικά και αόρατα για μιαν άλλη ζωή, λίγοι προς το παρόν και ακόμα πιο λίγοι αυτοί που το διαισθάνονται…
Οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματός μου περιγράφουν με σύμβολα και εικόνες την εποχή μας, απελπισία, απαισιοδοξία, ακινησία… Θύματα και ελπίδα τα παιδιά. Κι όμως υπάρχουν εκείνοι που εργάζονται μεθοδικά και αόρατα για μιαν άλλη ζωή, λίγοι προς το παρόν και ακόμα πιο λίγοι αυτοί που το διαισθάνονται. Γ.Η.
Αυτές οι γυναίκες με τα γκρίζα σύννεφα στα χέρια
γυρνάνε στους δρόμους ντυμένες στα μαύρα,
κάπου κάπου τα παιδιά περνάνε πλάι τους
και μοιράζουνε γαλάζιο ουρανό
για να μη γεμίσουνε με γκρίζο οι γειτονιές.Οι άνθρωποι χάνονται στο χάος της ψυχής τους,
ένας μικρός Χριστός κυλάει μέσα από το δάκρυ των παιδιών,
τα πουλιά χάσανε τη φωνή τους,
κόσμος βουβός περιμένει να μιλήσει το αίμα του,
να ζωντανέψει η μισοπεθαμένη γυναίκα,
η ζωή που παραγγέλνει καφέ στο κυλικείο των κοιμητηρίων!Τα χείλη μου παγώσανε,
δεν φοβάμαι πια τους κεραυνούς,
μια μέρα θα γίνω ουρανός και χώμα μαζί,
τώρα λέω ένα μεγάλο ευχαριστώ
σε αυτούς που ετοιμάζουν την ηλιόλουστη ζωή μυστικά
στο εργαστήριο το χημείο του νέου Οκτώβρη,
αόρατα μετρούν τις ώρες, τις μέρες και τα χρόνια,
μέχρι το μέλλον που ονειρεύτηκαν.
Περιμένω η νύχτα να γίνει όμορφη σα μέρα!Από τη συλλογή «Ο κύκλος της παρακμής»
6/9/2021