Μήπως έγινε Σοβιετία το Βερολίνο; – Για το δημοψήφισμα υπέρ της απαλλοτρίωσης των μεγάλων εταιρειών διαμερισμάτων
Τι έγινε ρε παιδιά; Το Βερολίνο (ξανα)βάφτηκε κόκκινο, όπως παλιά;
Αν πεις στο μέσο Έλληνα φιλελεύθερο τη λέξη απαλλοτρίωση, αν επιβιώσει από το αναφυλακτικό σοκ, θα αρχίσει να αφρίζει ενάντια στα “κομμουνιστικά απολιθώματα”, το “δογματισμό” και τις “αγκυλώσεις” που εμποδίζουν τον τόπο να απαλλαγεί από τον “κρατισμό” και να μετατρέψει τη χώρα μας σε σφύζοντα παράδεισο επενδυτών.
Η είδηση λοιπόν ότι την περασμένη Κυριακή 26 Σεπτέμβρη, στην πρωτεύουσα της “ατμομηχανής της ΕΕ” – που λέει και το δημοσιογραφικό κλισέ – εκτός από τις κάλπες για ομοσπονδιακές και τις τοπικές εκλογές του κρατιδίου του Βερολίνου, υπήρχε και μια τρίτη για δημοψήφισμα που εμπεριέχει στον τίτλο της καμπάνιας του τη λέξη “απαλλοτρίωση” αν μη τι άλλο προκαλεί έκπληξη. Ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη δημιουργεί το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό συμμετοχής – που ευνοούνταν φυσικά από τη συνύπαρξη του τοπικού δημοψηφίσματος με πιο κεντρικές πολιτικές αναμετρήσεις -, με πάνω από 1.800.000 ψηφοφόρους- σε μια πόλη με συνολικό αριθμό κατοίκων κοντά στα 3,8 εκ. εκ των οποίων 2,45 εκ. με δικαίωμα ψήφου – να συμμετέχουν, πολύ πάνω από το απαιτούμενο 25% για τη νομική εγκυρότητα του αποτελέσματος. Ενός αποτελέσματος που έδωσε με ποσοστό 56% άνετη πλειοψηφία στο “Ναι”, δηλαδή την πρόταση να απαλλοτριωθούν όλα τα διαμερίσματα στεγαστικών εταιρειών με χαρτοφυλάκιο άνω των 3000 κατοικιών στο Βερολίνο.
Τι έγινε ρε παιδιά; Το Βερολίνο (ξανα)βάφτηκε κόκκινο, όπως παλιά; Όπως θα ανέμενε κανείς, αν τα δημοψηφίσματα ανατρέπανε την ατομική ιδιοκτησία στον καπιταλισμό θα ήταν παράνομα. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από ό,τι συνέβη στην περίπτωση της καμπάνιας “Deutsche Wohnen & Co Enteignen” (Απαλλοτριώστε τη Deutsche Wohnen [τη μεγαλύτερη εταιρεία διαμερισμάτων στην πόλη] και σία), που εξάντλησε κάθε νομικό παραθυράκι για να φτάσει μια ιδέα που γεννήθηκε πριν τρία χρόνια από συλλογικότητες ενοίκων ως την κάλπη. Πράγμα προφανώς από μόνο του κάθε άλλο παρά μεμπτό, κι επίσης καθόλου εύκολο ή δεδομένο, αλλά καρπός ξεπεράσματος μιας σειράς προσκομμάτων, που θα γίνουν μεγαλύτερα μετά το αποτέλεσμα, το οποίο είναι απλά “συμβουλευτικό”, δηλαδή μη δεσμευτικό για τους ταγούς του κρατιδίου του Βερολίνου, που θεωρητικά είναι αρμόδιοι για την υλοποίησή του στην πράξη. Γιατί στην αστική δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα – για τα αφεντικά.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η έλλειψη φθηνής και ποιοτικής λαϊκής στέγης μαστίζει εδώ και πάνω από μιάμιση δεκαετία τη γερμανική πρωτεύουσα, όπως και πρακτικά στον ένα ή άλλο βαθμό σχεδόν όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τις συνοικίες – επίκεντρο της τουριστικής έκρηξης του Βερολίνου και του συνακόλουθου gentrification κατά την ίδια περίπου περίοδο, αλλά συνολικά τη γιγάντια μητρόπολη. Πρωταγωνιστές στο ράλι των ενοικίων είναι οι ιδιωτικές εταιρείες διαμερισμάτων, όπως η Deutsche Wohnen και η Vonovia, με τη δεύτερη πλέον να ελέγχει εδώ και λίγες μέρες μετοχικά την πρώτη γιατί “ξανάσμιξαν πάλι και φτιάξανε τραστ”. Για τα κατορθώματα των εταιρειών αυτών, που σε πολλές περιπτώσεις εξαγόρασαν εναντί πινακίου φακής πρώην κοινωνικές κατοικίες που ιδιωτικοποιήθηκαν από τις τοπικές αρχές, μπορεί να δει κανείς περισσότερα στην παρακάτω συνέντευξη του Γιώργου Θώδου, μετανάστη στο Βερολίνο, που συμμετείχε στην εκστρατεία για το δημοψήφισμα (συνέντευξη στον Χρήστο Αβραμίδη):
Κατορθώματα που περιλαμβάνουν από την πλήρη εγκατάλειψη των υποδομών μέχρι και την άρνηση ενοικίασης σε άτομα με τουρκικό ή άλλο “λάθος” επίθετο, προς τέρψιν των εκεί Μπογδάνων.
Το νομικό υπόβαθρο του δημοψηφίσματος είναι δυο άρθρα του ομοσπονδιακού συντάγματος της Γερμανίας, συγκεκριμένα το άρθρο 14, που προβλέπει ότι “η ιδιοκτησία συνεπάγεται υποχρεώσεις. Η χρήση της πρέπει να υπηρετεί επίσης το δημόσιο συμφέρον” και το άρθρο 15, που αναφέρει πως “Γη και πόροι […] μπορούν να οδηγηθούν με στόχο την κοινωνικοποίηση μέσω νόμου […] σε δημόσια ιδιοκτησία”. Χαρακτηριστικό είναι ότι το δεύτερο άρθρο ποτέ δεν εφαρμόστηκε από την ψήφισή του, η οποία επίσης θα ήταν μάλλον αμφίβολη αν δε γινόταν την εποχή που η ΟΔΓ είχε να αντιμετωπίσει προπαγανδιστικά την “άλλη Γερμανία” όπου η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξής της.
Η πρώτη φάση συλλογής υπογραφών ολοκληρώθηκε τον Ιούλη του 2019, ξεπερνώντας κατά πολύ το όριο των προαπαιτούμενων 20.000 ενώ ως και τον Ιούνιο του 2021 είχαν μαζευτεί συνολικά πάνω από 350.000 υπογραφές, εκ των οποίων ταυτοποιήθηκαν περίπου οι μισές, πάνω από το νομικό όριο των 170.000 επικυρωμένων υπογραφών που απαιτεί ο νόμος. Στο ενδιάμεσο, είχε προηγηθεί ο έλεγχος νομιμότητας του δημοψηφίσματος από τη Γερουσία του Βερολίνου, στο διάστημα από τις 4 Ιούλη 2019 ως τις 17 Σεπτέμβρη 2020, διαδικασία που υπονομεύθηκε συστηματικά από εκλεγμένους που τάχθηκαν ανοιχτά στο πλευρό των εταιρειών ή απλά τρέναραν την έγκριση όσο μπορούσαν, επιβάλλοντας και την άμβλυνση των διατυπώσεων του κεντρικού ερωτήματος.
Παρά τις καθυστερήσεις και τις οπισθοχωρήσεις, εν τέλει το αίτημα για την απαλλοτρίωση των διαμερισμάτων με τους όρους που τέθηκαν παραπάνω (να ανήκουν σε εταιρείες με χαρτοφυλάκιο άνω των 3000 κατοικιών και αυτές να διατίθενται προς εμπορική εκμετάλλευση) έφτασε όπως είδαμε στην κάλπη, έχοντας στο μεταξύ, λόγω της δυναμικής του, συσπειρώσει γύρω του έναν ευρύ κύκλο πολιτικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων, κάθε μια προφανώς με τη δική της οπτική και στοχεύσεις.
Και τώρα τι λοιπόν;
Όπως προείπαμε, ο χαρακτήρας το δημοψηφίσματος είναι μη δεσμευτικός για την κυβέρνηση του κρατιδίου του Βερολίνου, καθώς δεν αφορά κάποιο συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Αποτελεί όμως μια πολιτική πραγματικότητα που καλούνται να διαχειριστούν οι νέοι τοπικοί άρχοντες, έστω κι αν η πρόσφατη πείρα, τόσο στη χώρα μας, όσο και από δημοψηφίσματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (πχ. για το ευρωσύνταγμα παλιότερα), δείχνει ότι το τελευταίο που ενδιαφέρει το αστικό πολιτικό προσωπικό είναι ο σεβασμός στην πολιτική βούληση του λαού κι ότι τρόποι για να παρακαμφθεί ή και να αξιοποιηθεί ακόμα και προς όφελος του συστήματος πάντα εφευρίσκονται.
Στο υποθετικό σενάριο οι νεοεκλεγμένες τοπικές αρχές να αποφασίσουν να υλοποιήσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που αφορά περίπου 240.000 διαμερίσματα, δηλαδή το 15% των συνολικών κατοικιών στο Βερολίνο, ανακύπτει το ακανθώδες ζήτημα της αποζημίωσης, που σύμφωνα με το γερμανικό σύνταγμα είναι υποχρεωτική για κάθε μορφής απαλλοτρίωση και ορίζει πως το ύψος της πρέπει να “ισορροπεί” μεταξύ των συμφερόντων του δημοσίου και των μετόχων. Η γερουσία του Βερολίνου υπολογίζει το κόστος της αποζημίωσης σε 29 με 36 δις ευρώ, εκκινώντας από τις αγοραίες τιμές των διαμερισμάτων, ενώ οι ιθύνοντες της καμπάνιας κάνουν λόγο για ποσά πολύ κάτω από τις εμπορικές αξίες των ακινήτων, στα 7,3 ως 13,7 δις ευρώ, τα οποία προτείνουν να αποπληρωθούν μέσω της χορήγησης ομολόγων 40ετίας στις εταιρείες, τα οποία θα καλυφθούν από τα έσοδα των ενοικίων στις “κοινωνικοποιημένες” κατοικίες. H δε διαχείριση των κατοικιών προτείνουν να ανατεθεί σε ένα δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο αποτελούμενο από ενοικιαστές και παράγοντες της πόλης, ενώ η εκ νέου ιδιωτικοποίηση θα αποκλείεται μέσω καταστατικής πρόβλεψης. Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω, απουσίαζε από τη ρητορική και των δύο πλευρών το αίτημα για απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση, με δεδομένα μάλιστα τα αδιανόητα υπερκέρδη των εταιρειών αυτών όλα αυτά τα χρόνια. Προφανώς όμως κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ένα κίνημα ή πολιτικό υποκείμενο μαζικής απεύθυνσης με μια συνολική γραμμή ρήξης με το υπάρχον κοινωνικοπολιτικό σύστημα, κάτι που από το ’90 και μετά αποτελεί ολοένα και πιο επείγον ζητούμενο στη χώρα.
Τα ως τώρα δεδομένα δείχνουν ότι κατά πάσα πιθανότητα η υπόθεση θα οδεύσει προς το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, το οποίο να σημειώσουμε ότι μόλις πριν λίγους μήνες είχε απορρίψει την προσπάθεια της τοπικής κυβέρνησης του Βερολίνου να επιβάλει νομικό πλαφόν στις τιμές των ενοικίων στην πόλη. Ανεξάρτητα όμως από τη νομική έκβαση της υπόθεσης, το σίγουρο είναι ένα: Μπορεί η έφοδος στην καγκελαρία και τον συνήθως γκρίζο βερολινέζικο ουρανό να αργεί ακόμα, ωστόσο οι περισσότεροι Βερολινέζοι κατέστησαν σαφές ότι δεν εμπιστεύονται το αόρατο χέρι της αγοράς για να λύσει κάτι τόσο κομβικό όσο το στεγαστικό τους πρόβλημα. Κι αυτό στην πόλη – σύμβολο του “τέλους της ιστορίας” δεν είναι καθόλου ασήμαντο.