Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973): 21 Σονέτα του Έρωτα
ΤΩΡΑ ΠΕΙΝΑΩ ΓΙΑ τη φωνή, το στόμα τα μαλλιά σου
κι αμίλητος και νηστικός γυρνάω στους πέντε δρόμους
δε με χορταίνει το ψωμί, η αυγή μ’ αναστατώνει,
κι απ’ το πρωί το βήμα σου ψάχνω που κελαρύζει.
Πάμπλο Νερούδα
Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda – Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ – 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο
*
21 Σονέτα του Έρωτα
(Από τη συλλογή Cien Sonetos de Amor, 1959)
*
Πρόλογος – Μετάφραση – Σημειώσεις
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Το αντικείμενου του πόθου (του)
Τα 100 Σονέτα του Έρωτα (Cien Sonetos de Amor) γράφτηκαν για τον μεγάλο έρωτα του Νερούδα, την Ματίλντε Ουρούτια (Matilde Urrutia Cerda, Τσιγιάν -Chillán, 5 Μαϊου 1912 – Σαντιάγο, 5 Ιανουαρίου του 1985). Είναι η τρίτη σύζυγος του Πάβλο Νερούδα, από το 1966 μέχρι το θάνατό του το 1973, η οποία εργαζόταν ως φυσιοθεραπεύτρια στη Χιλή και ήταν η πρώτη γυναίκα παιδοθεραπεύτρια στη Λατινική Αμερική.
Η σχέση του ποιητή με την Ματίλντε, «παράνομη» αρχικά, κρατήθηκε μυστική και οι συναντήσεις τους γίνονταν στο σπίτι τους στο Σαντιάγο, το καταφύγιό τους (μουσείο σήμερα), τη La Chascona (αυτή με τα ατίθασα, τα ανυπότακτα, τα ανακατεμένα μαλλιά, τα μαλλιά αφάνα που λέμε). Εκεί βρίσκεται και το διπλό πορτρέτο της Ματίλντε –έργο του Διέγο Ριβέρα– όπου «κρυμμένο» μέσα στα κόκκινα σγουρά μαλλιά βρίσκεται το προφίλ του Νερούδα.
Τα 100 Σονέτα πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Αργεντινή το 1959.
Η Ματίλντε με τον Νερούδα είχαν πρωτοσυναντηθεί στο Σαντιάγο το 1946 και ξανά στο Μεξικό το 1949, όπου ο ποιητής βρισκόταν εξόριστος επειδή ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής.
Η Ματίλντε ήταν η μούσα του για μια ακόμη σύνθεση, πριν από τα Σονέτα: Los versos del capitán (Οι στίχοι του Καπετάνιου, 1951). Το βιβλίο είχε εκδοθεί για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1952, ανώνυμα, για να μην πληγωθεί η δεύτερη συζυγός του, από το 1943-1966 (κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του), Δέλια δελ Καρίλ, ενώ με το όνομά του δημοσιεύτηκε στη Χιλή το 1963, όπου ο ποιητής, εν είδει προλόγου, σημειώνει:
Επεξήγηση
Η ανωνυμία αυτού του βιβλίο πολύ συζητήθηκε. Ωστόσο, εκείνο που πάλευα μέσα μου ήταν αν έπρεπε ή όχι να το απομακρύνω από την αρχική του προέλευση: Tο να αποκαλύψω την καταγωγή του σήμαινε να φανερώσω τη σχέση που το γέννησε. Και δεν μου φαινότανε ότι μια τέτοια ενέργεια ήτανε συνεπής στα εκρηκτικά συναισθήματα του έρωτα και του πάθους, μέσα στο αποκαρδιωτικό και φλεγόμενο τοπίο της εξορίας που του έδωσε ζωή.
Από την άλλη, πιστεύω ότι όλα τα βιβλία θα έπρεπε να είναι ανώνυμα. Αλλά, ανάμεσα στο να αφαιρέσω από όλα τα δικά μου το όνομά μου ή να το παραδώσω σε κάτι πιο μυστηριώδες, τελικά υπέκυψα, αν και χωρίς μεγάλη προθυμία.
Οπότε, γιατί κράτησε τόσον καιρό αυτό το μυστήριο; Για το τίποτα και για όλα, για το κοντινό και το απόμακρο, για τις ξένες χαρές, για τον ξένο πόνο. Όταν ο Πάολο Ρίτσι, σύντροφος φωτισμένος, το τύπωσε για πρώτη φορά στη Νάπολη το 1952, σκεφτήκαμε ότι εκείνα τα λιγοστά αντίγραφα, που τα φρόντισε και τα ετοίμασε με περισσή επιμέλεια, θα εξαφανίζονταν χωρίς να αφήσουνε ίχνη στην άμμο του νότου.
Δεν έγινε έτσι. Και η ζωή που διεκδίκησε το εκρηκτικό μυστικό του, μου το επιβάλλει σήμερα σαν παρουσία ενός ακλόνητου έρωτα.
Παραδίδω, λοιπόν, αυτό το βιβλίο χωρίς άλλες εξηγήσεις, σαν να ήταν και να μην ήταν δικό μου: Αρκεί που θα μπορούσε να ταξιδέψει μόνο του στον κόσμο και να τα βγάλει μόνο του πέρα. Τώρα που το αναγνωρίζω, ελπίζω πως το ξέφρενο αίμα του θα με αναγνωρίσει επίσης.
Πάβλο Νερούδα
Ίσλα Νέγρα, Νοέμβριος 1963
Μετά το θάνατο της Ματίλντε κυκλοφόρησε το βιβλίο της, Η ζωή μου με τον Πάβλο Νερούδα (1986).
________________
Κεντρική φωτό: Ο Νερούδα και η Ματίλντε στο σπίτι τους στην Ισλα Νέγρα. […] στης θάλασσας τα βράχια, / μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας (σονέτο XXXII κάτω).
Δυο λόγια για τα 100 Σονέτα και τη μετάφραση
Αυτά τα 100 σονέτα στο μόνο που θυμίζουν… σονέτο είναι η μορφή των τεσσάρων στροφών (4-4-3-3). Δεν έχουν, δηλαδή, ούτε τη ρίμα –ευτυχώς για μας– ούτε τον αυστηρό 11σύλλαβο στίχο του κλασικού 14στιχου με τις 5 ρίμες (αβαβ / αβαβ / γδε / γδε –οι 6 τελευταίοι στίχοι σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς– και ρίζες στη Σικελία του 13ου αιώνα), που μας έχει δώσει, και εξακολουθεί να δίδει, σπουδαία δείγματα.
Τα σονέτα του Νερούδα, «τρόπος του λέγειν σονέτα» ή «σονέτα από ξύλο», όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος (βλ.κ.), είναι αριθμημένα με λατινικά νούμερα, από I – C (1 – 100), άτιτλα όλα και με στίχο κυρίως 14σύλλαβο, που όμως ποικίλλει από 11 έως 15 ή και 20 συλλαβές και συχνά αλλάζει από σονέτο σε σονέτο ή και στο ίδιο 14στιχο.
Και τα 100 σονέτα έχουν ιαμβικό στίχο (υ –, όπου τονίζεται η δεύτερη συλλαβή) παροξύτονο, εκτός από 25 εξαιρέσεις: Στους 1.400 στίχους απαντώνται 9 προπαροξύτονοι στίχοι και 16 οξύτονοι, σε 22 σονέτα, συνολικά.
— Τρία σονέτα, XXII (22), LXIII (63), LXXVIII (78) είναι πολύστιχα και σε όλες τις εκδόσεις εμφανίζονται με λοξά στοιχεία, μορφή που ακολουθείται και εδώ.
— Ένα μόνο σονέτο, το νούμερο LXVI (66), είναι… σονέτο-σονέτο, 11σύλλαβο και μάλιστα με 2 μόνο ρίμες: αβαβ / αβαβ / ααβ / ααβ, γεγονός που καθιστά τη μεταφορά του στα Ελληνικά μάλλον αδύνατη. Το μεταφράζω σε 13σύλλαβο στίχο, με 6 ρίμες: αββα / αγγα / δδε / ζζε.
Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι τα περίφημα σονέτα του Σαίξπηρ έχουν 7 ρίμες (αβαβ / γδγδ / εζεζ / ηη). Βλ. από Μποτίλια Στον Άνεμο – Σαίξπηρ.
Η σύνθεση χωρίζεται σε τέσσερεις ενότητες:
Πρωί –Mañana [6:00 – 11:59], 32 σονέτα (I – XXXII). Η έντονη, πληθωρική νεότητα, η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, το μεγάλο πάθος και η κορύφωση της ερωτικής επιθυμίας.
Μεσημέρι –Mediodía [12:00 – 14:30], 21 σονέτα (XXXIII – LIII). Η ηρεμία του έρωτα.
Απόγευμα –Tarde [14:30 – 19:00], 25 σονέτα (LIV – LXXVIII). Απαισιόδοξα συναισθήματα, αφού η νύχτα πλησιάζει, αλλά με τον έρωτα να παραχωρεί τη θέση του στην αγάπη.
Νύχτα –Noche [19:00 – 23:59], 22 σονέτα (LXXIX – C). Η αιωνιότητα της αγάπης, αλλά και το πέρασμα του χρόνου με τον αναπότρεπτο θάνατο.
*
Τα 21 σονέτα που ακολουθούν καλύπτουν και τις 4 ενότητες.
Η μετάφραση είναι έμμετρη, άλλοτε με την αντιστοιχία των συλλαβών του πρωτότυπου και άλλοτε όχι. Σε πάρα πολλά μεταφράσματα –έχουν μεταφραστεί όλα τα σονέτα– υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις, άσκηση που δεν χωράει, βέβαια, στο πλαίσιο της παρούσας δημοσίευσης. Ωστόσο, ένα δείγμα βρίσκεται στο σονέτο XXV, όπου παρατίθενται δύο εκδοχές του.
___________________
Σημ. Τα 100 Σονέτα έχουν κυκλοφορήσει στη γλώσσα μας (δυσεύρετα σήμερα) από τις εκδόσεις Γνώση (2001) με πρόλογο και μετάφραση του αείμνηστου πολιτικού μηχανικού Ηλία Ματθαίου (Παπαματθαίου), ο οποίος μας άφησε σημαντικά έργα και ανθολογίες της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
*
21 Σονέτα του Έρωτα
Στην Ματίλντε Ουρούτια
Πολυαγαπημένη μου Κυρά, πολύ εδεινοπάθησα γράφοντας αυτά τα τρόπος του λέγειν σονέτα που τόσο με πόνεσαν και με δυσκόλεψαν, αλλά η ευτυχία να σου τα προσφέρω είναι μεγαλύτερη κι από έναν απέραντο κάμπο. Όταν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία, ήξερα πολύ καλά πως οι ποιητές όλων των εποχών, με ιδιαίτερη αφοσίωση και χάρη, παράθεσαν ρίμες που καμπάνιζαν σαν ασημικά, κρύσταλλα ή ομοβροντίες κανονιών. Η αφεντιά μου, με περισσή ταπεινότητα έφτιαξε ετούτα τα σονέτα από ξύλο, τους έδωσε τον ήχο αυτής της κρουστής και ανόθευτης ύλης και έτσι πρέπει να φτάσουνε στ’ αφτιά σου. Εσύ κι εγώ, περπατώντας μέσα από δάση και τόπους αμμουδερούς, από λίμνες αθέατες, από τοπία βουτηγμένα στη στάχτη, μαζέψαμε κομμάτια από ξύλο ατόφυο ή σανίδες αργασμένες απ’ το νερό και την κακοκαιριά. Από εκείνα τα τόσο απαλά λειασμένα απομεινάρια δούλεψα με τσεκούρι, μαχαίρι και σουγιαδάκια, ετούτα τα ξυλοτεχνήματα του έρωτα και έφτιαξα μικρά σπιτάκια με δεκατέσσερεις τάβλες το καθένα για να ζήσουν εκεί μέσα τα μάτια σου που τα λατρεύω και τα υμνώ. Και τώρα που θεμέλιωσα τους λόγους του έρωτά μου, σε παραδίνω στην αιωνιότητα: Με εκατό σονέτα από ξύλο που υπάρχουνε μόνο και μόνο γιατί εσύ τους έδωσες ζωή.
Οκτώβρης του 1959
Πρωί
(8 σονέτα)
I
ΜΑΤΙΛΝΤΕ, ΑΠΟ ΑΝΘΟΣ και κρασί και πέτρα τ’ όνομά σου
από όλα όσα εδώ στη γη γεννιούνται και διαρκούνε
λέξη που αναβλύζοντας στα χείλια ξημερώνει,
κι όπου των λεμονιών το φως στο θέρος της ξεσπάει.
Σ’ ετούτο το όνομα σκαριά από ξύλο αρμενίζουν
σμάρι μπλε σκούρες πυρκαγιές τα ’χουν περικυκλώσει
τα γράμματά του από νερό σαν το βουερό ποτάμι
που ξεμπουκάρει ορμητικό στη φλογερή καρδιά μου.
Ω, όνομα που βρέθηκε στο αγιόκλημα κρυμμένο
κι άνοιξε πόρτα μυστική μιας σήραγγας και μπήκα
και βρέθηκα στ’ αρώματα ολόκληρου του κόσμου!
Ω, έλα με στόμα διάπυρο και διαπέρασέ με
σκάψε με, αν το θες κι εσύ, με αυτά τα νύχτια μάτια,
μα στο όνομά σου άσε με να πλέω και να κοιμάμαι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
VIII
TΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ αν δεν είχανε του φεγγαριού το χρώμα
της μέρας χρώμα από πηλό, από δουλειά, από φλόγα
κι αν δεν είχες ακίνητη τη λευτεριά του ανέμου
κι αν ήταν και δεν ήσουνα κεχριμπαριού βδομάδα,
κι άμα εσύ δεν ήσουνα του σούρουπου ωχρή ώρα
που το φθινόπωρο έρχεται γλυκά μέσα απ’ τ’ αμπέλια
κι άμα δεν ήσουνα ψωμί που ευωδιαστό φεγγάρι
ζυμώνει το αλεύρι του μες στου γλαυκού τη σκάφη,
ω, λατρεμένη εγώ δεν θα σε αγαπούσα!
Στην αγκαλιά σου ό,τι υπάρχει αγκαλιάζω
την άμμο, και το δέντρο της βροχής, το χρόνο,
τα πάντα ζουν για να μπορώ κι εγώ να ζήσω:
χωρίς να πάω αλλού μπορώ να δω τα πάντα,
αφού ό,τι ζει το βλέπω εγώ μες στη ζωή σου.
Δέντρο της Βροχής: Árbol de la lluvia στο πρωτότυπο (Árbol lluvia de oro ή Samanea Samán): Εντυπωσικό δέντρο της Νότιας Αμερικής και εμβληματικό δέντρο της Βενεζουέλας.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XI
ΤΩΡΑ ΠΕΙΝΑΩ ΓΙΑ τη φωνή, το στόμα τα μαλλιά σου
κι αμίλητος και νηστικός γυρνάω στους πέντε δρόμους
δε με χορταίνει το ψωμί, η αυγή μ’ αναστατώνει,
κι ολημερίς τα πόδια σου ψάχνω που κελαρύζουν.
Και πεινασμένος λαχταράω το γάργαρό σου γέλιο,
τα χέρια σου, το χρώμα τους σαν μανιασμένα στάχυα,
πεινάω για κείνη τη ωχρή την πέτρα των νυχιών σου,
θέλω να φάω το αμύγδαλο της τραγανής σου σάρκας.
Θέλω να φάω τον κεραυνό που καίει στην ομορφιά σου
τη μύτη την περήφανη του αγέρωχου προσώπου,
να φάω τη φευγαλέα σκιά απ’ τα ματόκλαδά σου
και πεινασμένος τριγυρνάω, το μούχρωμα μυρίζω,
σ’ αποζητάω, αποζητάω τη ζέστη της καρδιάς σου,
σαν πούμα μες στη μοναξιά της γης του Κιτρατούε.
Κιτρατούε (Quitratúe): Μικρή Πόλη της Χιλής στην περιοχή της Αραουκανίας (Araucanía), 700 περίπου χιλιόμετρα νότια του Σαντιάγο.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XVI
ΤΗΣ ΓΗΣ ΕΝΑ κομμάτι είσαι και σε λατρεύω
γιατί απ’ των πλανητών τ’ απέραντα λιβάδια
δεν έχω άλλο αστέρι. Εσύ είσαι η συνέχεια
στου σύμπαντος την πολλαπλή απεραντοσύνη.
Τα διάπλατά σου μάτια όλο το φως που έχω
απ’ τους αστερισμούς που μένουν νικημένοι,
και το κορμί σου σπαρταράει όπως οι δρόμοι
όταν μες στη βροχή τρέχει ένα πεφταστέρι.
Από φεγγάρι ολόγιομο πλασμένοι είν’ οι γοφοί σου,
από ήλιο σκέτο το βαθύ το ηδονικό σου στόμα,
όλη από φως τμιας πυρκαγιάς, όπως στις σκιές το μέλι,
μ’ αστροπελέκια κόκκινα φλέγεται η καρδιά σου,
και ρίχνομαι μες στη φωτιά και στα φιλιά σε πνίγω,
μικρή κι απέραντή μου εσύ, κόσμε περιστερένιε.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XXII
ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΕ αγάπησα, αγάπη, χωρίς να σ’ έχω δει κι ίσως ούτε στη μνήμη μου να σ’ έχω
χωρίς να ξέρω καν το βλέμμα σου, χωρίς να σε κοιτώ, θριαμβική κενταύρια
σε μέρη απρόσμενα, μες του μεσημεριού την κάψα:
Ήσουνα του σταριού το άρωμα μονάχα που τόσο τ’ αγαπάω.
Μπορεί να σε είχα δει, να σε αιστάνθηκα, όπως περνούσες με μια κούπα υψωμένη
μες στης Ανγκόλ τον φεγγαρόλουστο Ιούνη,
ή να ’σουνα εσύ η μέση εκείνης της κιθάρας
που στο σκοτάδι άγγιξα κι αντήχησε όπως της θάλασσας η απεραντοσύνη.
Σ’ αγάπησα χωρίς καν να το ξέρω, γύρευα την ανάμνησή σου.
Σε άδεια σπίτια μπήκα στα τυφλά ζητώντας το πορτρέτο σου να κλέψω.
Παρόλο που κιόλας ήξερα πώς ήσουνα. Και ξάφνου
σαν ήρθες δίπλα μου και σ’ άγγιξα σταμάτησε η ζωή μου:
Στάθηκες μπρος στα μάτια μου, κυρά μου και βασίλισσά μου.
Σαν πυρκαγιά στα δάση, βασίλειό σου έχεις τη φωτιά.
Θριαμβική Κενταύρια (Centaurea triumfetti – Κενταύρια η Θριαμβική): Κενταύρια σκέτη στο πρωτότυπο. Πολυετές πανέμορφο φυτό, πολύ γνωστό και στη χώρα μας, που το συναντάμε σε πετρώδεις πλαγιές, στα ξέφωτα του δάσους και σε λιβάδια, με άνθη μοβ εσωτερικά και εξωτερικά ανοιχτογάλαζα.
Ανγκόλ (Angol): Κοινότητα και πρωτεύουσα της επαρχίας Malleco στην περιοχή Araucanía της νότιας Χιλής.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XXV
ΠΡΙΝ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΩ, αγάπη μου, τίποτα δεν μου ανήκε·
μέσα στους δρόμους τρέκλιζα, στ’ ασήμαντα χανόμουν·
τα πάντα ήταν ανάξια κι ονόματα δεν είχαν·
ο κόσμος που περίμενα ήτανε αέρας σκέτος.
Μόνο σαλόνια γνώρισα στα χρώματα της στάχτης
κάτι στοές που μέσα τους έμενε το φεγγάρι,
κάτι άγρια παραπήγματα έτοιμα να βουλιάξουν,
κάτι ερωτηματικά σαν χτίσματα στην άμμο.
Τα πάντα ήτανε αδειανά, βουβά και πεθαμένα,
έρημα κι ακατοίκητα, στη θλίψη στη μιζέρια,
χωρίς άλλο δικαίωμα τα πάντα ήτανε ξένα,
τα πάντα ανήκανε αλλού, τα πάντα σε κανέναν,
ώσπου η δική σου ομορφιά και η δική σου φτώχεια
ήρθαν και το φθινόπωρο εγέμισε από δώρα.
Δεύτερη εκδοχή, 13σύλλαβη (ο στίχος του πρωτότυπου είναι 11σύλλαβος).
ΠΡΙΝ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΩ, αγάπη, τίποτα δεν είχα·
στους δρόμους τρέκλιζα, στ’ ασήμαντα χανόμουν·
τίποτα δεν είχε όνομα ούτε κι αξία·
ο κόσμος που έλπιζα ήτανε αέρας σκέτος.
Σαλόνια γνώρισα στα χρώματα της στάχτης
στοές που μέσα τους έμενε το φεγγάρι,
άκαρδες αποβάθρες που μου έλεγαν αντίο,
κι ερωτηματικά που κρέμονταν στην άμμο.
Όλα ήταν αδειανά, βουβά και πεθαμένα,
σμπαραλιασμένα, μίζερα, εγκαταλειμμένα,
κι ήτανε ξένα, αναπόσπαστα, τα πάντα,
σε άλλους τα πάντα ανήκανε και σε κανέναν,
ωσότου η ομορφιά σου και η φτώχεια σου ήρθαν
και το φθινόπωρο το γέμισαν με δώρα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XXVII
ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ απλή όπως ένα σου χέρι,
γήινη, μικροσκοπική, διάφανη, τέλεια, λεία,
έχεις τις φεγγαρογραμμές και της μηλιάς τους δρόμους,
γυμνή είσαι λυγερόκορμη σαν το γυμνό το στάρι.
Γυμνή σαν τη νυχτιά τηςν Κούβας γαλανίζεις,
μ’ αγράμπελη κι αστέρια πλέκονται τα μαλλιά σου,
γυμνή θεόρατη είσαι με χρυσαφένιο χρώμα,
σάμπως ολόχρυση εκκλησιά λουσμένη καλοκαίρι.
Γυμνή είσαι μικρούλα σαν ένα σου νυχάκι,
λιγνή, καμπύλη, ρόδινη, ώσπου η καινούργια μέρα
να γεννηθεί κι εσύ να μπεις στα έγκατα του κόσμου
σε γαλαρία στενόμακρη με της δουλειάς τα ρούχα:
κι η λάμψη σου όλη σβήνει, φυλλορροεί ντυμένη,
κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή χέρι γυμνό θα γίνει.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XXVIII
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΣΠΥΡΙ σπυρί, πλανήτη τον πλανήτη,
το δίχτυ άπλωνε ο άνεμος στις ζοφερές τις χώρες,
ο πόλεμος περπάταγε με ματωμένες μπότες,
ολημερίς κι ολονυχτίς θερίζοντας τα στάχυα.
Απ’ όπου κι αν περάσαμε νησιά, σημαίες, γεφύρια,
βιολιά έπαιζαν του φευγαλέου διάτρητου φθινοπώρου,
η ευτυχία μας βούιζε στου ποτηριού τα χείλια,
μα η πίκρα μάς σταμάτησε, μας έμαθε το θρήνο.
Το λάβαρό του ο άνεμος, την παγερή του χαίτη
ξεδίπλωνε ανελέητος σε όλες τις πολιτείες
κι ύστερα ξαναγύρναγαν τα άνθη στη δουλειά τους.
Μα το φθινόπωρο σ’ εμάς δεν άφησε ίχνος στάχτης.
Και μέσα στη ακλόνητη πατρίδα μας η αγάπη
εφύτρωσε και τράνεψε σαν της δροσιάς το δίκιο.
Πολιτείες: Repúblicas στο πρωτότυπο. Το κράτος ως υπέρτατη θεσμική οντότητα και ως οργανωμένη και αντιπροσωπευτική έκφραση των πολιτών της· η ελληνική πολιτεία. Στην αρχαιότητα ο τύπος πολιτεύματος: δημοκρατική πολιτεία· πολιτεία των ολίγων. (Μπαμπινιώτης).
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
Μεσημέρι
(4 σονέτα)
XXXIII
ΤΩΡΑ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, γυρίζουμε στο σπίτι
που αναρριχητικά στις σκάλες σκαρφαλώνουν:
και πριν εσύ να φτάσεις στο δώμα σου είχε ανέβει,
μ’ αγιόκλημα στα πόδια, γυμνό το καλοκαίρι.
Πλάνητες τα φιλιά μας αλώνισαν τον κόσμο:
Η Αρμενία, σταγόνα μέλι κρυφό, η Κεϋλάνη,
πράσινη περιστέρα, και ο Γιανγκ-Τσέ χωρίζει
με αρχαία μεγαλοπρέπεια τις μέρες απ’ τις νύχτες.
Και τώρα, λατρευτή μου, μες στο βουερό το κύμα
τυφλά πουλιά γυρνάμε ξανά στους δυο μας τοίχους
σε άνοιξη αλαργινή, στη μυστική φωλιά μας·
το πέταγμα το αδιάκοπο δεν το μπορεί η αγάπη:
και στις ζωές μας πάλι, στης θάλασσας τα βράχια,
μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας.
Κευλάνη: Η σημερινή Σρι Λάνκα. Με τεράστιες (καταπράσινες) φυτείες τσαγιού (το περίφημο τσάι Κεϋλάνης). Περιστέρα πιθανόν από το σχήμα της (;)
Γιαγκ-Τσέ (Μακρύ Ποτάμι): Ο μεγαλύτερος ποταμός της Κίνας (τρίτος στον κόσμο) με τα τρία εντυπωσιακά του φαράγγια, πλωτός, με τεράστια λεκάνη απορροής (το 1/5 της χερσαίας Κίνας), όπου ζει το 1/3 του πληθυσμού της χώρας. Μεγάλη πηγή έμπνευσης πολλών ποιητών.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XXXIV
ΕΙΣΑΙ ΚΟΡΗ ΤΗΣ θάλασσας της ρίγανης ξαδέρφη
και κολυμβήτρια με κορμί από γάργαρο νεράκι,
μαγείρισσα, ζωή στη γη το αίμα σου μεταγγίζει,
γήινα και τα χούγια σου είναι, λουλουδιασμένα.
Μες στο νερό πλέχουν τα μάτια σου κύματα ξεσηκώνουν,
χώνεις στη γη τα χέρια σου κι οι σπόροι αναπηδάνε,
κρατάς σε χώμα και νερό βαθιά τα υπάρχοντά σου
ζυμώνονται στο είναι σου σαν του πηλού το δίκιο.
Σκίζει τα τουρκουάζ νερά το σώμα σου, Ναϊάδα
κι ύστερα αναγεννημένο ανθίζει στην κουζίνα
μ’ αυτόν τον τρόπο που εσύ όλα τα φέρνεις βόλτα·
κι εντέλει στην αγκάλη μου κοιμάσαι που αποδιώχνει
μέσ’ απ’ τις σκυθρωπές σκιές, όσπρια, βοτάνια, φύκια,
τα αφρισμένα σου όνειρα, για να σε ξεκουράσει.
Ναϊάδες: Οι γνωστές μας μυθολογικές νύμφες των πηγών και των ποταμών, που μοιράζανε απλόχερα τον έρωτά τους σε Θεούς και ανθρώπους.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XLIV
ΘΑ ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ δε σ’ αγαπώ και σ’ αγαπάω
αφού η ζωή είναι φτιαγμένη με δυο τρόπους,
η μια φτερούγα της σιωπής είναι η λέξη,
και της φωτιάς το άλλο μισό είναι το κρύο.
Σε αγαπώ και ξεκινώ να σ’ αγαπάω,
έτσι που το άπειρο ξανά να ξεκινήσω·
για να μην πάψω ούτε στιγμή να σ’ αγαπάω
είναι γι’ αυτό που ακόμα δε σε αγαπάω.
Δε σ’ αγαπώ και σ’ αγαπάω λες και κρατάω
της ευτυχίας το κλειδί στα δυο μου χέρια
και ένα αβέβαιο και άθλιο πεπρωμένο.
Η αγάπη μου έχει δυο ζωές να σ’ αγαπάει.
Γι’ αυτό και σ’ αγαπώ όταν δε σε αγαπάω
μα και γι’ αυτό σε αγαπώ όταν σ’ αγαπάω.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
LI
ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΣΟΥ είναι πηγή ρηγματωμένου δέντρου,
όταν αστροπελέκι, με αστραπή ασημένια,
ξεσπώντας απ’ τα ουράνια σπάει σ’ ένα ποτήρι,
και σκίζει αυτό το δέντρο στα δυο με μια σπαθιά του.
Μονάχα εκεί στα όρη των χιονισμένων φύλλων
γεννιέται, έρωτά μου, γέλιο σαν το δικό σου·
είναι γέλιο του αγέρα, κορφές που ξεριζώνει,
εκεί που η αραουκάρια, ψηλώνει, λατρευτή μου.
Της κορδιλιέρας πλάσμα, βέρα μου Τσιγιανέχα,
τις σκιές με τα μαχαίρια του γέλιου σου έλα κόψε,
στη νύχτα και στη μέρα, στο μελωμένο γιόμα,
και τα πουλιά ας σαλτάρουν στις φυλλωσιές του απείρου
όταν σαν μια αστραπή και σαν φωτοπλημμύρα
το δέντρο της ζωής στο γέλιο σου θα σπάσει.
Αραουκάρια: Το γνωστό και στα καθ’ ημάς, επιβλητικό δέντρο Αρωκάρια.
Τσιγιανέχα: Από το Τσιγιάν, γενέτειρα της Ματίλντε.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
Απόγευμα
(4 σονέτα)
LXIII
ΔΕΝ ΠΗΓΑ ΜΟΝΟ σε έρημες στεριές που η αλατόπετρα είναι
όπως ρόδο μονάκριβο κι ανθός θαμμένος κάτω από το κύμα,
περπάτησα και σε όχθες ποταμών που χάραζαν το χιόνι.
Τα βήματά μου γνώρισαν τις πικρές κορφές της κορδιλιέρας.
Πατρίδα μου άγρια, μπερδεμένη, χώρα που ο άνεμος σφυρίζει,
λιάνες που το θανατερό τους το φιλί τη σέλβα αλυσοδένει,
υγρό παράπονο πουλιού που ακούγεται και ρίγη ξεσηκώνει,
ω, χώρα εσύ του σπαραγμού του αδέσποτου του θρήνου δίχως τέλος!
Δεν είναι όλο το έχει μου το δηλητήριο στου χαλκού τη φλούδα
ή και το νίτρο που απλώνεται, άγαλμα συντριμμένο χιονισμένο,
μα και το αμπέλι, η κερασιά που η άνοιξη γερά την ανταμείβει,
είναι κι αυτά δικά μου, κι εγώ, ένα μαύρο μόριο, που ανήκω
στη γη την άνυδρη, στο φως το φθινοπωρινό απάνω στα σταφύλια
σε μια πατρίδα όλο μέταλλο που υψώνεται σε πύργους από χιόνι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
LXVI
ΔΕ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ, αφού, ωστόσο, σ’ αγαπάω
κι από το θέλω στο δε θέλω ερωτά μου,
κι από το κρύο στη φωτιά χτυπάει η καρδιά μου
σαν σε προσμένω όταν δε σε καρτεράω.
Σε θέλω μόνο γιατί εσένα λαχταράω
και δίχως τέλος σε μισώ μα σε ικετεύω
κι είν’ της αγάπης μου το μέτρο που γυρεύω
να μη σε βλέπω μα τυφλός να σε αγαπάω.
Μπορεί η άκαρδη ακτίνα του Γενάρη
όλο το φως απ’ την καρδούλα μου να πάρει
και της γαλήνης το κλειδί να μου ληστέψει.
Στην ιστορία μας εγώ πεθαίνω μόνο
κι ως σ’ αγαπώ απ’ τον έρωτα μου θ’ αργολειώνω:
με φωτιά κι αίμα σ’ έχω αγάπη μου λατρέψει.
[αββα / αγγα / δδε / ζζε].
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
LXVIII
(Πλωριά Γοργόνα)
ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ δεν ήρθε περπατώντας
εκεί στα τούβλα ξάφνου βρέθηκε καθισμένη
άνθη αρχαία της θάλασσας σκέπαζαν τα μαλλιά της
κι είχε βαθιά στο βλέμμα τη θλίψη ριζωμένη.
Στάθηκε εκεί κοιτώντας τις διάπλατες ζωές μας
που υπάρχουν, σεργιανάνε στης γης το πηγαινέλα,
που αργά της μέρας τα άνθη πιάνουν και ξεθωριάζουν.
Κι η ξύλινη κοπέλα φρουρός, μα δε μας βλέπει.
Κι έτσι στεφανωμένη με κύματα αιώνων,
μας παρακολουθούσε με μάτια νικημένα.
Γατί ήξερε πως ζούμε στο αλαργινό μας δίχτυ
από νερό και χρόνο, ήχους, βροχή και κύμα·
είμαστε η ύπαρξή μας ή τάχα τ’ όνειρό της;
Ετούτη είν’ η ιστορία της ξύλινης κοπέλας.
Πλωριά Γοργόνα: Mascarón de Proa (: ακρόπρωρο) στο πρωτότυπο. Στο σονέτο χρησιμοποιεί τα: niña de madera (ξύλινο κορίτσι) και muchacha de madera (ξύλινη κοπέλα).
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
LXXVIII
ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΙΑ ποτέ, δεν έχω πάντα. Στην άμμο
η νίκη άφησε τα ίχνη της σβησμένα.
Είμαι ένας άνθρωπος φτωχός, τους όμοιους του που θέλει ν’ αγαπήσει.
Κι ας μη σε ξέρω, σ’ αγαπώ. Και δεν χαρίζω ούτε πουλάω αγκάθια.
Κάποιος μπορεί να ξέρει πως δεν έπλεξα στεφάνια
ματωμένα, πως πάλεψα τη χλεύη,
με την αλήθεια της φουσκονεριάς εγέμισε η ψυχή μου.
Την αθλιότητα πλήρωσα δίνοντας περιστέρια.
Δεν έχω πια ποτέ γιατί διαφέρω
έτσι ήμουν είμαι και θα είμαι. Και στου έρωτά μου
τ’ όνομα που διαρκώς αλλάζει για το ανόθευτο φωνάζω.
Πέτρα της λήθης είναι ο θάνατος μονάχα.
και σ’ αγαπώ, στο στόμα σου φιλώ την ευτυχία.
Φέρνουμε ξύλα. Στο βουνό φωτιά θ’ ανάψουμε μεγάλη.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
Νύχτα
(5 σονέτα)
LXXIX
ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ, την καρδιά σου στην καρδιά μου
δέσε κι οι δυο τους στ’ όνειρο θα ρίξουν τα σκοτάδια
όπως ταμπούρλα δίδυμα που μάχονται στο δάσος
κόντρα στον τοίχο τον κρουστό των μουσκεμένων φύλλων.
Νυχτερινό τραβέρσο, μέσα στη μαύρη θράκα του ύπνου
που τα τσαμπιά των σταφυλιών έχει στη γη ρημάξει
σαν ένα τρένο που ’φυγε στην ώρα του και τρέχει
κρύες κοτρώνες και σκιές σέρνοντας φρενιασμένο.
Γι’ αυτό, έρωτά μου, τράβα με μ’ αυτά τ’ αγνά σου χέρια,
στη σταθερή καρδιά σου που χτυπάει
με τις φτερούγες ενός κύκνου ποντισμένου,
έτσι που τ’ όνειρό μας να μπορέσει ν’ απαντήσει
στα ερωτηματικά των αστεριών, να ξεκλειδώσει
αυτή την πόρτα την φραγμένη απ’ το σκοτάδι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
LXXXIII
ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, αγάπη μου, τη νύχτα να σε νιώθω,
πλάι μου αόρατη, βαριά, ο ύπνος να σε παίρνει
την ώρα που τις έγνοιες μου πασχίζω να ξεμπλέξω,
όπως πασχίζει ένας ψαράς σε μπερδεμένα δίχτυα.
Μακριά, μέσα στα όνειρα, κάνει πανιά η καρδιά σου,
μα αναπνέει το σώμα σου παραδομένο ως είναι,
χωρίς να ξέρει με ζητάει· κι εμένα τ’ όνειρο μου
θεριεύει όπως θεριεύουνε στη σκιά οι περιπλοκάδες.
Ολόρθη, αύριο θα είσαι εσύ μια άλλη που θα ζήσει
όμως από τα όρια που χάθηκαν στη νύχτα,
σύνορα που απ’ την ύπαρξη πάμε σε ανυπαρξία
κάτι απομένει στης ζωής το φως και μας κυκλώνει
λες κι η σκιά που απλώνεται γυρεύει να σφραγίσει
τα πλάσματα της τα κρυφά με πυρωμένη στάμπα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XCII
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΑΝ πρώτα εγώ πεθάνω,
αγάπη μου, αν πρώτα εσύ πεθάνεις,
στον πόνο ας μη δώσουμε άλλο χώρο:
το πιο μεγάλο είναι αυτό που ζούμε.
Σκόνη στο στάρι, άμμος μες στην άμμο
χρόνος, νεροσυρμές, αργός αέρας,
σαν κόκκους μας παράσυραν στον κόσμο.
Μπορεί και να μη σμίγαμε στο χρόνο.
Και στο λιβάδι αυτό που ’χουμε σμίξει
—ω, ελάχιστο άπειρο!— ξαναγυρνάμε.
Μα ετούτη η αγάπη, αγάπη, δεν τελειώνει·
κι όπως δεν είχε γέννηση ποτέ της
και θάνατο δεν έχει, σαν ποτάμι
μακρύ, χώμα και χείλια μόνο αλλάζει.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
XCIII
ΑΝ ΚΑΠΟΤΕ Η καρδιά σου σταματήσει,
αν πάψει κάποια σπίθα στις φλέβες σου να καίει,
αν η φωνή σου λέξη δεν πει, τα χέρια σου όταν
ξεχάσουν να πετάνε και αποκοιμηθούνε,
Ματίλντε, αγάπη μου, άσε μισάνοιχτα τα χείλη
το τελευταίο φιλί μας ν’ αντέξει όσο θα ζήσω,
ασάλευτο να μείνει στο στόμα σου για πάντα,
για να με συνοδέψει κι αυτό στο θάνατό μου.
Το κρύο τρελό σου στόμα φιλώντας θα πεθάνω,
στο σώμα σου που χάνω θα τ’ αγκαλιάσω ατόφυο,
και των κλειστών ματιών σου το φως θ’ αποζητάω.
Κι όταν η γη θα πάρει αυτό τα αγκάλιασμά μας
θα πάμε έτσι δεμένοι στη χώρα του θανάτου,
να ζήσουμε για πάντα στο αιώνιο φιλί μας.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
C
ΕΚΕΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ αυτής γης, για να σε βλέπω,
όλου του κόσμου τα σμαράγδια θα σαρώσω,
κι εσύ θα κάθεσαι αντιγράφοντας τα στάχυα
με μια γραφίδα από νερό μαντατοφόρα.
Ω, κόσμε! Ω βάθος πετροσέλινου! Ποιο πλοίο
μέσα στην άφατη γλυκύτητα αρμενίζει!
Και θα ’σαι εσύ, μπορεί κι εγώ, ένα τοπάζι!
Και δεν θα υπάρχει άλλος ήχος στις καμπάνες.
Και δεν θα υπάρχει παρά μόνο εμείς κι η φύση,
κόκκινα μήλα από τον άνεμο φερμένα,
το όλο χυμούς σκιερό βιβλίο της ζωής μας·
κι ύστερα εκεί που τα γαρύφαλλα ανασαίνουν
σε μια καινούργια φορεσιά θ’ αρματωθούμε
στο αιώνιο φως ενός φιλιού μας νικηφόρου.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
Βλέπε επίσης:
και
*
Περισσότερα για τον Νερούδα:
Πάμπλο Νερούδα: Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι – 5 ποιήματα από το Canto General
Αλλα ερωτικά ποιήματα του Νερούδα:
Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973): Δύο Ποιήματα Ερωτικά και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
2 Trackbacks