Στη μεγαλύτερη και δυνατότερη αντιφασίστρια της Ευρώπης!
Η Μάγδα Φύσσα, είναι η μεγαλύτερη και δυνατότερη αντιφασιστρια της Ευρώπης.- Αδιαπραγμάτευτα.
Οχτώ χρόνια τώρα που ο Σεπτέμβρης είναι του Παύλου. Λίγο λιγότερα από την αρχή του δικαστικού αγώνα, που θα έκλεινε τους δολοφόνους του στη φυλακή, που θα αποκάλυπτε και επισήμως την ιστορική αλήθεια.
Στο πλευρό μας, πάντα η Μάγδα. Στις πλάτες της μάς πήρε και μας σήκωνε κάθε μέρα, κάθε λεπτό. Εκείνη παρούσα σε δικαστήρια, σε πλατείες και σε δρόμους. Δίπλα σε κάθε γονιό, που ήξερε καλά τον πόνο του, πλάι σε κάθε άνθρωπο που απειλήθηκε από το νεοναζισμό, δίπλα σε καθεμία και καθέναν από εμάς. Έδινε το τέμπο και δεν είχε κανείς περιθώριο εφησυχασμού ή απογοήτευσης.
Η Μάγδα Φύσσα, είναι η μεγαλύτερη και δυνατότερη αντιφασιστρια της Ευρώπης.- Αδιαπραγμάτευτα. Είμαστε ευγνώμονες, που είχαμε την τύχη να μας αγκαλιάσει. Τυχεροί που την έχουμε.
Ένας χρόνος κλείνει σε λίγο από την αξέχαστη εκείνη μέρα που ο Παύλος κι η Μάγδα τα κατάφεραν! Τίποτα δεν τελείωσε όμως στις 7 Οκτώβρη του 2020. Ο φασισμός, ο αγαπητός στο σύστημα, που τον θρέφει πάντα υπογείως, καραδοκεί. Κρύβεται πίσω από γραβάτες, καθωσπρεπισμούς, κοστουμαρισμένους ρουφιάνους, καλογυαλισμένες γόβες, είναι μέσα στη Βουλή και σε δημοτικά συμβούλια.
Είμαστε όμως κι εμείς εδώ, χρέος μας η διαρκής πάλη, ο συνεπής αγώνας, έτσι ώστε κανένας φασίστας να μην τολμήσει να ακουμπήσει ποτέ ξανά καμία συντρόφισσα, κανένα συντροφό μας, κανέναν άνθρωπο!
Κλείνω με ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη της Μάγδας που δεν θα ξεχάσω. Την είχε δώσει στο Θύμιο Καλαμούκη και στον Αποστόλη Μπαρμπαγιάννη, για την εκπομπή Ελληνοφρένεια:
“Δεν μπορώ να μοιραστώ αυτό που έζησα με το παιδί μου, όταν άνοιγε η πόρτα κι άκουγα το «μάνα, πού είσαι» ή όταν, δυο μέτρα παλικάρι, χωνόταν στον λαιμό μου. Τουλάχιστον χόρτασε πριν φύγει αγάπη και φροντίδα, δεν είχε παράπονα. Για μας όμως σταμάτησαν όλα. Δεν μπορώ ακόμα να μαγειρέψω τα αγαπημένα του φαγητά. Στα εγγόνια μου δεν μιλάω, το έχω αφήσει αυτό στην κόρη μου, που ξέρει πιο καλά πώς και πότε πρέπει να τους μιλήσει. Ξέρουν ότι ο Παύλος δεν θα γυρίσει από το μεγάλο ταξίδι. Η μεγάλη μου εγγονή, που τον είχε γνωρίσει, μερικές φορές θυμώνει μαζί του όταν κλαίω και του φωνάζει να γυρίσει.
Δεν αντέχω να πηγαίνω συχνά στο κοιμητήριο, έχω άρνηση, πηγαίνω όμως συνέχεια στο μνημείο. Είναι τόσα πολλά που έζησα με το παιδί μου που δεν μπορώ να ξεχωρίσω τίποτα. Από την ώρα που κράτησα τον Παύλο μωρό στην αγκαλιά μου μέχρι την τελευταία στιγμή τα έχω όλα μέσα μου. Ακόμα κι όταν μεγάλος πια έμενε με τις κοπελιές του, τους φίλους του, κάθε μέρα έκανε μια βόλτα από το σπίτι.
Όλα τα παιδιά που ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ, μαζί και η Χρύσα, σημαδεύτηκαν για πάντα. ‘Ομως δεν είναι το ίδιο με το να περιμένεις κάθε βράδυ να ακούσεις το κλειδί στην πόρτα. Δεν το λέω εγωιστικά, αλλά είναι νέα παιδιά και υποχρεωτικά θα συνεχίσουν τη ζωή τους. ‘Ομως τόσα παιδιά -κι όχι μόνο όσα έζησαν τον εφιάλτη- με γνώρισαν από τότε και ήρθαν κοντά μου. Δεν θέλω να είμαι αχάριστη. ‘Εχασα τον Παύλο κι απέκτησα τόσα παιδιά, κι όταν περπατάω στον δρόμο κι ακούω να με φωνάζουν «μάνα» και να με πιάνουν από τον ώμο, αυτό είναι για μένα συγκλονιστικό”