Το διήγημα της Πέμπτης: «Η Στέλλα και η Άλλη» της Κατερίνας Γλυκοφρύδη

Φυλάξτε τα βιβλία σας. Αύριο, μεθαύριο, σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο και εφ’ όσον θα έχετε κινήσει, φτάσει και δε θα έχετε κομματιαστεί σ’ έναν πόλεμο, με τα βιβλία θα αρχίσετε να ξαναζείτε. Μην ξεγελιέστε, ο άνθρωπος δεν πεθαίνει μονάχα μια φορά…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η Στέλλα και η Άλλη» της Κατερίνας Γλυκοφρύδη

Η Κατερίνα Γλυκοφρύδη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε νηπιαγωγός, γλώσσα, ψυχολογία, παιδαγωγικά, κατέχει δίπλωμα διδασκαλίας της ιταλικής και είναι μεταφράστρια ιταλικής λογοτεχνίας.

Βιβλία της: «Ιστορίες Σοτοβότσε», διηγήματα, «Κλεμμένα χειρόγραφα», μυθιστόρημα, «Χορός», διηγήματα, «Πανωραία», μυθιστόρημα, «Μελήσιππος», ιστορικό μυθιστόρημα, «Επόμενο θέρος», μυθιστόρημα, «Χρυσάνθεμα για μένα», μυθιστόρημα, «Παραθερίστρια», νουβέλες.

Κατερίνα Γλυκοφρύδη

Έχει μεταφράσει τα έργα του Λουίτζι Πιραντέλλο: «Γυμνή ζωή», διηγήματα, «Κινηματογραφιστής», μυθιστόρημα, «Ο άνδρας της γυναίκας του», μυθιστόρημα, και «Στο περιθώριο», μυθιστόρημα. Επίσης: Petrapca Frangesco: «24 Σονέτα και 2 τραγούδια» (σχόλια, χρονολόγιο, βιογραφικό). Elsa Morante: «Τα παιδιά σώζουν τον κόσμο», πεζοτράγουδο. Frenolcio Maria «Το μεγάλο βιβλίο της Μαγείας» (ιστορική αναδρομή). Ilde Buratti: «365 τρόποι να μιλήσεις γι’ αγάπη».

Το αφήγημα «Η Στέλλα και η Άλλη» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» την Κυριακή 17 Φλεβάρη 2002.

Η Στέλλα και η Άλλη
της Κατερίνας Γλυκοφρύδη

Πρωινό στο λόφο. Ο ήλιος έχει ανέβει, «ψήνει την πέτρα». Ακινησία. Μια πράσινη ακρίδα κάθεται στο περβάζι συλλογισμένη: Να πάει στις ντοματιές ή στο χωράφι πέρα;

Ησυχία πηχτή, σχεδόν ανυπόφορη, για άνθρωπο της πόλης. Η μοναξιά της εξοχής, στη ρεματιά με τα θαμνόδεντρα, στα βουναλάκια, στους λόφους με τα σκορπισμένα σπιτόπουλα επάνω τους, μπορεί και να σου ραΐσει την καρδιά. Ξαφνικά μια μελωδία χοροπηδά γύρω. Η Στέλλα μέσα στο σπιτόπουλο κλεισμένη μελετά φλάουτο, συνθέτει, ίσως, σιγοτραγουδεί. Η μελωδία ανήσυχη πετάγεται έξω, όπου το διψασμένο τοπίο την καταπίνει μονορούφι. Ο βόμβος ενός κομπρεσέρ από μακριά προσπαθεί να διαλύσει τη μαγεία κι η ακρίδα με το νευρικό της πέταγμα εξαφανίζεται.

Η Αλλη είναι κλεισμένη στο πέτρινο μακρόστενο δώμα, καμιά δεκαπενταριά μέτρα μακρύτερα από το σπίτι, χαμηλότερα από το επίπεδό του. Πέτρινα πρωτόγονα σκαλιά σε οδηγούν σ’ αυτό, «σταυλί» λεγόμενο κάποτε από τους γηγενείς. Σ’ αυτά φύλαγαν τα ζώα τους.

Καθισμένη στη μεγάλη κλίνη ακίνητη κοιτά από το παραθυράκι το θέαμα και αφουγκράζεται. Στο κεφάλι της βουίζουν οι σκέψεις. Γυρίζει, ανακάθεται, ρίχνει μια ματιά στο εσωτερικό, σωροί τα βιβλία και ο «Νάνος αστρονόμος» ξάπλα στο μαξιλάρι. Αρπάζει το μπλοκ με τις χιονάτες σελίδες, δουλάκι αυτό το καημένο, έτοιμο κάθε στιγμή, ενώ το στιλό, ρίψασπις το αφιλότιμο, διαρκώς ξεγλιστράει.

Σαν άλλη Κασσάνδρα που συχνά «διακατέχεται από δεινόν ορθομαντείας πόνον», αρχίζει να γράφει ένα μάντεμα – μήνυμα κι όποιος το λάβει. Γιατί όχι; Τόσο μηνύματα πλανώνται στον αέρα. Και της Κασσάνδρας εκείνης των αρχαιοτάτων χρόνων τα μαντέματα, όταν τα εκσφενδόνιζε, κανένας δεν τα πίστευε. Αργότερα, όμως; Ετσι είναι ο άνθρωπος, μπροστά σε μια κούπα κρασί, τίποτα δεν πιστεύει.

-…Εϊ, εσύ εκεί κάτω, θ’ ανέβεις να πιούμε κανένα τσάι; Φωνάζει η Στέλλα από ψηλά.

– Περίμενε, γράφω ένα μήνυμα τώρα.

– Μα, ο υπολογιστής είναι εδώ.

– Το ξέρω, εγώ όμως δεν προλαβαίνω, τώρα μου ήρθε η έμπνευση.

– Η θάλασσα πέρα «λάδι», βγες να δεις, επιμένει εκείνη.

Στέκει στην πέτρινη βεράντα, μακρυμαλλούσα και με διάφανα νυχτικά, το χέρι στο μέτωπο αντήλιο, αντικρίζει τη νερένια απεραντοσύνη απέναντι και αγαλλιάζει.

***

Μετά από καμιά ώρα, στην κουζίνα του σπιτιού, με το τζάκι στο πλάι βουβό, στο τραπέζι με τα φλιτζάνια το τσάι ν’ αχνίζει, το ψημένο ψωμί, το μέλι στο βάζο ακίνητο, η Αλλη διαβάζει αυτό που έγραψε και η Στέλλα, που είναι μουσικός, ξέρει ν’ ακούει:

«Πολίτες του κόσμου, ακούστε με λιγάκι, χωρίς δάφνες και καπνούς, μόνο με τη μυρωδιά του ξερού χόρτου, μαντεύω και σαν μήνυμα σάς στέλνω ετούτα τα λόγια: Φυλάξτε τα βιβλία σας, φυλάξτε στις βιβλιοθήκες τα βιβλία, στα ερμάρια, στα ράφια, στις χάρτινες κούτες, φυλάξτε τα.

Σε λίγο καιρό, ίσως περισσότερο από λίγο, αυτά θα σας φανούν πολύτιμα, θα σας συντρέξουν. Μη φυλάτε, μην κρύβετε χρυσό και χάρτινο νόμισμα, μη χτίζετε σιδερόφραχτους πύργους και τσιμεντένιες μεζονέτες, ένα ατσάλινο φτερό να καθίσει πάνω τους μπορεί να σωριαστούν. Ακόμη το μέλλον αρνείται τα ψέματα μεταξύ σας, τις εγκληματικές υποκρισίες, τους βανδαλισμούς των ανταγωνισμών, και την αβυσσαλέα φιλοδοξία των μέτριων: Μια πνοή, μια ιαχή, ένας φόνος κι όλα αυτά γίνονται πούπουλα στον αέρα.

Φυλάξτε τα βιβλία σας. Αύριο, μεθαύριο, σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο και εφ’ όσον θα έχετε κινήσει, φτάσει και δε θα έχετε κομματιαστεί σ’ έναν πόλεμο, με τα βιβλία θα αρχίσετε να ξαναζείτε. Μην ξεγελιέστε, ο άνθρωπος δεν πεθαίνει μονάχα μια φορά. Διά μέσου αυτών θα ονειρεύεστε, ακόμη αυτά θα σας καλύπτουν την ερημιά της στειρότητας και της ακαρπίας.

Οχι, όχι, δε θα σας σώσουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, αργά ή γρήγορα θα αχρηστευτούν κι αυτοί από κάποια ασθένεια από ιούς, που θα σκορπίσουν άνθρωποι απελπισμένοι ή κρετίνοι του πλούτου, οι οποίοι άφρονες είχαν πνίξει την καρδιά τους με τα ίδια τους τα χέρια. Λοιπόν, έτσι κι αυτά τα εργαλεία εκεί, μέσα στα νεκροταφεία – αλάνες, δίπλα στ’ αμάξια και τις μηχανές, ορθοί ή πρηνείς αυτοί οι υπολογιστές θα κείτονται μέσα σ’ αυτά τα “στρατόπεδα” με τις λαμαρίνες έγχρωμες, τις χάσκουσες θύρες, τους “ουρανούς”, τα τιμόνια, τους τροχούς με τα χιλιόμετρα να μυρμηγκιάζουν στα λάστιχά τους, μια ακίνητη σαβούρα τέλος πάντων, όπου ανάμεσά τους θα τριγυρίζουν τα “ποντίκια” και ξέρετε εσείς ποια ποντίκια, αυτά που χιλιάδες χέρια, χεράκια αθώα, τα έχουν με τις ώρες αγγίξει κλέβοντας την ενέργειά τους και θα είναι μάλλον τα μόνα μηχανόβια που θα κινούνται μέσα σε κείνον το σωρό των μεταλλικών πτωμάτων.

Γι’ αυτό σας λέω, φυλάξτε τα βιβλία σας. Μέσα απ’ αυτά θα ακούτε μουσική, την οποία θα εκπέμπει το ξεφύλλισμα των χάρτινων σελίδων κι οι νότες θα τρέχουν στ’ αυτιά σας, καθώς βελόνες, όπως στα παλιά πικ απ, θα βάζουν μπροστά και θα γυρίζει ο δίσκος με τα παλιά ακούσματά σας κι ακόμα οι κραυγές των ροκάδων θα σας φαίνονται χάδια τρυφερά μέσα σε κείνη τη μοναξιά των σωμάτων, όπου θα είστε βυθισμένοι. Δε δύναμαι να μαντέψω ωστόσο, εάν θα έχει απομείνει κάτι από κείνη την ανθρώπινη δυνατότητα του νου και τη φλόγα της ψυχής του να δημιουργεί τέχνη, κι, αν ναι, οι απλές ανθρώπινες καρδιές των πολιτών θα την αποδεχτούν ακόμη μια φορά με κείνη τη θέρμη των παλιών καιρών; Ετσι, επιμένω, φυλάξτε τα βιβλία σας, θάψτε τα στο χώμα, στο υπόγειο, βάλτε τα στη δροσιά και μακριά από τη φωτιά.

Καθισμένοι κάτω από τα αποξηραμένα δέντρα που θα προσπαθούν να ξαναβλαστήσουν, ή πάνω σε κορμούς αποκεφαλισμένων ευκαλύπτων διαβάζετε βιβλία, τα οποία κάποτε είχατε αποξεχάσει στις βιβλιοθήκες, αλλά κι αυτά είχαν γίνει αόρατα από το φόβο για το τέρας που είχατε στήσει μπροστά τους, κατάμουτρα: τον υπολογιστή σας. Αυτόν που κάνει χίλια τσαλίμια και μαγείες. Ομως, μόνο ένα είναι μαγικό: Σαν “κόβεται” το ηλεκτρικό ρεύμα, τότε όλα εξαφανίζονται… αυτό ναι, είναι μαγεία, οι μάγοι ζηλεύουν, είναι αλήθεια.

Ομως τα βιβλία, μεγάθυμα και μεγαλόψυχα όπως στους αιώνες υπήρξαν, θα σας συγχωρήσουν, και πάλι θα σας εξυπηρετήσουν κι εσείς θα κρατάτε στα χέρια σας αυτά τα προϊόντα πάθους και αίματος συγγραφέων και ποιητών, νεότερων και παλιότερων, δεν έχει σημασία, έτσι κι αλλιώς τα βιβλία γράφονται από νέους με φλόγα και από φλογερούς γέρους.

Οι αράδες μέσα στις σελίδες θα είναι γραμμές τρένων, όπου πάνω τους θα τρέχουν τα βαγόνια με τα βαγκόν λι, τα κουπέ, των ανεκπλήρωτων ή και εκπληρωμένων ταξιδιωτικών επιθυμιών σας και θα σας μεταφέρουν πάλι ή για πρώτη φορά, σε νερένιες, πράσινες, πέτρινες, αρχαίες πόλεις, όπως και σε μαρμάρινα εξορισμένα μνημεία και ναούς, μέσα στις ερημιές και τη μοναξιά τοπίων… να σου κόβεται η ανάσα.

Χωριά που επίσης ονειρευτήκατε να ζήσετε, προπάντων οι ακτήμονες αστοί, να μυρίζουν χόρτο και άρτο, νησιά που πάνω τους σας μετέφεραν καλοτάξιδα καράβια, κάποια νυχτιά, ενώ το άρωμά τους σας έστελνε ριπές συγκίνησης κι η αστροφεγγιά σας γαλήνεψε τη φουρτουνιασμένη καρδιά.

Ο νόστος θα σας πλημμυρίσει και από αρχαιοτάτων χρόνων η νοσταλγία είναι ένα συναίσθημα εποικοδομητικό…

Οι σελίδες, καθώς θα θορυβούν με κείνον το θεσπέσιο θόρυβο του χαρτιού, θα είναι θρόισμα λεύκας, που θα σας κρατά συντροφιά στις σκοτεινές περιόδους του χρόνου, λεγόμενου νύχτα. Και στο σεξουαλικό σας μηχανισμό, σε δυσλειτουργία πλέον, οι σελίδες των ερώτων και των ηδονών θα σας χαρίσουν ρίγη ηδυπάθειας, ενώ τα δάκρυα, προϊόντα μεταμέλειας για τα παρελθόντα λάθη, όπου και τα δύο: λάθη και δάκρυα, δε θα έχουν στερέψει, θα κυλούν πάνω στις παρειές, ποτάμι αυτά που θα τρέχει να συναντήσει άλλα ποτάμια στις γειτονιές του κόσμου. Τα δάκρυα αυτά, χα! Που κάποτε από μωρία τα είχατε αποκηρύξει, όπως επίσης τα είχανε περιφρονήσει, όταν και όπου τα συναντούσαν στα βιβλία ή στους αναγνώστες και οι μέντορες της λογοτεχνίας, αυτοί οι νταήδες της πένας και του υπολογιστή… άλλοι πάλι όλοι αυτοί οι “γέροντες”, συντελεστές της πνευματικής αποξήρανσης.

Οι παλιές αγαπημένες λέξεις, όλο νόημα και ζέση, οι στίχοι, οι μελωδίες, τα χρώματα, τ’ αρχαία αγάλματα, τα γεφύρια, τα μάτια του Ηνίοχου, αν έχουν απομείνει ανοιχτά, θα ατενίζουν τα απερχόμενα… Ολα θα κυλούν αργά αργά, ενώ εσείς θα διαβάζετε, θα διαβάζετε…».

***

Η Στέλλα γέλασε μ’ ένα μικρό γελάκι, είπε: «Καλό γραφτό, στείλτο κάπου να δημοσιευτεί», έτσι αόριστα και με περίσκεψη μίλησε, σαν να μην είχε σημασία η φράση που ξεστόμισε, σαν να έλεγε μάλλον: «Μακριά από μένα το ποτήριον ετούτο».

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: