Νίκου Καζαντζάκη: Θεόδωρος Δοστογιέφσκι
Ο κεντρικός ήρωας όλου του έργου του Δοστογιέφσκι είνε ο ταπεινός, ο περιφρονημένος, ο μισοπάλαβος, που ζει τον πόνο του, όχι μονάχα με ηρωισμό, μα μ’ ενθουσιασμό κ’ ευγνωμοσύνη. Ένα είνε το χρέος του ανθρώπου και συνάμα η μεγάλη του ευτυχία: ν’ αγαπά τους ανθρώπους, να νοιώθει τον πόνο τους και να θυσιάζεται.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει για τον μεγάλο Ρώσο κλασικό Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Αντιγράφουμε από την Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας, του Νίκου Καζαντζάκη (τ. Β’ , Εκδοτικός Οίκος «Ελευθερουδάκης» Α.Ε., Εν Αθήναις 1930):
«Δίπλα στη γιγάντια επική μορφή του Τολστόι υψώνεται η τραγική μορφή του Δοστογιέφσκι. Κ’ οι δυό ζήτησαν πέρα από τα φαινόμενα να βρουν και να διατυπώσουν τον «Θεό». Μα οι δρόμοι τους υπήρξαν εντελώς διαφορετικοί.
Ο Τολστόι είνε αριστοκράτης, πλούσιος, θηριώδους υγείας, ριζωμένος στη ρωσική πεδιάδα, σα δρυς· ο Δοστογιέφσκι είνε μικροαστός, σε όλη του τη ζωή υπόφερε από φτώχεια, πεινούσε, ήταν άρρωστος, το νευρικό του σύστημα πληγωνόταν από κάθε φύσημα της ψυχής, ήταν ο τύπος του νευροπαθούς προλετάριου των μεγαλουπόλεων.
Το μάτι του Τολστόι έβλεπε τον εξωτερικό κόσμο με διαύγεια, χαιρόταν με αγάπη και οραματική ακρίβεια το σώμα· ο Δοστογιέφσκι παραιτούσε γρήγορα το σώμα, το μισούσε σα σκοτεινό, σατανικό εμπόδιο, κ’ έμπαινε μ’ ένα πήδημα στα έγκατα του ανθρώπου.
Στον Τολστόι επικρατούσε, κυρίαρχο, το νηφάλιο λογικό· ήταν ρεαλιστής, ήξερε τι ήθελε, επέβαλε αυστηρή αρχιτεκτονική και στο έργο της τέχνης του και στη μέθοδο της ηθικής του αναζήτησης και στην καθημερινή ζωή του· η ζωή για τον Τολστόι ήταν ένα πρόβλημα που προσπαθούσε να το λύσει με το λογικό.
Στον Δοστογιέφσκι επικρατεί η σκοτεινή καρδιά, η μυστική ταραχή, το χάος. Ο Δοστογιέφσκι είνε μυστικόπαθος οραματιστής, τα έργα του είνε ακατάστατα, άνισα, η ζωή του, η εσωτερική κ’ η εξωτερική, όλο αστραπές και σκοτάδι. Η ζωή για τον Δοστογιέφσκι κ’ η ψυχή του ανθρώπου είνε ένα αίνιγμα φοβερό, ζοφερό, γεμάτο μυστήριο, που το λογικό ποτέ δεν μπορεί να λύσει· μονάχα η καρδιά μπορεί να το ζυγώσει και να το αισθανθεί, αγαπώντας.
Για τον Τολστόι ο πόνος είνε μέσο, είνε ο δρόμος που μας οδηγά στη λύτρωση· για τον Δοστογιέφσκι πόνος και ζωή, πόνος κι αγάπη, είνε ένα, ο πόνος είνε συνάμα κ’ η λύτρωση.
Η εσώτερη δραματική πάλη του ηθικολόγου με τον καλλιτέχνη Τολστόι, που τόσο σπάραξε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν υπάρχει στον Δοστογιέφσκι· καμμιά δεν ένοιωθεν αυτός αντίθεση μεταξύ της καλλιτεχνικής και της ηθικής του αποστολής· γι’ αυτόν η ποιητική δημιουργία, δηλαδή η προσπάθεια να εμβαθύνεις στην ανθρώπινη ψυχή και να την διατυπώνεις, ήταν το ανώτατο χρέος.
Οι ήρωες του Δοστογιέφσκι δεν βρίσκουνται σε αγώνα με τα γύρω τους καθεστώτα, δεν αρνούνται το κράτος, την εκκλησία, τον εθνισμό· τουναντίον αναγνωρίζουν όλες τούτες τις δεσποτικές δυνάμεις και προσπαθούν να βρουν το μυστικό τους νόημα. Οι ήρωες του Δοστογιέφσκι δεν γαληνεύουν όταν έρθουν σ’ επαφή με τη γη, με τον μουζίκο, με τη φύση· η ατμόσφαιρα όπου κινούνται κι αναπνέουν άνετα – ατμόσφαιρα ακάθαρτη, τρικυμισμένη, όλο φωνές – είνε η πλατειά, η σατανική αυτή εφεύρεση, όπου οι ψυχές των ανθρώπων κολάζουνται. Δεν είνε οι ήρωες του Δοστογιέφσκι, όπως του Τολστόι, μεγάλοι άρχοντες, πρίγκηπες και πριγκιπέσσες ή μουζίκοι· μα πνευματικοί προλετάριοι που περιπλανώνται στα πεζοδρόμια της μεγάλης πολιτείας και τρικλίζουν στα σύνορα του εγκλήματος και της παραφροσύνης και της πείνας. Το χάος της ψυχής, να το τρομακτικό εργαστήρι όπου ο Δοστογιέφσκι είνε βυθισμένος και δουλεύει.
Ο Θεόδωρος Μιχαήλοβιτς Δοστοσγιέφσκι ( 1821 – 1881) γεννήθηκε στη Μόσχα , γυιός φτωχού γιατρού. Από την παιδική του ηλικία γνώρισε τη φτώχεια· το πατρικό του σπίτι ήταν δυό δωμάτια, όπου έμεινε ολόκληρη η οικογένεια – οι γονείς κ’ εφτά παιδιά. Ο πατέρας του ήταν πολύ μορφωμένος, ευλαβής χριστιανός κι αγαπούσε να διηγάται στα παιδιά του θελκτικώτατες θρησκευτικές ιστορίες.
Ο Δοστογιέφσκι σπούδασε στη στρατιωτική σχολή μηχανικού στην Πετρούπολη· όμως δεν είχε ενδιαφέρον για την επιστήμη αυτή· παραδόθηκε όλος στη μελέτη του Πούσκιν, του Γκόγκολ, του Σίλλερ, του Χόφμαν, της Γεωργίας Σάνδης. Πολύ ενδιαφέρουσες είνε οι επιστολές του νεαρού Δοστογιέφσκι στον αδελφό του. Με απροσδόκητο ενθουσιασμό τού γράφει κάποτε για τον Όμηρο: « Ο Όμηρος υπήρξεν ίσως, όπως ο Χριστός, μια θεία ενσάρκωση που κατέβηκε στη γη· δεν επιτρέπεται να τον συγκρίνουμε με τον Γκαίτε. Νοιώσε τον καλά, αδελφέ μου, κατάλαβε την Ιλιάδα, διάβασέ την προσεκτικά! Ο Όμηρος στην Ιλιάδα έδωκε στον αρχαίο κόσμο εντολές για την οργάνωση της πνευματικής κ’ υλικής ζωής, όπως αργότερα ο Χριστός ωργάνωσε τον νέο κόσμο».
Ο Δοστογιέφσκι έμεινε μονάχα ένα χρόνο στη στρατιωτική υπηρεσία και στα 1844 έδωκε την παραίτησή του για ν’ αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Το πρώτο του έργο: οι «Δυστυχισμένοι», έκανε μεγάλην εντύπωση. Ο Νεκράσωφ αναφώνησε: « Νέος Γκόγκολ!», κ’ έδωκε το χειρόγραφο στον Μπελίνσκι, που του αποκρίθηκε γελώντας: – «Θαρρείς πως οι Γκόγκολ φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια;». Όταν όμως διάβασε το χειρόγραφο ενθουσιάστηκε και φώναξε: – « Φέρετέ μου τον αμέσως.»
Έτσι θριαμβευτικά μπήκε ο Δοστογιέφσκι στον κύκλο των λογίων. Από το πρώτο του έργο δεν ενδιαφέρθηκε, όπως ήταν τότε η μόδα, για εξοχή, τοπία, χωριάτες· ούτε για δουλοπάροικους και πρόχειρες κοινωνικές αλλαγές· φάνηκε εξ αρχής ο οραματιστής του αστικού προλεταριάτου, ο ποιητής των μανιακών, των γελοίων, των περιφρονημένων και των αρρώστων.
Τα κατοπινά όμως διηγήματα του Δοστογιέφσκι πέρασαν εντελώς απαρατήρητα· ο συγγραφέας είχε ριχτεί στο χαρτπαίγνιο, σπατάλησε ό,τι είχε, ανακατώθηκε με θερμοκέφαλους σοσιαλιστικούς κύκλους, τυχαία, χωρίς καθόλου εσωτερικά να είνε σύμφωνος μαζί τους. Μια μέρα η αστυνομία εισβάλλει στο σπίτι που συζητούσαν και συλλαμβάνει τον Δοστογιέφσκι μαζί με τους συντρόφους του( 1849)· ανακρίνουνται και καταδικάζουνται σε θάνατο. Τα τουφέκια ήσαν ήδη « επί σκοπόν» στην πλατεία της Πετρούπολης κ’ οι κατάδικοι, δεμένοι, περίμεναν· αίφνης έρχεται απεσταλμένος από το παλάτι κι αναγγέλνει πως τους χαρίζεται η ζωή· καταδικάζονται σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Ωστόσο μερικοί είχαν παραφρονήσει κ’ οι τρομερές τούτες στιγμές, όπου περίμενε τον θάνατο, δεν έσβυσαν ποτέ από την ψυχή του Δοστογιέφσκι· φρικιαστικά τις περιγράφει στον «Ηλίθιο».
Ο Δοστογιέφσκι πέρασε με εγκαρτέρηση τα τέσσερα χρόνια στο Όμσκ της Σιβηρίας μαζί με τους κακούργους. Ως μόνο βιβλίο, τα τρία πρώτα χρόνια, του είχαν παραχωρήσει μονάχα το Ευαγγέλιο. Ο Δοστογιέφσκι ενεβάθυνε στη ζωή του Χριστού και συνάμα μελετούσε βαθιά τη ζωή των κακούργων γύρω του κ’ έφτασε στο συμπέρασμα – που τόσο επηρέασε τη ζωή και το έργο του – πως ο άνθρωπος είνε φύσει καλός.
Στις « Αναμνήσεις από το σπίτι των νεκρών» ( 1861) ο Δοστογιέφσκι ερευνά το έγκλημα και την τιμωρία και περιγράφει σκηνές φρικιαστικές από τα σιβηρικά κάτεργα, χωρίς υπερβολές κ’ αισθηματολογίες. Και διαρκώς κηρύχνει την πίστη του στον άνθρωπο: « Μπορώ μπροστά σε όλον τον κόσμο να μαρτυρήσω, πως και στο πιο άξεστο και στο πιο ηθικά πεσμένο περιβάλλον, ανάμεσα σε τούτους τους ανθρώπους βρήκα αχτίδες μια θαυμαστά ανεπτυγμένης κ’ ευαίσθητης ψυχής. Μου συνέβη στη φυλακή χρόνια να γνωρίσω έναν κατάδικο και νάχω την πεποίθηση πως δεν είνε άνθρωπος μα ζώο. Και τον περιφρονούσα. Και συχνά, σε μια στιγμή που κάποιο περιστατικό τού ξεσκέπαζε την ψυχή του, έβλεπα τυχαίως θησαυρούς αισθημάτων, μια καρδιά μεγάλη, βαθειά κατανόηση του πόνου του και του πόνου του άλλου· θαρρείς άνοιξαν αιφνίδια τα μάτια σου κι ακόμα δεν πιστεύεις πως είνε πράγματι αληθινά τα όσα είδες κι άκουσες».
Μετά την απελευθέρωσή του ο Δοστογιέφσκι κατατάχτηκε ως απλός στρατιώτης σ’ ένα σύνταγμα της Σιβηρίας· μονάχα μετά τον θάνατο του τυραννικού Νικολάου Α΄δόθηκε άδεια στον μαρτυρικό συγγραφέα να επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Ρωσία και ν’ απαλλαχτεί από τον στρατό (1859).
Ευτύς αρχίζει πυρετώδης η δημιουργική του εργασία. Εκδίδει με τον αδελφό του Μιχαήλ το περιοδικό «Χρόνος», δημοσιεύει τις «Αναμνήσεις από το σπίτι των νεκρών», γράφει τους «Ταπεινούς κι αδικημένους», το «Έγκλημα και τιμωρία» και πολλά διηγήματα. Δουλεύει μέρα και νύχτα, μα η ζωή του είνε μαρτύριο. Είνε πνιγμένος στα χρέη, αναγκάζεται να φύγει στη Γερμανία, για ν’ ανασάνει από τους δανειστές που τον κυνηγούσαν.
Ο Δοστογιέφσκι είχε παντρευτεί στη Σιβηρία, μα η γυναίκα του είχε πεθάνει και τώρα ξαναπαντρεύεται, παίρνει τη γραμματέας του Άννα Σνιτκίνα. Φρικώδη είνε τα τέσσερα χρόνια που πέρασε στη Γερμανία· περιπλανάται από πόλη σε πόλη με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, πουλά ό,τι έχει για να ζήσει, απελπισμένες είνε οι κραυγές της αλληλογραφίας του: « Είμαι ένας προλετάριος της φιλολογίας. Πάντα μ’ έπνιξε και μ’ έφαγε η φτώχεια. Αχ! νάχα χρήματα!». Όλα του τα γράμματα επαναλαμβάνουν την ίδια κραυγή. Διαρκώς ζητά να του στείλουν λίγα χρήματα να μην πεθάνει της πείνας: « Για όνομα του Χριστού, σώσε με!» γράφει μια μέρα στον αδελφό του. Τους τελευταίους τούτους εξ μήνες, γράφει στο φίλο του Μαϊκώφ, είμαι σε τέτοια φτώχεια που πούλησα και το τελευταίο μου ασπρόρουχο ( μην το πήτε κανενούς). Πρέπει να βαφτίσω το παιδί μου, τη Λιούμπα, μα πού να βρω χρήματα;» Σε άλλο γράμμα παραπονάται: « Μου φωνάζουν να γράφω μυθιστορήματα τώρα! Μα πώς μπορώ; Ξερριζώνω τα μαλλιά μου και δεν κλείνω μάτι όλη νύχτα. Περιμένω λίγα χρήματα. Ω Θεέ μου! Λόγο τιμής, δεν μπορώ να περιγράψω όλες τις λεπτομέρειες της φτώχειας μου· ντρέπουμαι! Κ’ ύστερα μου ζητούν καθαρή τέχνη και ποίηση και μου αναφέρουν τον Τουργκένιεφ και τον Γκοντσάρωφ! Ας έρθουν λοιπόν να δουν με τι όρους εργάζουμαι!».
Μέσα σε τόση δυστυχία ο Δοστογιέφσκι γράφει δυό από τα σπουδαιότερα έργα του: τον «Ηλίθιο» και τους «Δαίμονες». Ο ήρωας του «Ηλίθιου» είνε ένας αφελής, καλόκαρδος επιληπτικός πρίγκηπας, ιδεώδους αλτρουϊσμού, που πέφτει στο φρικτό εγωϊστικό βάραθρο της κοινωνίας· στους « Δαίμονες» βρίσκει ο Δοστογιέφσκι αφορμή να χύσει όλη του την αγανάκτηση και το μίσος εναντίον των «νέων ιδεών» που φέρνει στην «Αγία Ρωσία» η σατανική, υλιστική Δύση.
Καταπληκτική εντύπωση προξενεί η ψυχοαναλυτική δύναμη του Δοστογιέφσκι. Κανένας όσον αυτός δεν μπόρεσε με τόση παθολογικώς οξεία διαίσθηση, με τόση επιστημονικήν ακρίβεια, ν’ αναλύσει τις σκοτεινές, ασυνάρτητες, κολασμένες ψυχές.
Ο Δοστογιέφσκι μιλά σπάνια για τη φύση· είνε προλετάριος στη μεγάλη
«φανταστική» πολιτεία, την Πετρούπολη. Όμως στις λίγες φυσικές περιγραφές του νοιώθεις βαθύ αίσθημα, αγάπη διακριτική και μυστική της γης, του αέρα, του δέντρου. Δεν περιγράφει, όπως ο Τολστόι, το «σαρκικό σώμα» της Ρωσίας, το γεμάτο αίμα, λάσπη και μυρωδιές· μα το μυστικό της σώμα, που το διατρέχει, σα φλόγα, από τη φτέρνα έως την κορφή, η ψυχή.
Επιστρέφει ο Δοστογιέφσκι στη Ρωσία, η φήμη του αρχίζει να επιβάλλεται, αναπνέει λίγο από την οικονομική δυστυχία. Γίνεται διευθυντής της εφημερίδας «Πολίτης», γράφει το «Ημερολόγιο του Συγγραφέα», που γίνεται ανάρπαστο, και τέλος το αριστούργημά του «Αδελφοί Καραμαζώφ». Στα 1880 εκφωνεί περίφημο λόγο στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Πούσκιν στη Μόσχα· υμνεί τον μεγάλο ποιητή που τόσο αριστοτεχνικά εξωτερίκεψε τη ρωσική ψυχή και βρίσκει αφορμή να τονίσει πάλι την πίστη του στην παγκόσμια αποστολή της σλαυϊκής ορθόδοξης Ρωσίας. Λίγους μήνες ύστερα από τον λόγον τούτον, ο μέγας συγγραφέας πέθανε.
Μερικές εβδομάδες πριν του θανάτου του έγραφε στο σημειωματάριό του: « Η ουσία μου χωρίς άλλο είνε λαϊκή, γιατί οι επιθυμίες μου πηγάζουν από τα βάθη της χριστιανικής ψυχής του λαού· ο σημερινός ρωσικός λαός δεν με γνωρίζει, μα θα με γνωρίσει ο μελλούμενος ρωσικός λαός».
Ο κεντρικός ήρωας όλου του έργου του Δοστογιέφσκι είνε ο ταπεινός, ο περιφρονημένος, ο μισοπάλαβος, που ζει τον πόνο του, όχι μονάχα με ηρωισμό, μα μ’ ενθουσιασμό κ’ ευγνωμοσύνη. Ένα είνε το χρέος του ανθρώπου και συνάμα η μεγάλη του ευτυχία: ν’ αγαπά τους ανθρώπους, να νοιώθει τον πόνο τους και να θυσιάζεται. Η αγάπη αυτή δίνει στον ήρωα του Δοστογιέφσκι μιαν έκτη αίσθηση – να καταλαβαίνει τον πόνο του άλλου, να τον συμμερίζεται κ’ επομένως να τον αλαφρώνει. Ο ήρωας του Δοστογιέφσκι λαχταρά, όπως ο Χριστός, να σταυρωθεί, για να πάρει απάνω του όλες τις αμαρτίες της γης και να σώσει τους ανθρώπους. Περισσότερο από τη Σόνια στο «Έγκλημα και Τιμωρία», περισσότερο από τον Αλιόσα Καραμαζώφ, την αγνότατη, μυστικόπαθη ψυχή, η τραγική, κωμική και μυστηριώδης ψυχή του πρίγκηπα Μούσκιν στον «Ηλίθιο» είνε ο αληθινός ήρωας , η ουσία όλου του έργου του Δοστογιέφσκι.
Η «ελεεινή μορφή» του Δον Κιχώτη είχε κάμει βαθύτατη εντύπωση στον Δοστογιέφσκι: « Όταν ο Δον Κιχώτης τα είχε πια όλα απαρνηθεί κ’ είχε θεραπευτεί από την τρέλλα και σωφρονίστηκε, τότε πέθανε ήσυχα, μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη. Είχε αγαπήσει τον κόσμο με τη σφοδρή δύναμη της άγιας του αγάπης και τώρα πια κατάλαβε πως η ζωή του πήγε χαμένη».
Οι ήρωες του Δοστογιέφσκι είνε κυριευμένοι από «δαίμονα», από σκοτεινές δυνάμεις και παλεύουν σε όλη τους τη ζωή με τον «δαίμονά» τους. Άθεοι, μηδενιστές, σάτυροι, εγκληματίες, όλοι είνε βυθισμένοι στην κόλασή τους με ηδονή, με πάθος, με εωσφορικό μεγαλείο – που δίνει στην σκοτεινή μορφή τους μιαν αίγλη επικίνδυνη. Αισθάνεσαι πως η ίδια η ψυχή του Δοστογιέφσκι παλεύει μέσα στους ήρωές του και κολάζεται, η ίδια η ψυχή του ανθρώπου κι ολόκληρου του Σύμπαντος· παράδεισος υπάρχει, μα για να τον φτάσεις, πρέπει να περάσεις απ’ όλη την κόλαση.
Ποιον σώζει ο Θεός; Μονάχα όποιον αισθάνεται μέσα του ταπεινοφροσύνη κι αγάπη· τα αισθήματα τούτα μπορούν να λάμψουν – και μάλιστα συχνότατα λάμπουν – στην ψυχή του άθεου και του εγκληματία. Νάσαι θερμή ψυχή, θερμό κορμί – να τα προαπαιτούμενα της σωτηρίας. Οι κρύοι, οι λογικοί, οι ευτυχείς, όσοι έλυσαν όλα τα προβλήματα και δεν ταράζουνται ποτέ, αυτοί αδύνατο να σωθούν.
Τίποτα άλλο δεν περιφρονεί ο Δοστογιέφσκι τόσο πολύ από τους λογικομανείς κοινωνιολόγους που ευαγγελίζονται τη δικαιοσύνη και την ευτυχία. Μισεί τους σοσιαλιστές και τους φιλελεύθερους που επιζητούν να φέρουν την ισότητα και ν’ αναμίξουν το λαό στην πολιτική. Ο Δοστογιέφσκι υπερασπίζεται την εκκλησία, γιατί δίνει μορφή στο σκοτεινό αίσθημα του Θεού, είνε θιασώτης της μοναρχίας, όχι βέβαια του Νικολάου μα της παλιάς ρωσικής, της προταταρικής, όταν ο μονάρχης ήταν πατέρας του λαού. Είνε φανατικός πανσλαυϊστής· θέλει να μείνει Ρώσος, δηλαδή, καθώς τονίζει, άνθρωπος: Ο Ρώσος ζει με όλα και μέσα σ’ όλα. Είνε με ό,τι είνε ανθρώπινο, χωρίς διακρίσεις εθνικότητας, φυλής, εδάφους. Ο Ρώσος έχει το ένστικτο του «πανανθρώπινου». Ο Δοστογιέφσκι πιστεύει ακλόνητα πως η Ρωσία είνε προωρισμένη «άνωθεν» να σώσει τον κόσμο. Θεωρεί την Ευρώπη «νεκροταφείο», όλες οι μεγάλες ψυχές πέθαναν και μονάχα οι άψυχοι, πρακτικοί, συμφεροντολόγοι «μπακάληδες» ζουν. Από τη Ρωσία θα τιναχθούν οι πρώτες κραυγές της ανάστασης. Ο Δοστογιέφσκι κάποτε παρομοιάζει τη Ρωσία με τη γυναίκα της Αποκάλυψης που πέφτει απάνω της ο ήλιος, γονιμοποιείται και γεννά τον γυιό. Ο γυιός που θα γεννήσει η Ρωσία είνε ο νέος Λόγος που θα σώσει τον κόσμο.
Η αμαρτία, η φιληδονία, το πάθος, ο «δαίμονας» στο έργο του Τολστόι είνε απλοϊκός, φυσιολογικός, και κατά βάθος όχι επίφοβος· ο γερός άνθρωπος μπορεί να παλέψει μαζί του και να τον νικήσει. Στον Δοστογιέφσκι όμως ο «δαίμονς» αυτός είνε μια δύναμη ακατανίκητη, σκοτεινή, μυστηριώδης, ένα όχι μονάχα με την σάρκα μας μα και με την ψυχή μας, ίσως ένα και με το Θεό. Η αρμονία είνε μια ανάγκη του ανθρώπινου λογικού· μα ο Θεός είνε ανώτερος από το λογικό, ανώτερος από την αρμονία. Ίσως η βαθύτερη διάκριση που μπορεί να γίνει μεταξύ Τολστόι και Δοστογιέφσκι είνε τούτη: Ο Τολστόι υπήρξε προφήτης μιας τέτοιας αρμονίας· ο Δοστογιέφσκι, προφήτης ενός τέτοιοι Θεού.»