Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο «Επιτάφιος» του Γ. Ρίτσου και το «Θέατρο του Λαού»

Σαν σήμερα, την 1η του Δεκέμβρη 1990, έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, σημαντική μορφή της θεατρικής τέχνης (σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής) και των λαϊκών αγώνων. Το 1944 πρωτοεμφανίστηκε ως σκηνοθέτης στο «Θέατρο του Λαού», ενώ στη διάρκεια του Εμφυλίου, ήταν μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία, υπεύθυνος του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ.

Σαν σήμερα, την 1η του Δεκέμβρη 1990, έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Σεβαστίκογλου,  σημαντική μορφή της θεατρικής τέχνης (σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής) και των λαϊκών αγώνων.

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου γεννήθηκε στις 12 του Οκτώβρη 1913, στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως μεταφραστής σε περιοδικά και εφημερίδες.

Υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος αξιωματικός και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Συμμετείχε στον ιδρυτικό πυρήνα του «Θεάτρου Τέχνης», για το οποίο μετέφρασε πληθώρα θεατρικών έργων. Το 1942 έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο «Κωνσταντίνου και Ελένης», το οποίο ανέβασε ο Κουν το 1943. Το 1944 πρωτοεμφανίστηκε ως σκηνοθέτης στο «Θέατρο του Λαού» και το 1945 ανέλαβε μόνιμος σκηνοθέτης του Τμήματος Νέων των «Ενωμένων Καλλιτεχνών». Το 1946 συνεργάστηκε με την εφημερίδα  «Ρίζος της Δευτέρας», γράφοντας θεατρική κριτική, με το ψευδώνυμο Γ. Σάβας.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου, Γιώργος Σεβαστίκογλου και Μάνος Ζαχαρίας ήταν υπεύθυνοι  του κινηματογραφικού συνεργείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Με την υποχώρηση του ΔΣΕ βρέθηκε στην Τασκένδη. Εκεί έγραψε και ανέβασε επικαιρικά έργα, με το θίασο των πολιτικών προσφύγων, ενώ παράλληλα δίδασκε στο Θεατρικό Ινστιτούτο Τασκένδης.

Από το 1956 έως το 1965 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου φοίτησε στην Ανώτερη Λογοτεχνική Σχολή και έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο, καθώς και δύο ακόμα θεατρικά έργα, την «Αγγέλα», που πρωτοπαίχτηκε από το θέατρο «Βαχτάνγκοφ» και το «Θάνατος του βασιλικού επιτρόπου».

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1965 και συνεργάστηκε ως σκηνοθέτης με γνωστούς ηθοποιούς (Α. Συνοδινού, Ελ. Λαμπέτη, Αλ. Αλεξανδράκης, Αλ. Γεωργούλη κ.ά.).

Με το απριλιανό πραξικόπημα, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με τον Αντουάν Βιτέζ στο «Theatre des Quartiers d’ Ivry» και διηύθυνε εργαστήρια θεατρικής έρευνας. Συγκρότησε, με τους μαθητές του, το θίασο «Πράξις» και σκηνοθέτησε αρχαίο ελληνικό δράμα και έργα του Σαίξπηρ. Παράλληλα, δίδαξε στο Ινστιτούτο Θεατρικών Σπουδών της Σορβόνης και σε ειδικά σεμινάρια του conservatoire. Το 1978 και το 1979 πραγματοποίησε δύο σκηνοθεσίες στο ΚΘΒΕ («Ημέρωμα της στρίγκλας», «Τρεις αδελφές»).

Από το 1981 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου μετέφρασε και σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο και άλλους θιάσους. Σύντροφος της ζωής του, από το 1945, υπήρξε η γνωστή συγγραφέας Άλκη Ζέη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.

Το 2016 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το βιβλίο της Κωνσταντίνας Ζηροπούλου «Γιώργος Σεβαστίκογλου, Αγωνιστής του θεάτρου και της ζωής», που μέσα από έρευνα, ντοκουμέντα και μαρτυρίες (και πρώτα απ’ όλα της γυναίκας του Άλκης Ζέη) παρουσιάζει την διαδρομή του σημαντικού αυτού ανθρώπου στην τέχνη και τη ζωή.

Μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα που αναφέρονται στην περίοδο μετά την απελευθέρωση, μέχρι τα Δεκεμβριανά, τότε που ο Σεβαστίκογλου πρωτοεμφανίζεται ως σκηνοθέτης στο «Θέατρο του Λαού» και πρώτος παρουσιάζει στο κοινό τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου.

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο «Επιτάφιος» του Γ. Ρίτσου και το «Θέατρο του Λαού»

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου στο βουνό (φωτογραφία από το βιβλίο της Κωνσταντίνας Ζηροπούλου «Γιώργος Σεβαστίκογλου, Αγωνιστής του θεάτρου και της ζωής»)

***

Αμέσως μετά την απελευθέρωση ο Σεβαστίκογλου έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα θεατρικά πράγματα με την ιδιότητα του σκηνοθέτη. Στις 19 Νοεμβρίου 1944 έγινε με δική του σκηνοθετική καθοδήγηση η πρώτη δημόσια παρουσίαση του Επιταφίου του Γιάννη Ρίτσου, με αφορμή τον εορτασμό των 26χρονων του ΚΚΕ. Το περιεχόμενο του ποιήματος, που αποτέλεσε μια από τις δημοφιλέστερες δημιουργίες του ποιητή, ήταν εμπνευσμένο από την καταστολή των εργατικών διαδηλώσεων στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1936, στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Αντίτυπα του έργου είχαν καεί στην πυρά μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά βιβλία».

«Εκείνο τον καιρό ήμασταν ανάμεσα σε δύο πράγματα που αγαπούσαμε και γι’ αυτά πολεμούσαμε: Ήταν η Αντίσταση και ήταν και το θέατρο. Πολύ δυνατά και τα δύο […]. Μετά την απελευθέρωση, η πρώτη μας συνάντηση με τον Γιώργο που θυμάμαι, από θεατρική άποψη -γιατί ήμασταν ΕΑΜίτες όλοι-, είναι ότι είχαμε κάνει μαζί τον Επιτάφιο του Ρίτσου σ’ ένα κέντρο που λεγόταν Μαξίμ. Σ’ αυτό μας καθοδηγούσε ο Γιώργος. Τον είπαμε σαν ένα μοιρολόι, που το ’παιρνε η μία και το συνέχιζε η άλλη, προτού γράψει τη μουσική ο Θεοδωράκης – αυτό έγινε πολύ αργότερα. Θυμάμαι ότι εκτός από μένα ήταν η Ασπασία η Παπαθανασίου και μία άλλη ηθοποιός, που έφυγε πολύ νέα, η Λούλα Ιωαννίδου».

Αλέκα Παΐζη

(…)Τον Νοέμβριο του 1944 ο Γιώργος Σεβαστίκογλου συντόνισε τη συγκρότηση του Θεάτρου του Λαού, συνεταιρικού θιάσου που είχε τη στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος. (Μέλη του θιάσου αποτελούσαν οι: Δήμος Σταρένιος, Μίμης Φωτόπουλος, Ε. Χρίστιας, Γ. Μαυρογένης, Νίκος Τζόγιας, Ε. Σταθοπούλου, Ζωρζ Σαρή, Τίτος Βανδής, Αλέξης Δαμιανός, Ασπασία Παπαθανασίου, Αλέκα Παΐζη, Γιώργος Γιολάσης, Α. Μακρινός, Κώστας Δήμας, Άγγελος Αϊβαλιώτης, Ταϋγέτη, Άννα Εμμανουήλ, Λούλα Ιωαννίδου, Μαλαίνα Χριστοπούλου (Ανουσάκη), Λίτσα Δούκα, Νίκος Βασταρδής, Κ. Κοσκινά, Λάμπης Χρέλιας).

«Αποφασίζεται να ιδρυθεί το «Θέατρο του Λαού». […] Οι συνοικισμοί της Αθήνας αναλαμβάνουν να το εξοπλίσουν – καθένας ό,τι διαθέτει. Ξεφορτώνουν τα φορτηγά: έπιπλα, για τα γραφεία και για τη σκηνή, μεταξωτά αλεξίπτωτα (λάφυρα από τους Γερμανούς) για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Οι τεχνίτες των άλλων θεάτρων τελειώνοντας τη μισθωτή δουλειά τους, έρχονται και δουλεύουν δωρεάν, νυχτέρια να ετοιμάσουν τα σκηνικά του εναρκτήριου έργου – το ’41-’44 του Γ. Λυδάκη. Όλος ο θίασος δουλεύουμε νυχτοήμερα. Κι όχι μονάχα στις πρόβες. Οι γυναίκες βοηθούν στο ράψιμο των κοστουμιών, οι άνδρες στο βάψιμο των σκηνικών».

Γιώργος Σεβαστίκογλου

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο «Επιτάφιος» και το «Θέατρο του Λαού»

Λάρισα, Απρίλης 1946. Αριστερά η Αλέκα Παΐζη, στη μέση όρθια η [Καίτη] Ντιριντάουα. Κάτω Άλκη Ζέη, μητέρα της Ντιριντάουα, Ασπασία Παπαθανασίου, Τζόλυ Γαρμπή (φωτογραφία από το βιβλίο της Κωνσταντίνας Ζηροπούλου «Γιώργος Σεβαστίκογλου, Αγωνιστής του θεάτρου και της ζωής»)

Με το Θέατρο του Λαού [ο Γ. Σεβαστίκογλου] ανέβασε το επικαιρικό έργο του Γιώργου Λυδάκη ’41-’44, ένα είδος σπονδυλωτού χρονικού, που επέτρεπε στους ηθοποιούς σχεδόν καθημερινά να αυτοσχεδιάζουν, παρεμβάλλοντας συνθήματα και επιλεγμένα ειδησεογραφικά σχόλια που αντλούνταν κυρίως από τον Ριζοσπάστη, ανακοινώνοντας στο κοινό την επίσημη γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος.

«Αυτό που έχει σημασία να σας πω είναι, νομίζω, ότι τον Γιώργο δεν μας τον επέβαλε κανείς. Έγινε αυτόματα ο σκηνοθέτης μας, γιατί ήταν ο πιο ενημερωμένος για το ρωσικό θέατρο και τη Ρωσική Επανάσταση απ’ όλους εμάς, που ήμασταν και πολύ νέοι τότε. Και διέθετε γενικά πολύ περισσότερες θεωρητικές γνώσεις για το θέατρο. Ήταν ο πιο μορφωμένος απ’ όλους μας. Στο Θέατρο του Λαού ψάχναμε να βρούμε ένα έργο που να μιλά για όλα αυτά που ζούσαμε εκείνη την περίοδο. Στην αρχή ενθουσιαστήκαμε με το έργο του Λυδάκη. Πήγαμε και είπαμε στο Κόμμα ότι βρήκαμε ένα έργο που ήταν ισάξιο με αρχαία τραγωδία! Επάνω στον ενθουσιασμό μας. Μετά, όταν αρχίσαμε να το στήνουμε, είδαμε τι ακριβώς ήταν και αρχίσαμε τα κοψίματα. Ο Γιώργος καθοδηγούσε την ομάδα. Στο τέλος το είχαμε αλλάξει τόσο πολύ, που απαγορεύσαμε στον συγγραφέα να έρχεται στις πρόβες».

Ασπασία Παπαθανασίου

Οι παραστάσεις δίνονταν στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του Θεάτρου Παπαϊωάννου, που είχε ενοικιάσει το Κομμουνιστικό Κόμμα για τον σκοπό αυτό. Το θέατρο, που λειτουργούσε από το 1916 και βρισκόταν στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Πατησίων, ανήκε στον Ιωάννη Παπαϊωάννου (1869-1931), γνωστό κωμικό ηθοποιό, τραγουδιστή και θιασάρχη οπερέτας, και σ’ αυτό είχαν στεγαστεί πολλοί αθηναϊκοί θίασοι έως ότου κατεδαφίστηκε κατά τα μεταπολεμικά χρόνια.

Το έργο έκανε πρεμιέρα στις 22 Νοεμβρίου 1944:

«Άρχισε σήμερα και συνεχίζει με καταπληκτική επιτυχία τις παραστάσεις του το «Θέατρο του Λαού», στο Θέατρο Παπαϊωάννου. Το έργο ’41- ’44 του Γ. Λυδάκη που παίζεται δίνει ζωντανή εικόνα του αγώνα και των θυσιών του λαού στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς».

Ριζοσπάστης, 24 Νοεμβρίου 1944

Η παράσταση βέβαια δεν επρόκειτο να μακροημερεύσει, αφού μεσολάβησαν τα Δεκεμβριανά, μια από τις πιο μελανές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι ένοπλες συγκρούσεις στην πρωτεύουσα ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με τις βρετανικές και τις κυβερνητικές δυνάμεις ενός ευρύτερου πολιτικού φάσματος οδήγησαν, εκτός από τις σοβαρότατες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και στην ολοσχερή καταστροφή του θεάτρου – και βέβαια τη βίαιη διάλυση του θιάσου, που η συνολική διάρκεια της ζωής του δεν ξεπέρασε τελικά τις δύο εβδομάδες. Έτσι οι παραστάσεις αυτές δεν πρόλαβαν καν να απασχολήσουν την κριτική της εποχής. Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου σχολίασε:

«Στην πρεμιέρα του ’41-’44, στην αίθουσα δεν πέφτει βελόνι. Χαλνά ο κόσμος στις πιο «ηρωικές» στιγμές. Αποθέωση στο φινάλε. Ούτε το έργο ούτε η παράσταση άξιζαν τόσο ενθουσιασμό. Ήταν, απλώς, η πρώτη αρχή κι ο κόσμος το πανηγύριζε. Κι ήταν, προπάντων, τόσο πρόσφατα, ζωντανά, επικά και τραγικά τα ίδια τα γεγονότα, που μια μονάχα λέξη ήταν ικανή να ξυπνήσει χείμαρρο συγκινήσεων και αναμνήσεων. Κάπου στο έργο -ήταν μια μικρή σκηνή- μια παράνομη συγκέντρωση, τον καιρό της Κατοχής, όπου ο καθοδηγητής ανέλυε την πολιτική κατάσταση και μιλούσε για τα καθήκοντα των αγωνιστών. Δυο μέρες μετά την πρεμιέρα, ο ηθοποιός που έπαιζε το ρόλο του καθοδηγητή, ανέλυε την πολιτική κατάσταση της μέρας όπου δινόταν η παράσταση. Το ίδιο κάθε βράδυ – τρεις μέρες ακόμα… ως τις τρεις του Δεκέμβρη».

Η Ασπασία Παπαθανασίου θυμάται:

«Το Κόμμα είχε νοικιάσει το θέατρο. Ο Μάνος [Ζαχαρίας] έκανε τον καθοδηγητή. Ο κόσμος ερχόταν δηλαδή για να ακούσει και την κομματική γραμμή. Ο κόσμος που μαζευόταν έφτανε μέχρι έξω, στην Πατησίων. Ήταν ένα θέατρο που είχε αμέσως σταμπαριστεί ότι είναι των κομμουνιστών. Από τα εργοστάσια, που τα είχαν καταλάβει οι εργάτες, μας στέλνανε τόπια για τα σκηνικά. Εκεί όμως δουλέψαμε ελάχιστα. Διότι έγινε η διαδήλωση η μεγάλη, πήγαν οι Χίτες και μας το κάψανε και τελειώσαμε».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: