Το αφεντικό και ο νόμος
-Ο “νόμος”!… έκανε το αφεντικό. Πφ!… Ο “νόμος”, αγαπητέ μου, είναι -πώς να σου το πω- είναι σαν το… λάστιχο! Ακριβώς σαν το λάστιχο. Σε συφέρνει; Τον τραβάς εκεί που θες και κάνεις τη δουλιά σου. Δε σε συφέρνει; Τον αφήνεις να τεμπελιάζει σαν το χασαπόσκυλο…
Από τότε ήρθε κι έσμιξε στο μυαλό του Αντώνη ο “νόμος” και τ’ αφεντικό κι έγιναν ένα πράμα αξεχώριστο.
Αποσπάσματα από το διήγημα του Τάκη Αδάμου “Ποιος θα εμποδίσει την άνοιξη;” που περιλαμβάνεται στη συλλογή “Για μια άσπρη μέρα” (εκδόσεις Καστανιώτη). Η οποία δε θα έρθει από μόνη της, αν δεν πάρουμε κι εμείς μέτρα για αυτήν…
Λένε πως τα παιδιά έχουν το μυαλό τους “αλαφρό” για να μπορεί να τρέχει ξένοιαστο ανάμεσα γης και ουρανό, σαν τις φοράδες στα λιβάδια δίχως σέλα και χαλινάρι. Κι είναι, λένε, αυτός ο λόγος που τα παιδιά μπερδεύουνε τα πράματα και μπλέκουνε τα όνειρα με τη ζωή.
Ο Αντώνης ο Κατσούλης όμως μήτε το ένα πρόλαβε να χαρεί, μήτε τα άλλα να τα μπερδέψει. Ονειρευότανε, βέβαια, κι αυτός να μάθει γράμματα, να σπουδάσει μηχανικός, και λαχταρούσε μια ζωή ανθρώπινη, μα τα όνειρα τα δικά του δε σαρκώθηκαν ποτέ…
Είταν ένα σούρουπο χειμωνιάτικο, τότε που φέρανε στην κουβέρτα τον πατέρα του. Μια κουβέρτα ματωμένη, βρώμικη, κι εκεί μέσα ένα ζυμάρι κρέατα και κόκαλα μαζί. Τόνε τύλιξε το λουρί της μηχανής, όπως του ‘πε αργότερα η μάνα του, και τον έκανε κιμά. Μέσα σ’ εκείνη την κουβέρτα πέθαναν τότε και τα όνειρα του Αντώνη. Πώς να χορτάσουν πέντε στόματα με το ψευτομεροκάματο της μάνας του;
Έγινε άντρας, λοιπόν, κι ο Αντώνης να προστατέψει τη φαμίλια του κι ας μην είταν ακόμα μήτε δώδεκα χρονώ. Ο κυρ Βασίλης -τ’ αφεντικό της φάμπρικας- τους την έκανε αυτή τη χάρη. Τον έβαλε τον Αντώνη στον τόπο του πατέρα του, που είταν άξιος δουλευτής και δεν είχε παράπονα τ’ αφεντικό…
Μικρός, βέβαια, ο Αντώνης, μα μήπως είτανε κι ο μοναδικός μέσα στη φάμπρικα; Είχε σαν κι αυτόν δεκαριές ολάκερες.
Κι ο “νόμος”; Πού τα ‘χει τα “μάτια” του ο “νόμος”, που απαγορεύει να δουλεύουνε τ’ ανήλικα; Είναι βέβαια κι ο “νόμος”. Αυτό σωστό. Μα όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια του. Και τ’ αφεντικό τον έκανε το “νόμο” να μη φυτρώνει όπου δεν τον έσπερναν.
-Ο “νόμος”!… έκανε το αφεντικό. Πφ!… Ο “νόμος”, αγαπητέ μου, είναι -πώς να σου το πω- είναι σαν το… λάστιχο! Ακριβώς σαν το λάστιχο. Σε συφέρνει; Τον τραβάς εκεί που θες και κάνεις τη δουλιά σου. Δε σε συφέρνει; Τον αφήνεις να τεμπελιάζει σαν το χασαπόσκυλο…
Ο Αντώνης θα θυμάται πάντα τούτη τη σκηνή: Κάποια μέρα, τότε που πρωτοπήγε για δουλιά στη φάμπρικα, λογοφέραν οι εργάτες με τ’ αφεντικό. Κάτι του ‘παν για τους κανονισμούς και τους νόμους “περί υγείας και ασφαλείας”. Του ‘πανε, δηλαδή, να βάλει τα μηχανήματα που έπρεπε και να τους προστατέψει από το χνούδι του μαλλιού και του μπαμπακιού. Του είπανε πως ο νόμος είναι νόμος για όλους και χρέος του καθένα είναι να τον σέβεται.
Θεριό ανήμερο ο κυρ Βασίλης. Πού να τον πιάσεις! Άναψε και κόρωσε στο λεφτό, σαν το δαδί. Στάθηκε καταμεσίς στις μηχανές, άνοιξε τις ποδάρες του σαν κομπάσο, ξεκούμπωσε το σακάκι του για να φαντάξει πιο ψηλός και χτύπησε τα στήθια του όλο θυμό:
-Ποιος νόμος, ρε! Νόμος είμ’ εγώ! Πάρτε το χαμπάρι…
Από τότε ήρθε κι έσμιξε στο μυαλό του Αντώνη ο “νόμος” και τ’ αφεντικό κι έγιναν ένα πράμα αξεχώριστο. Κάθε φορά που άκουγε να γίνεται κουβέντα για το “νόμο”, έβλεπε μπροστά του έναν άντρακλα με δυο μάτια τραβηχτά στα πλάγια σαν της γάτας, μ’ ένα σβέρκο χοντρό και μονοκόκκαλο σαν του λύκου, με διπλή κρεμαστή τραχηλιά και με μια κοιλιά πελώρια, που κατέβαινε από το στήθος ως τα γόνατα… Αυτός είταν ο “νόμος”!… Ο “νόμος” και τ’ αφεντικό μαζί!…
(…)
Όσο για το Θανάση το Σαλβαρά -τον άλλο της παρέας- ο Αντώνης δε θυμόταν πώς μπλέχτηκε μαζί τους. Τους συγγένευε, βέβαια, η φτώχεια. Δουλεύανε κι οι τέσσερις στο μηχανουργείο της φάμπρικας. Μα κατά τα άλλα διαφέρανε πολύ στις ιδέες και στα αισθήματα.
Ο Αντώνης θυμάται μία-μία τις κουβέντες τους και τ’ ατέλειωτα ψαχουλέματα για όλα τα πράματα. Κάποτε έλεγαν πως έτσι είτανε το “γραφτό” τους -η μοίρα τους… Κι είναι εύκολο, τάχα, ν’ αλλάξει κανείς τη μοίρα του;
-Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!… έλεγε τότε ο Θανάσης.
-Μα γιατί; Γιατί να ‘ναι τέτοιο το δικό μας ριζικό; Σε τι φταίξαμε της μοίρας μας;
-Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα!… ξανάλεγε με ύφος ο Θανάσης.
Είτανε βέβαια κουταμάρες όλα αυτά που έλεγε ο Θανάσης, αλλά δεν είχανε και τι να του απαντήσουν για να τον αποστομώσουν. Κι εκείνος κάποια μέρα τους πέταξε:
-Αυτό που φταίει για τη μοίρα μας είναι το… “προπατορικόν αμάρτημα”, λέει ο παπα-Θωμάς στη μάνα μου.
Έμειναν και τον κοίταζαν χαζά.
-Δηλαδή είναι φταίξιμο που γεννηθήκαμε; ρώτησε ο Πετρής.
-Βέβαια φταίξιμο! απάντησε με σιγουριά ο Θανάσης.
Ο Πετρής στάθηκε λίγο σκεφτικός. Τα μάτια του στυλώθηκαν κάπου μακριά και τα φαρδιά ρουθούνια της πλατσουδερής μύτης του πετάρισαν ανήσυχα.
-Σε κοροϊδέψανε, ρε Θανασό! Γιατί αυτό το… “προπατορικόν αμάρτημα”, όπως το λες, δεν πιάνει και τ’ αφεντικό μας;
-!!!
-Τρίχες, Θανασό. Για σκέψου τούτο μονάχα: Να ‘τανε δική μας η φάμπρικα, να δουλεύαμε για μας κι όχι για τ’ αφεντικό, τι λες; Θα χορταίναμε τότε ψωμί;
-Αλήθεια! λέει ο Πανετλής. Αν δουλεύαμε για μας κι όχι για τ’ αφεντικό! Μα… γίνεται αυτό το πράγμα, ρε Πετρή;
-Γίνεται, λέει ο Πετρής. Κάτι εδωνά μου λέει πως γίνεται! κι έδοσε μια γροθιά στο κούτελό του.