Δε φεύγουν οι θρύλοι, μπρε…
Ο ίδιος τόνιζε ότι η αξία ενός προπονητή δεν κρίνεται από τους τίτλους, με τον ίδιο τρόπο που η αξία ενός ηθοποιού δεν κρίνεται μόνο από τα Όσκαρ. Κι η δική του διαδρομή μπορεί να ήταν γεμάτη τίτλους, αλλά αυτό ποτέ δεν ήταν το μεγαλύτερο παράσημο για τον “Σοφό” του μπάσκετ…
Είναι φορές που τα κλισέ φαίνονται φτωχά. Φεύγει ένας μεγάλος και λες ότι αφήνει πίσω το έργο του, αλλά ο Ίβκοβιτς δεν ήταν καλλιτέχνης για να θαυμάζουν τη δουλειά του οι επόμενες γενιές, και ας προσέγγιζε το μπάσκετ ως τέχνη, αν όχι ως τομέα της φιλοσοφίας. Παρόλα αυτά έχει αφήσει ανεξίτηλη σφραγίδα στο άθλημα και ουδείς μπορεί να φανταστεί πώς θα ήταν το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο μπάσκετ χωρίς αυτόν και τα δικά του παιδιά, που προπόνησε και ανέδειξε (όλη η μεγάλη των πλάβι σχολή πέρασε από τα δικά του χέρια), χωρίς τη δική του μέθοδο και προσέγγιση.
Γεννήθηκε στο Βελιγράδι τον Οκτώβρη του 1943, στα χρόνια της αντίστασης των Γιουγκοσλάβων ενάντια στη ναζιστική Κατοχή. Ως “παιδί του πολέμου”, τον συνόδευε πάντα το πνεύμα του μαχητή, ενώ είχε συγγένεια και με τον πρωτοπόρο Γιουγκοσλάβο φυσικό Νίκολα Τέσλα.
Έπαιξε μπάσκετ για δέκα χρόνια στη Ραντνίτσκι, χωρίς να πετύχει κάτι σπουδαίο, αλλά η καριέρα του ως παίκτης ήταν απλώς πρελούδιο για τις χρυσές σελίδες που θα έγραφε ως προπονητής. Δέκα χρόνια μετά, θα ξεκινούσε αυτό το κεφάλαιο από την Παρτιζάν και θ’ άρχιζε αμέσως τη συλλογή τίτλων με ένα ιστορικό τριπλ κράουν (νταμπλ και Κύπελλο Κόρατς), έχοντας υπό τις οδηγίες του θρύλους όπως ο Κιτσάνοβιτς και ο Νταλιμπάγκιτς. Το πρώτο αλλά όχι και τελευταίο…
Οι γιατροί τον συμβούλεψαν να μετακομίσει με την οικογένειά του σε ένα πιο ήπιο κλίμα, και τότε ανοίγει το κεφάλαιο της Ελλάδας, που την είχε σαν δεύτερη πατρίδα του. Έμεινε μια τριετία στον Άρη, με τον Ίβκοβιτς να έρχεται σε σύγκρουση με τον Γκάλη και να προβλέπει πως όσο μένει αυτός στην ομάδα, δεν πρόκειται να σηκώσει τίτλους. Ήταν ίσως η μόνη άστοχη δική του πρόβλεψη, αλλά ο ίδιος πιστεύει πως η στάση του τόνωσε τον εγωισμό του παίκτη και τον βοήθησε να κυριαρχήσει.
Μετά τον Γκάλη είναι η σειρά του Ντράζεν. Ο Ίβκοβιτς επιστρέφει στην πατρίδα του, αναλαμβάνει τη Σιμπένκα, βλέπει δύο τίτλους να γλιστράνε από τα χέρια του με επεισοδιακό τρόπο, αλλά το μεγαλύτερο παράσημό του είναι οι πορείες που κάνει η ομάδα μετά τη φυγή του Πέτροβιτς στην Τσιμπόνα, μπαίνοντας σφήνα ανάμεσα στους μεγάλους, σε μια εποχή που το γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα ήταν ίσως το πιο ανταγωνιστικό στην Ευρώπη. Στο τέλος της δεκαετίας, ο Ίβκοβιτς πετυχαίνει κάτι αντίστοιχο με τη Βοϊβοντίνα, που την ανεβάζει αμέσως κατηγορία και την κάνει πρωταγωνίστρια. Είναι μία απόδειξη (από τις πολλές) πως ο Ντούντα μπορεί να δουλεύει εξίσου καλά -αν όχι και καλύτερα- με μικρές Σταχτοπούτες, να αναδεικνύει καινούρια ταλέντα και να μεγαλουργεί χωρίς πίεση.
Το 1991, επιστρέφει στην Ελλάδα για τον ΠΑΟΚ, που υπό τις οδηγίες του βάζει τέλος στην Αυτοκρατορία του Άρη και στέφεται επιτέλους πρωταθλητής. Για μια τριετία, ο ΠΑΟΚ θεωρείται η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης, αλλά μένει μακριά από τους τίτλους (το Κόρατς το ’94, ήρθε αφού έφυγε ο Ντούντα, μες στη χρονιά) και παραδίδει τα σκήπτρα στον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη. Η “αποτυχία” στο Φάιναλ Φορ της Αθήνας το ’93, δίνει σπουδαία μαθήματα στον Ίβκοβιτς για το κομμάτι της διαχείρισης της πίεσης.
Στον δικέφαλο ο Ίβκοβιτς έρχεται σε σύγκρουση με τον Φασούλα, που του αποδίδει ειρωνικά το προσωνύμιο “σοφός”, σε μια συζήτηση με τους δημοσιογράφους μετά από τον αγώνα με την Ορτέζ -“ρωτήστε τον σοφό, γιατί δεν έπαιξα περισσότερο”. Παρόλα αυτά, το παρατσούκλι θα μείνει, χωρίς τα ειρωνικά συμφραζόμενα, και θα τον συνοδεύσει στο υπόλοιπο της καριέρας του. Αργότερα στον Ολυμπιακό θα ερχόταν η συμφιλίωσή του με τον Φασούλα και η μεταξύ τους συνεργασία θα ήταν άψογη.
Ο Ίβκοβιτς πηγαίνει για μια διετία στον Πανιώνιο, που παίζει σπουδαίο μπάσκετ, μπαίνει σφήνα στους μεγάλους -όπως έκανε η δική του Σιμπένκα-, διεκδικεί στα ίσα την πρόκριση στον τελικό της Α1 και αφήνει τελικά έξω τον κραταιό ΠΑΟΚ από την Ευρωλίγκα.
Το καλοκαίρι του ’96, ο Ίβκοβιτς πηγαίνει για πρώτη φορά στον Πειραιά, όπου καλείται να διαχειριστεί το βάρος της κληρονομιάς της πενταετίας του Ιωαννίδη. Τα καταφέρνει με το παραπάνω και οδηγεί τους ερυθρόλευκους σε ένα ιστορικό τριπλ-κράουν (Κύπελλο Ελλάδας, Κύπελλο Πρωταθλητριών και Πρωτάθλημα)! Ο σοφός καταφέρνει αυτό που κυνηγούσε ως χίμαιρα ο Ιωαννίδης, αλλά οι αποτυχίες του την επόμενη διετία ανοίγουν τη συζήτηση αν τελικά απογείωσε τον Ολυμπιακό με τη δική του αξία ή πατώντας πάνω στην έτοιμη ομάδα του “Ξανθού”.
Στη συνέχεια πηγαίνει στην ΑΕΚ, κερδίζει μαζί της δύο Κύπελλα Ελλάδας και ένα Κύπελλο Σαπόρτα και παραδίδει τη σκυτάλη στον Σάκοτα, με τον οποίο η ΑΕΚ θα πάρει την επόμενη χρονιά το πρωτάθλημα -ακριβώς οι αντίστροφοι ρόλοι από τη διαδοχή τους στον ΠΑΟΚ το 1991-92.
Το κεφάλαιο της Ελλάδας κλείνει προσωρινά και ο Ίβκοβιτς μετακομίζει στη Μόσχα. Η δική του ΤΣΣΚΑ κυριαρχεί και αρχίζει ένα τρομερό σερί παρουσιών στα Φάιναλ Φορ, αλλά ο Ντούντα αποτυγχάνει να την οδηγήσει σε τρόπαια, με αποκορύφωμα τη χρονιά του αήττητου σερί, που έληξε άδοξα στο Φάιναλ Φορ της Μόσχας, με την Ταού του Ματσιγιάουσκας και του Σκόλα να πετάει εκτός το μεγάλο φαβορί…
Ο Ίβκοβιτς μένει στη Μόσχα για να αναλάβει την Ντιναμό, που έχει έντονο ελληνικό στοιχείο (Λάζαρος Παπαδόπουλος, Φώτσης), όπως ακριβώς και η δική του ΤΣΣΚΑ (Παπαλουκάς, Χατζηβρέττας, Ντικούδης). Ο Ίβκοβιτς νικάει τον Άρη στον τελικό του ULEB Cup, ενώ την επόμενη χρονιά, φτάνει στους οκτώ της Ευρωλίγκα με την Ντιναμό και σκοντάφτει στο εμπόδιο του Παναθηναϊκού του Ομπράντοβιτς, με τον οποίο τον συνέδεε κάτι παραπάνω από μια στενή φιλία. Ο Ζοτς ήταν πνευματικό παιδί του Ίβκοβιτς, ήδη από την εποχή που έπαιζε ακόμα μπάσκετ, ενώ στη συνέχεια δέθηκαν με κουμπαριά, με τον Ντούντα να βαφτίζει το παιδί του Ομπράντοβιτς.
Ο Ίβκοβιτς μένει μια τριετία μακριά από τους πάγκους των συλλόγων, για να αφοσιωθεί στην αναγέννηση της Εθνικής Σερβίας, και μετά από την αγρανάπαυση επιστρέφει στον Ολυμπιακό και καταφέρνει να σπάσει το σερί άλλης μιας αυτοκρατορίας, αυτή τη φορά του ΠΑΟ του Ομπράντοβιτς. Το τέλος της διετίας του στον Πειραιά τον βρίσκει πρωταθλητή σε Ελλάδα και Ευρώπη. Κι αν κάποιος θέλει να δει ποια είναι η νοοτροπία του σοφού, που τον κάνει να διαφέρει από τους υπόλοιπους, μπορεί να δει την παρακάτω εικόνα, από το Φάιναλ Φορ της Πόλης, τη στιγμή που ο Πρίντεζης ολοκληρώνει μια ανεπανάληπτη ανατροπή (στον τελικό με την ΤΣΣΚΑ), και όλοι πανηγυρίζουν έξαλλα στον ερυθρόλευκο πάγκο. Όλοι εκτός από έναν…
Αυτός θα ήταν ίσως ο ιδανικός επίλογος στη μεγάλη καριέρα του, αλλά η αγάπη του για το άθλημα τον έκανε να επιστρέψει για λογαριασμό της Εφές. Μπορεί να μην είχε έρθει ακόμα η ώρα της για να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης, αλλά ο Ντούντα ξαναβρήκε τις αγαπημένες του μάχες με τον Ομπράντοβιτς και έκλεισε το κεφάλαιο με ένα Κύπελλο Τουρκίας. Και αν δεν είχε καβαλήσει -προ πολλού- τα 70, μπορεί να συνέχιζε ακόμα…
Τις πιο χρυσές σελίδες, ωστόσο, στην προσωπική του διαδρομή, ο Ίβκοβιτς τις έγραψε με την Εθνική, είτε αυτή ήταν η ενιαία Γιουγκοσλαβία είτε ήταν η διασπασμένη ΟΔ Γιουγκοσλαβίας -η ένωση της Σερβίας με το Μαυροβούνιο- είτε η Σερβία, τα τελευταία χρόνια. Ο Ίβκοβιτς είχε το τιμόνι πολλών χρυσών γενιών, που συναγωνίζονταν η μία την άλλη. Η χρυσή φουρνιά με τον Ντράζεν, τον Ντίβατς (once brothers) και τον πυρήνα της Γιουγκοπλάστικα (Κούκοτς, Ράτζα), που σάρωσε τα πάντα, αλλά δεν πρόλαβε να αντιμετωπίσει ενιαία την ομάδα-όνειρο των ΗΠΑ. Η γενιά των παιδιών του πολέμου (Τζόρτζεβιτς, Ντανίλοβιτς, Πάσπαλι και Ντίβατς, που ήταν παρόντες και στην προηγούμενη), που ατσαλώθηκε από τον πόλεμο και τους βομβαρδισμούς, για να σαρώσει όλους τους τίτλους, μετά τη λήξη του εμπάργκο, το ’95. Αλλά και τα τρομερά “μωρά του Ίβκοβιτς”, της Σερβίας (με επικεφαλής τον Τεόντοσιτς), που επανήλθαν δυναμικά στο προσκήνιο και απέδειξαν πως η Σερβία, με όποιο όνομα και αν κατεβαίνει, είναι μια παραδοσιακή δύναμη, ακόμα και όταν δεν παίρνει τίτλους -μαζεύει όμως μετάλλια, όπως το αργυρό στο Ευρωμπάσκετ του ’09 ή στο Μουντομπάσκετ του ’14, χωρίς τον Ίβκοβιτς πια στο τιμόνι.
Οι επιτυχίες και τα μετάλλια όμως δεν είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος για να αποδώσεις το αθλητικό μεγαλείο, ούτε το μεγαλύτερο παράσημο στην πορεία του “Σοφού”. Γιατί όπως έχει πει και ο ίδιος σε μια συνέντευξή του.
Eίναι άδικο. Oπως να κρίνεις έναν προπονητή μόνο από το αν κατέκτησε τον τίτλο. Eίναι σαν να λες ότι ένας ηθοποιός είναι καλός μόνο αν πάρει το βραβείο Oσκαρ κι ότι ένας επιστήμονας καταξιώνεται μονάχα από το βραβείο Nόμπελ. Aυτά που μένουν στο τέλος της ημέρας είναι η προσπάθεια, οι διαπροσωπικές σχέσεις και τα συναισθήματα.
Κι αν μη τι άλλο, σε αυτόν τον τελευταίο τομέα, ο Σοφός ήταν πιθανότατα αξεπέραστος και αφήνει τον πήχη τόσο ψηλά, που ίσως ποτέ κανείς δε θα μπορέσει να τον ξεπεράσει ή έστω απλά πλησιάσει…