Μετράνε όλες οι ζωές το ίδιο;
Γιατί μεγαλώνουμε μαθαίνοντας να υποτιμούμε; Γιατί δεχόμαστε τη δική μας απαξίωση και την κάνουμε μίσος προς άλλους αδύναμους, ενώ αυτό που μισούμε είναι η δική μας έλλειψη δύναμης;
Το 2009 στη Γαλλία, ένας 25χρονος Γάλλος με καταγωγή από τη Μαρτινίκα συλλαμβάνεται σε σούπερ μάρκετ ενώ προσπαθεί να κλέψει μερικές μπύρες και οδηγείται από τους φύλακες του σούπερ μάρκετ σε ένα μικρό δωμάτιο για ανάκριση, όπου εκεί τον σκοτώνουν κυριολεκτικά στο ξύλο. Το περιστατικό απασχόλησε για λίγο μόνο τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και θα υπέκυπτε και αυτό στη λήθη αν ο Λωράν Μωβινιέ δεν το περιμάζευε και δεν το μετουσίωνε με τη λογοτεχνική του πένα σε ένα μικρό πεζογράφημα, με τίτλο «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη», όπου επί της ουσίας αποπειράται να συγκρατήσει αυτό που εύκολα το αφήνουμε να ξεγλιστρήσει προς τη λήθη. Εκεί λοιπόν, στο επίμετρο του βιβλίου, ο Σπύρος Γιανναράς γράφει:
«Η θέση της κόκκινης γραμμής που χωρίζει τον άνθρωπο, εκείνον που έχει εκτοπιστεί στη δυσβάσταχτη limbo του κοινωνικού περιθωρίου όπου εγκατοικούν όλοι όσοι χάνουν τη δυνατότητα μετοχής στο κοινωνικό καταναλωτικό σώμα της σύγχρονης μαζικής δημοκρατίας εκπίπτοντας στην κατάσταση του περιθωριακού, είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη».
Και το ερώτημα που διαρκώς ανακύπτει είναι γιατί να επιτρέπουμε την ύπαρξη αυτών των κόκκινων γραμμών;
Μία πρώτη απάντηση είναι γιατί επιβάλλεται σε συστήματα που είναι δομημένα πάνω στο μοντέλο αναπαραγωγής της εξουσίας να υπάρχουν τέτοιες διαχωριστικές γραμμές. Σε συστήματα που η θέση του καθενός μας, ο ρόλος μας και η προσωπικότητά μας, καθορίζονται και διαμορφώνονται από το βαθμό εξουσίας που ασκούμε στους άλλους, σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Μια πιο προσεχτική εξέταση όμως των πραγμάτων με δεδομένο ότι αυτές οι θέσεις είναι ευμετάβλητες σαν τις κόκκινες γραμμές που τις καθορίζουν, θα μπορούσε να δώσει κάποιες άλλες πιο ουσιαστικές απαντήσεις. Και επειδή οι απαντήσεις εξαρτώνται από εκείνες τις ερωτήσεις που στόχος τους είναι να αναζητούν και όχι να προσφέρουν έτοιμες και γρήγορες απαντήσεις που μας απαλλάσσουν από το βάρος της σκέψης και των ενοχών που φέρει η έλλειψη αυτής, ίσως θα έπρεπε, και με αφορμή το τραγικό συμβάν του Περάματος, να θέσει ο καθένας μας στον εαυτό του τα παρακάτω ερωτήματα:
Γιατί μεγαλώνουμε μαθαίνοντας να υποτιμούμε;
Γιατί πολλές φορές αντί να απαλλαχτούμε από τον μανδύα της υποτίμησης που μας έχουν φορέσει, όχι μόνο τον αποδεχόμαστε αλλά θεωρούμε τον εαυτό μας υπεύθυνο για αυτό αφήνοντας την εξωτερική υποτίμηση να εισέλθει μέσα μας και να μας κατασπαράξει, όπως ο δηλητηριασμένος χιτώνας σκόρπισε το δηλητήριο μέσα στον Ηρακλή σκοτώνοντάς τον;
Γιατί πολλές φορές έχοντας αποδεχτεί την απαξίωσή μας δραπετεύουμε από αυτήν μετατρέποντας την σε μένος που αυξάνεται διαρκώς όταν τη βλέπουμε να καθρεφτίζεται σε άλλους ανήμπορους, σε άλλους αδύναμους που και εκείνοι την έχουν αποδεχτεί και στρέφουμε εναντίον τους όλο το μίσος, όταν στην πραγματικότητα αυτό που μισούμε είναι η δική μας έλλειψη δύναμης στο να ξεπεράσουμε τη δικές μας αδυναμίες που δημιουργήθηκαν από την υποτίμηση του εαυτού μας που τον αφήσαμε έρμαιο στις διαθέσεις και τις στρατηγικές των άλλων που θέλουν να βάζουν πάντα διαχωριστικές γραμμές στους ανθρώπους για να μπορούν να τους καταστήσουν υποχείριά τους;
Διαφυγή αναζητούσε ο νεαρός στο Πέραμα που τον σκότωσαν. Αυτοάμυνα επικαλούνται οι δολοφόνοι του… Όλοι να γλιτώσουν… Και όλοι εγκλωβισμένοι στην πλεκτάνη των κόκκινων διαχωριστικών γραμμών. Μόνο που ο σκοτωμένος δεν γυρνάει πίσω. Και οι επικαλούμενοι αυτοάμυνα θα συνεχίζουν να διαπράττουν φόνους.
Όσο υπάρχουν οι κόκκινες γραμμές, τόσο η ζωή θα ευτελίζεται.
Όσο αφήνουμε αναπάντητα τα παραπάνω ερωτήματα, τα φονικά του Περάματος θα επαναλαμβάνονται διαρκώς και με κάθε τρόπο. Και η λήθη, υπέρμαχος υποστηρικτής του συστήματος που τα συντηρεί και τα δημιουργεί, θα συνεχίζει ανενόχλητα τη δουλειά της.